Απόψεις|07.01.2019 21:50

Τα όρια της καταστολής

Γιώργος Καπόπουλος

Αυτό που είναι προφανές είναι ότι υπάρχει ένας σκληρός πυρήνας του κύµατος κοινωνικής και πολιτικής δυσαρέσκειας που δεν έχει εµπιστοσύνη στην αναδίπλωση του Μακρόν και δεν θέλει να περιµένει την επόµενη µέρα των ευρωεκλογών για να επιχειρήσει να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις.

Ο Μακρόν δεν έχει την ευχέρεια ή πιο απλά τη δυνατότητα να συνδυάσει την καταστολή των κινητοποιήσεων µε µια αναζήτηση νοµιµοποίησης από τη σιωπηλή πλειοψηφία για δύο κυρίως λόγους:

  • Πρώτον στην κορύφωση των κινητοποιήσεων των «Κίτρινων Γιλέκων» µια σηµαντική συνιστώσα είχε το προφίλ της σιωπηλής πλειοψηφίας, δηλαδή συµπιεσµένα µεσαία στρώµατα που δεν µπορούν να ανεχτούν περαιτέρω συρρίκνωση του πραγµατικού τους εισοδήµατος και των κοινωνικών τους κεκτηµένων.
  • Δεύτερον γιατί µετά τη µείωση της προεδρικής θητείας το 2002 από επτά σε πέντε χρόνια ώστε να συµπίπτει µε τη θητεία της Βουλής, οι βουλευτικές εκλογές έγιναν επί της ουσίας τρίτος γύρος της προεδρικής. Ετσι ο πρόεδρος πλέον δεν έχει την ευχέρεια να προκηρύξει πρόωρες βουλευτικές εκλογές για να αναζητήσει νέα πλειοψηφία ή και συγκατοίκηση µε την αντιπολίτευση, καθώς σε περίπτωση ήττας θα έχει αποδοκιµασθεί ο ίδιος και πολιτικά θα είναι από δύσκολο έως αδύνατο να επιχειρήσει να ολοκληρώσει τη θητεία του.

Το 1968 από ένα σηµείο και ύστερα η φοιτητική εξέγερση προκάλεσε την αγανάκτηση των νοικοκυραίων της σιωπηλής πλειοψηφίας και σε µικρότερη κλίµακα το ίδιο συνέβη το τελευταίο τρίµηνο του 1995 µε τις κινητοποιήσεις των εργαζοµένων στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα.

Σήµερα το άλυτο πρόβληµα του Μακρόν είναι ότι πέραν της σκληρής καταστολής δεν έχει τίποτε ουσιαστικό να προτείνει που να µπορεί να πείσει ότι η συνέχεια έχει µικρότερο κόστος από τη ρήξη

κίτρινα γιλέκα