Απόψεις|06.05.2021 08:45

Βάστα πανδημία: H πρόκληση της τρέχουσας οικονομικής περιόδου

Γιάννης Μπράχος

Η ελληνική κοινωνία οδηγείται σε βίαιη αναδιάρθρωση και κοινωνική αποσταθεροποίηση ως αποτέλεσμα της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και την απαξίωση της μικρο-μεσαίας επιχειρηματικότητας στο δυστοπικό οικονομικό γίγνεσθαι.

Αποτυχία οικονομικής ανάπτυξης 

Η ΝΔ παρέλαβε την εξουσία της χώρας με γεμάτα ταμεία και δεν κατόρθωσε σε εννέα μήνες διακυβέρνησης να παραγάγει θετικά αποτελέσματα, αντίθετα ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας μειώθηκε από το τρίτο τρίμηνο του 2019. Ακολούθησε η πανδημία και η αναποτελεσματική οικονομική διαχείριση καλύφθηκε επικοινωνιακά, ενώ ταυτόχρονα προχώρησε σε διευθετήσεις του πελατειακού κράτους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστήριξε με κάθε διαθέσιμο μέσο την νέα ελληνική κυβέρνηση. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί επιδιώκουν να παρουσιάσουν την Ελλάδα ως success story, αποδεικνύοντας την επιτυχία των προγραμμάτων δημοσιονομικών προσαρμογών και στηρίζοντας την νέα συντηρητική κυβέρνηση.

Η εφαρμογή της γενικής ρήτρας διαφυγής στους προϋπολογισμούς των κρατών της ευρωζώνης προσέφερε σημαντικό πολιτικό πλεονέκτημα στην κυβέρνηση, επιτρέποντας την αύξηση των δημοσίων δαπανών και την διανομή επιδομάτων σε πληγέντες από την πανδημία κλάδους. Σε αυτό το πλαίσιο οι ευρωπαϊκοί θεσμοί επισκέπτονται την Ελλάδα για την 10η μετα-μνημονιακή αξιολόγηση, η οποία αναμένεται να είναι υγιεινός περίπατος για την κυβέρνηση. Στις συναντήσεις θα συζητηθούν: το πτωχευτικό δίκαιο, ο ΕΝΦΙΑ και ο επανυπολογισμός των αντικειμενικών αξιών, τα προνοιακά επιδόματα και η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Η έκθεση θα είναι θετική για την χώρα, ενώ θα  τεθεί χρονοδιάγραμμα υλοποίησης των ελληνικών δεσμεύσεων σε απώτερο χρόνο.

Κατά την έκθεση που θα συντάξουν οι θεσμοί μετά την ολοκλήρωση της επίσκεψης στην Ελλάδα αναμένεται σε περίοπτη θέση να αναφέρεται το Ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα συνεχίσει την υποστήριξη στο ελληνικό σχέδιο, τόσο δημοσίως όσο και μέσω διαρροών στον ευρωπαϊκό και εγχώριο τύπο.

Ταμείο ανάκαμψης και συντηρητικές μεταρρυθμίσεις

Το ελληνικό σχέδιο ανάπτυξης είναι εξαιρετικά ογκώδες και στα προβλεπόμενα χρονικά πλαίσια είναι αδύνατο να εξεταστεί σε λεπτομέρεια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με αποτέλεσμα πολλά έργα να εγκριθούν χωρίς ενδελεχή εξέταση από τις αρμόδιες ευρωπαϊκές υπηρεσίες. Το πρώτιστο ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην παρούσα φάση είναι να «κλειδώσει» η συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης και τις δεσμεύσεις που το συνοδεύουν, προκειμένου να μην υπάρξει περιθώριο μελλοντικής επαναδιαπραγμάτευσης των όρων της συμφωνίας.

Με την έγκριση του Σχεδίου Ανάκαμψης η κυβέρνηση αναμένει διακαώς την προκαταβολή του 13% των κονδυλίων και δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης, με την ταυτόχρονη επικαιροποίηση των προαπαιτουμένων για τις μελλοντικές εκταμιεύσεις των κονδυλίων. Τα προαπαιτούμενα του παρελθόντος πλέον ονομάζονται δεσμεύσεις (commitments) εκταμίευσης των ποσών του Ταμείου Ανάκαμψης. Με την συμφωνία ουσιαστικά θα δεσμεύεται η οικονομική πολιτική της επόμενης κυβέρνησης και θα διασφαλιστεί η αποπληρωμή από την χώρα μας των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης.

