Απόψεις|13.01.2019 17:39

Αριστοι, αγωγιάτες, ταχυδρόµοι

Newsroom

Σε έναν λαό ταλαιπωρηµένο από τη δεκαετή Μεγάλη Υφεση, καταπτοηµένο ψυχικά από τη λοιδορία και τη στερεοτυπική συκοφάντηση των διεθνών ταµπλόιντ, σε έναν λαό µε κλονισµένη αυτοπεποίθηση, που αναζητεί χαµένα κέντρα και ταυτοτικούς πυρήνες, είναι σχετικά εύκολο να βρει ακροατήριο ο δηµαγωγός και ο παραπλανητής. Είναι εύκολο να χαϊδέψει αυτιά και ένστικτα, να τροφοδοτήσει σύνδροµα υπεραναπλήρωσης και µεγαλοϊδεατισµού, να κηρύξει το έθνος ανάδελφον και περιούσιον, και για τα δεινά του να δείξει παντού εχθρούς, εξωτερικούς και εσωτερικούς.

Σε αυτό το ρευστό έδαφος της κρίσης, τα θεµέλια της δηµοκρατίας, η ισότητα, η ελευθερία, η κοινωνική δικαιοσύνη, η αδελφοσύνη, είναι εύκολο να ενοχοποιηθούν ως υπαίτια για την απώλεια µιας φυσικής τάξης του κόσµου. Υπόρρητα και συγκαλυµµένα, αλλά συχνότερα ωµά, ο παραπλανητής θα επιτεθεί στην ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη, ταυτίζοντάς τες µε τον βίαιο εξισωτισµό και τον ολοκληρωτισµό ή τον λαϊκισµό, κατά περίπτωση, και θα εκβιάσει το απατηλό συµπέρασµα ότι για την κρίση φταίνε η ισότητα και τα κοινωνικά δικαιώµατα, ή τουλάχιστον οι «υπερβολές» και οι «καταχρήσεις» τους.

Ο παραπλανητής προτείνει εναλλακτικά ως προς τις «καταχρήσεις» της ισότητας µια αιώνια τάξη ιεραρχίας, µια κοινωνική πυραµίδα, όπου στην κορυφή στέκουν αδιαφιλονίκητα οι ελίτ, µε ισχύ φυσικού νόµου. ∆εν τις ονοµάζει ελίτ, το λέει αριστεία. Στην πραγµατικότητα, ο παραπλανητής, ο διαφηµιστής των αρίστων ελίτ, εργάζεται για µια παλινόρθωση των ολίγων, αφορµώµενος από τις κοινωνικές αναστατώσεις, τις αβεβαιότητες και τις πικρίες που επέφερε η κρίση. Υπό µία έννοια, πρόκειται για µια κατοπτρική διατύπωση του βιαίως εξισωτικού, δολίως ισοπεδωτικού, «µαζί τα φάγαµε».

Η τοιουτοτρόπως διαφηµιζόµενη αριστεία ουδεµία ουσιαστικά σχέση έχει µε την ακαδηµαϊκή αξία, τη σχολική επίδοση, τη φιλόµαθεια, το φυσικό ταλέντο, τη δίψα για προκοπή. Εχει να κάνει περισσότερο µε τη νοµιµοποίηση-φυσικοποίηση των άνισων ευκαιριών: είναι φυσικό να έχει άλλες δυνατότητες εκπαίδευσης κατά την εκκίνηση ο πλούσιος από το Πανόραµα και άλλες, πολύ λιγότερες, ο φτωχός από τη Μενεµένη είναι φυσικό και εύλογο το ακριβό ιδιωτικό σχολείο να είναι πολύ καλύτερο από το δωρεάν δηµόσιο· διότι όλα τα καλά στη ζωή είναι επί πληρωµή, όλα έχουν τίµηµα, there is no free lunch, ό,τι πληρώνεις παίρνεις κ.λπ.

Η σχετική συζήτηση φουντώνει τα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όταν επιχειρείται προγραµµατικά να εφαρµοστούν οι αρχές της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, όσο είναι δυνατόν επί των δηµοσιονοµικών ερειπίων. Γιατί τώρα και γιατί τόσο σφοδρή η αντίδραση; Εικάζω διότι η ολοένα και πιο ωµά νεοφιλελεύθερη ∆εξιά επιχειρεί να συγκροτήσει έναν νοµιµοποιητικό λόγο για την εγχώρια ολιγαρχία, έναν πατερναλισµό που θα καθησυχάζει την ανασφάλεια των ανώτερων στρωµάτων και θα εκµεταλλεύεται τη σύγχυση και την απόγνωση των ορφανών ιδεολογικά µικροµεσαίων, των νεοϋποτελών.

Η τέτοια παλινόρθωση επιχειρείται στο µεγάλο ιδεολογικό κενό που κατέλιπε επί των µικροµεσαίων η εξαέρωση του λαϊκού ΠΑΣΟΚ, και πάνω στο έδαφος απολιτικής, αταξικής ρητορικής που προετοίµασε το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ, η «ευελφάλειά» του, ας πούµε... Είναι µεγάλη συζήτηση, ελλοχεύουν υπεραπλουστεύσεις. Αλλά ας κρατήσουµε εν τάχει τα εξής: Η µεταπολεµική-µετεµφυλιακή Ελλάδα συγκροτείται πρώτιστα µε όρους κοινωνικής κινητικότητας και πολυσθένειας, και µε τη µαζική ανάδειξη νέων µορφωµένων στελεχών από τις λαϊκές και αγροτικές τάξεις, χάρη στη γενίκευση της δωρεάν δηµόσιας παιδείας και στο σκληρό πλην αντικειµενικό σύστηµα εισαγωγικών εξετάσεων στα ΑΕΙ.

Από την κοσµογονική Χαµένη Ανοιξη του '60 έως την Αλλαγή του '81 και τα πολυδιδακτορούχα παιδιά του '10, κρατάµε τούτο: οι άριστοι, οι νέες ελίτ, ήσαν εν πολλοίς οι αυτοδηµιούργητοι των λαϊκών τάξεων, που διέπρεψαν σε επιστήµες, επαγγέλµατα, επιχειρήσεις, γράµµατα. Λιγότερο στην πολιτική, εκεί ανθίστανται πεισµατικά ακόµη οι γόνοι και οι επίγονοι. Από την πολιτική, ωστόσο, αξίζει να κρατήσουµε δύο αντινοµικές πλην χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτοδηµιούργητων. Μία: «Ο Μήτσος της Ρήνης από τους Μελισσουργούς της Αρτας, ο γιος του αγωγιάτη», έτσι λοιδορήθηκε ο ∆ηµήτρης Τσοβόλας. ∆ύο: «...κ. Παπανδρέου γεννηθήκατε γιος ισχυρού πολιτικού, κ. Παπανδρέου γεννήθηκα γιος ταχυδρόµου», ανεφώνησε από βήµατος Βουλής ο Θοδωρής Ρουσόπουλος.

Τέτοιοι γιοι, αγροτοποιµένων, αµπελουργών, οικοδόµων, ναυτεργατών, µπακάληδων, δασκάλων, λιµενεργατών, τυπογράφων, είναι οι άριστοι που χτίζουν την Ελλάδα στο δεύτερο µισό του —20ού και στον —21ο αιώνα. Αυτούς εξορκίζει η ανιστόρητη υστερία περί αριστείας.

ΜεταπολίτευσηΣΥΡΙΖΑΠΑΣΟΚ