Απόψεις|06.05.2021 19:28

Σάββας Πούμπουρας: Καλά τα είπε, αλλά δεν είχε τον τρόπο να τα εξηγήσει σωστά

Νίκος Τζιανίδης

Το μακρινό για πολλούς 1982 είναι πρόσφατο για μένα, που ως είθισται οι ανοϊκοί το παρελθόν το ‘χουν μπροστά τους και το μέλλον πίσω τους… Το μακρινό λοιπόν 1982, πέρασα το κατώφλι της εισόδου της μεγαλύτερης (τότε) εφημερίδας της Ελλάδας (και από άποψη κυκλοφορίας και από άποψη εγκυρότητας). Το να διαβείς την είσοδο της «Χρήστου Λαδά 3» - τότε που δεν ήταν εύκολες οι θύρες, αν δεν είχες μάνα και πατέρα βουλευτές- και να μιλήσεις για την πρόσληψή σου με κάποιον από τους διευθυντές τμήματος, ήταν για μας τους νέους που πιστεύαμε ότι μπορούμε να γίνουμε δημοσιογράφοι, το όνειρο που μας τίναζε από το κρεβάτι τα βράδια.

Διαβάστε επίσης: Σάββας Πούμπουρας: Η συγγνώμη μετά τις προκλητικές δηλώσεις και το «δουλέψτε τζάμπα»

Με ένα ξάστερο συναίσθημα στο νου και μια καταιγίδα στο στομάχι, πέρασα τη σιδερένια πόρτα απέναντι από το Μουσείο «Ελευθερίου Βενιζέλου», ζήτησα ταπεινά τον αρχισυντάκτη του αθλητικού τμήματος κι ένας κλητήρας με οδήγησε σ’ αυτόν (σε άλλα γραφεία, στην οδό Λέκκα τότε). Ο Θοδωρής Σγουρδαίος με κοίταξε φευγαλέα, με ρώτησε δυο τρία πράγματα για μένα κι έπειτα με… κράτησε στη Γη: «Να έρθεις να εργαστείς, αλλά να ξέρεις θα είσαι άμισθος στην αρχή. Μπορεί και για ένα χρόνο, μπορεί και για λιγότερο, αλλά οφείλω να στο ξεκαθαρίσω…».

Το καθεστώς της άμισθης εργασίας (αν δεν είχες πατέρα και μάνα φίλους του Χρήστου Λαμπράκη) ήταν τότε για τη δημοσιογραφία σύνηθες και αποδεκτό από τους νέους που τέλειωναν όπως όπως μια ιδιωτική σχολή παραγωγής δημοσιογράφων (δημόσια πανεπιστημιακού επιπέδου δεν υπήρχε ακόμη)· θεωρείτο κάτι σαν φοίτηση σε ακριβό κολέγιο η συμμετοχή σου στην έκδοση μιας εφημερίδας χωρίς αμοιβή, ακόμα κι αν η εργασία σου ήταν –όπως χαριτολογώντας έλεγαν τότε– να γράφεις για τα Φαρμακεία και τα Λαχεία…

Και ασφαλώς και δέχτηκα με συγκίνηση την πρόταση του Θοδωρή Σγουρδαίου, αλλά οι υποχρεώσεις στο στρατό με κράτησαν μακριά από το χώρο για τα επόμενα χρόνια. Το 1986 λοιπόν ξαναγύρισα με την αρωγή του σπουδαίου Μανώλη Μαυρομμάτη στη «Χρήστου Λαδά 3» και ευδοκίμησα, άμισθος επί ένα χρόνο σε θέση παραγωγική στο αθλητικό τμήμα. Ένα χρόνο άμισθος! Με μόνη απολαβή ένα μικρό επιμίσθιο για έξοδα μετακίνησης της τάξης λίγων χιλιάδων δραχμών. Εκτός μισθολογίου παρέμεινα από τον Φεβρουάριο του 1986 μέχρι την 1η Ιουλίου του 1987. Και άρπαξα την ευκαιρία και παρέμεινα στο ίδιο γραφείο επί 30 χρόνια, υψηλά αμειβόμενος!