Η κατάσταση αυτή ανησυχεί την αντιπολίτευση, καθώς οι εκταμιεύσεις των κονδυλίων και των δανείων επιχειρείται να συνδεθούν με τις δεσμεύσεις υλοποίησης επιλογών δημοσιονομικής σταθερότητας, ασύμβατης με την αναγκαιότητα επανεκκίνησης της οικονομίας. Στον όρο δημοσιονομική σταθερότητα περιλαμβάνονται: το πρωτογενές έλλειμα 0.3% το 2022 και τα πρωτογενή πλεονάσματα 2% το 2023 και 2.5% το 2024, ώστε να παραμένει βιώσιμο το χρέος. Οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου για την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας εντάσσονται στις υπό διαβούλευση μεταρρυθμίσεις της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης.

Αντιφάσεις οικονομικής πολιτικής 

Η κυβέρνηση έως και το 2022 θα έχει το περιθώριο να συνεχίσει την επιδοματική πολιτική και να νομοθετεί μέτρα, προκειμένου να εκταμιευθούν τα ποσά του Ταμείου Ανάκαμψης. Η κυβερνητική παράταξη ευελπιστεί ότι μέσω της υλοποίησης επενδύσεων χρηματοδοτούμενων από το Ταμείο Ανάκαμψης και της επανεκκίνησης της οικονομίας θα επιτευχθούν υψηλοί θετικοί ρυθμοί οικονομικής ανάκαμψης το 2022 και το 2023, θα μειωθεί η ανεργία και αυτή η οικονομική επιτυχία θα κεφαλοποιηθεί πολιτικά στις επόμενες εκλογές.

Η πολιτική αυτή προσκρούει στα κύρια προβλήματα για την ανάκαμψη της οικονομίας, όπως η ομαλοποίηση του τραπεζικού συστήματος και το υψηλό ιδιωτικό χρέος. Η επαναλειτουργία του τραπεζικού συστήματος προϋποθέτει την εφαρμογή του πτωχευτικού δικαίου για την υλοποίηση των προγραμμάτων «Ηρακλής» 1 και 2 με επιτάχυνση των πλειστηριασμών. Επιπρόσθετα, η στήριξη των τραπεζών με δημόσιο χρήμα συνεπάγεται την ισοδύναμη εξοικονόμηση κονδυλίων κοινωνικού χαρακτήρα του προϋπολογισμού. 

Η ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους της οικονομίας στην χώρα μας θα είναι πρακτικά αδύνατη στο συγκεκριμένο χρονικό περιθώριο, καθώς το ήδη υψηλό δημόσιο χρέος δεν επιτρέπει την απορρόφηση του ιδιωτικού χρέους. Η αναζήτηση ευρωπαϊκής λύσης «απορρόφησης» του ιδιωτικού χρέους, μετά τις γερμανικές εκλογές, ακόμα και αν τεθεί προς συζήτηση θα καθυστερήσει χρονικά. 

Η ταχεία απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, κυρίως σε πράσινα και ψηφιακά έργα όπως έχουν σχεδιασθεί, θα οδηγήσει σε σημαντικές εισαγωγές, οι οποίες θα επιδεινώσουν σημαντικά το εμπορικό ισοζύγιο, ενώ η αύξηση των εξαγωγών δεν θα μπορέσει να καλύψει την έκρηξη του εμπορικού ελλείματος, δημιουργώντας το 2022 συνθήκες διπλού ελλείματος. 

Πέραν αυτών των εγχώριων δυσκολιών, οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις στις ισχυρές οικονομίες για την μετά-πανδημία εποχή θα οδηγήσουν σε αύξηση του πληθωρισμού και των επιτοκίων, εξέλιξη η οποία προοιωνίζει τον περιορισμό των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης εντός του 2022. Ο περιορισμός της ποσοτικής νομισματικής χαλάρωσης, με την σειρά του θα δυσχεράνει την ταχεία ανάκαμψη των ασθενέστερων οικονομιών, όπως η ελληνική. 

Σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον η ανισομερής ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και η διαταραχή της κοινωνικής συνοχής είναι η πρόκληση της τρέχουσας οικονομικής περιόδου.

Ευρωπαϊκή ΈνωσηπανδημίαΤαμείο Ανάκαμψηςιδιωτικό χρέος