Απόψεις|11.01.2019 14:17

Δύο µέτρα και δύο σταθµά

Χρήστος Μαχαίρας

Οταν οι βουλευτές άλλων κοµµάτων αλλάζουν φανέλα και καταθέτουν τα διαπιστευτήριά τους στην Πειραιώς, η Νέα Δηµοκρατία θεωρεί ότι διαθέτει έµπρακτες αποδείξεις της διεισδυτικότητάς της σε όλο το πολιτικό φάσµα και µιλά για δυναµική κυριαρχίας.

Οταν, αντίθετα, βουλευτές της αντιπολίτευσης συντάσσονται µε τον ΣΥΡΙΖΑ είτε ad hoc, όπως συµβαίνει στην περίπτωση της Συµφωνίας των Πρεσπών, είτε και γενικότερα, όπως διαφαίνεται ότι θα συµβεί εάν τεθεί ζήτηµα ψήφου εµπιστοσύνης, οι εκπρόσωποι της Ν∆ µιλούν για «πλειοψηφίες-κουρελού» και για πρακτικές που πλήττουν τους θεσµούς και τη δηµοκρατία.

Σύµφωνα µε την όλη αντίληψη, ο Χάρης Θεοχάρης (φωτογραφία αριστερά) πέρασε µε πλήρη άνεση από το «ναι» στις Πρέσπες στο «ναι» στη Ν∆, αλλά το άλµα του προδίδει υπευθυνότητα. Αντίθετα, ο Σπύρος ∆ανέλλης, που θεωρεί αναγκαίο η κυβέρνηση να παραµείνει στη θέση της για να κυρώσει τη Συµφωνία των Πρεσπών, ακούει την εκπρόσωπο της Ν∆ να διατυπώνει υπαινιγµούς για τα κίνητρα όσων βουλευτών τολµούν να συνταχθούν µε τις κυβερνητικές θέσεις, ακόµα και αν αυτές είναι ταυτόσηµες µε απόψεις που επί χρόνια υποστηρίζουν.

Στην πραγµατικότητα, πίσω από αυτήν την αντίληψη των δύο µέτρων και των δύο σταθµών κρύβεται µια βαθιά προσβλητική οπτική για τον ίδιο τον κοινοβουλευτισµό, αφού η περίφηµη ελευθερία συνείδησης των βουλευτών εξελίσσεται σε «έννοιακουρελού», κενή περιεχοµένου. Θα ήταν λάθος, µάλιστα, να χρεωθεί η συγκεκριµένη αντίληψη µόνο στον χώρο της Νέας ∆ηµοκρατίας, καθώς η κοινοβουλευτική εµπειρία της Μεταπολίτευσης αποκαλύπτει ότι ο υποβιβασµός των βουλευτών σε ρόλο πειθήνιων χειροκροτητών έχει διαποτίσει το κοµµατικό σύστηµα από το δεξιό έως το αριστερό άκρο του.

Στον χώρο του Κινήµατος Αλλαγής, για παράδειγµα, όπου δεν υφίσταται καν η έννοια του συντεταγµένου κόµµατος και επελέγη ένα οργανωτικό µοντέλο πολυκοµµατικής συνεργασίας, προβάλλεται αίφνης η απαίτηση της κοµµατικής πειθαρχίας έναντι όσων διαφωνούν µε την απόφαση της ηγεσίας να καταψηφιστεί η Συµφωνία των Πρεσπών.

Αποδέκτης των πιέσεων, οι οποίες τις τελευταίες µέρες απέκτησαν και δηµόσιο χαρακτήρα, είναι ο πρόεδρος της ∆ΗΜΑΡ και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΙΝΑΛ Θανάσης Θεοχαρόπουλος, ο οποίος καλείται να συµµορφωθεί, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος και το κόµµα του έχουν τοποθετηθεί υπέρ της ανάγκης επίλυσης του «Μακεδονικού» και της συγκεκριµένης συµφωνίας.

Πρόκειται για µια επιπλέον απόδειξη των σοβαρών παρενεργειών που έχει επιφέρει στο κοµµατικό σύστηµα και στη διαδικασία της αντιπροσώπευσης η αντίληψη των στρατοπέδων και των κοµµατικών στρατών. Γιατί, όταν ακόµα και σε ταυτοτικά ζητήµατα, όπως είναι η διαχείριση των εθνικών θεµάτων, βουλευτές και εκπρόσωποι πολιτικών κινήσεων καλούνται να αφήσουν στο βεστιάριο της Βουλής τις απόψεις τους, κινδυνεύουµε να βρεθούµε µπροστά σε ένα Κοινοβούλιο που θα επικυρώνει απλώς προειληµµένες αποφάσεις και θα αποστρέφεται κάθε ιδέα σύνθεσης.

ΥΓ.: Η Ιστορία δεν γράφεται ποτέ µε «αν», αλλά θα είχε ενδιαφέρον να εκτιµήσει κανείς τι θα συνέβαινε εάν η Βουλή αποφάσιζε για τις Πρέσπες µε µυστική ψηφοφορία. Θα «πειθαρχούσαν» όλοι οι βουλευτές της Ν∆ στην επίσηµη γραµµή ή θα υπήρχαν και υποστηρικτές της (καραµανλικής) γραµµής του Βουκουρεστίου; 

Συμφωνία των ΠρεσπώνΣπύρος Δανέλλης