Γιατί τα γράφω όλα τούτα και ίσως κουράζω; Για να καταλήξω πως ίσως αν τα έλεγε αυτά που είπε εκείνος ο Σάββας Πούμπουρας, περί εργασίας αμισθί πριν από 40 χρόνια, ουδείς θα ασχολείτο με τα λόγια του, γιατί για κάποιες θέσεις εργασίας -όπως αυτές στη δημοσιογραφία-  ήταν το αυτονόητο: Εργάζεσαι με ένα χαρτζιλίκι μέχρι να δέσεις για τα καλά!

Και τι είπε ο κύριος Πούμπουρας, που έπεσαν να τον κατασπαράξουν οι πάντα «υπεράνω» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που η πολιτική ορθότητα είναι τρόπος ζωής γι’ αυτούς; «Αρπάξτε την ευκαιρία αντί να κάθεστε -είπε- κι αν αξίζετε θα ανταμειφθείτε», αυτό είπε ή αυτό ήθελε να πει τέλος πάντων, αλλά χάθηκε στη... μετάφρασή του. Και τα σχόλια που ακολούθησαν περί Μαρξ και άλλες ανοησίες είναι γιατί η αλήθειες πονάνε και άμεσα πρέπει να εξαιρούνται σαν κακοήθη μορφώματα.

Από το να σέρνεσαι στις καφετέριες και στην εικονική πραγματικότητα των reality μπες σε μια δουλειά που σε γεμίζει, έστω και χωρίς αμοιβή στην αρχή και μετά βλέπεις και πράττεις. Είπε κάτι υπερβολικά παράλογο; Για τους νέους μίλησε, που περιμένουν σε σχοινοτενείς ουρές να υποβάλλουν τα βιογραφικά τους ώστε να ασκήσουν ό,τι σπούδασαν… Κι όσο περιμένουν ας πιούν και λίγους καφέδες ας περάσουν και λίγα χρόνια με τη σύνταξη του πατέρα και μετά βλέπουμε… Κάποιοι νέοι αυτό κάνουν, όταν άλλοι, πτυχιούχοι μοριακοί βιολόγοι σερβίρουν πανακότες και μοχίτο, όταν είδαν πως το «πλοίο» σαλπάρησε…

Γιατί, ποια είναι η σημερινή εικόνα της Ελλάδας -και της Ευρώπης ίσως- σε πολλών νέων τις κοινότητες; Περιμένουν -κάποιοι- την ευκαιρία να πέσει από ένα τηλεοπτικό σύννεφο: να πάνε σε reality μαγειρικής, να τους δουν ή να τουςς βρει ο πατέρας δουλειά στον κολλητό του με υψηλό μισθό κι αν όχι, θα περιμένουν και τα χρόνια περνούν και οι μετανάστες εργάζονται σε οικοδομές και δημόσια έργα και καφετέριες και ταβέρνες και σε βαριές εργασίες για ένα κομμάτι ψωμί στην αρχή και στη συνέχεια για έναν ικανοποιητικό μισθό.

Κι ο νέος που τέλειωσε Διοίκηση Επιχειρήσεων περιμένει και περιμένει και οι φρέντο πάνε κι έρχονται σαν τα καλοκαίρια και μέχρι να ανοίξει η επιχείρηση που θα διοικήσουν φθάνει ο χειμώνας…

Καλά τα είπε ο Πούμπουρας σε γενικές γραμμές, μόνο που δεν είχε τον τρόπο να τα ξεδιαλύνει και το βασικό: δεν είχε μάνα και πατέρα βουλευτές να προσδώσουν ειδικό βάρος στα λεγόμενα του…

εικονική πραγματικότητανέοιΣάββας Πούμπουραςανεργία