Απόψεις|04.07.2021 10:10

Χρόνια χωρίς προοπτική

Αντώνιος Παπαγόρας

Το 2009 Πρωθυπουργός ήταν ο Κώστας Καραμανλής και ήταν οι πρώτες εκλογές της οικονομικής κρίσης. Μέχρι και πριν από δύο χρόνια, οπότε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδισε τις εκλογές, πέρασαν ακριβώς 10 χρόνια. Ο ίδιος ανεδείχθη στον 8ο κατά σειρά Πρωθυπουργό. 

Από τα πρώτα χρόνια ύφεσης οι κυβερνήσεις που πέρασαν κρίθηκαν κυρίως ως προς την προοπτική που μπορούσαν να δώσουν. Αρχής γενομένης από τις εκλογές του 2009, καμία κυβέρνηση δεν κατάφερε να ανανεώσει τη λαϊκή εντολή έκτοτε. 

Όπως φαίνεται ξεκάθαρα, καμία κυβέρνηση δεν έχει επιτύχει μέχρι στιγμής να κερδίσει την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού ακριβώς διότι καμία δεν έπεισε ότι αν ανανεωθεί η εμπιστοσύνη στο πρόσωπό της θα δημιουργηθούν καλύτερες προοπτικές. Αναπόφευκτα και η παρούσα κυβέρνηση κρίνεται και θα κριθεί και εκλογικά, όταν έρθει αυτή η ώρα, με αυτούς τους όρους.

Η προοπτική της χώρας, όπως οι πολίτες την αισθάνονται, συντίθεται από τρία βασικά πεδία με διαφορετικούς χρονικούς ορίζοντες. Αντιστοίχως, αξιολογείται και η επίδρασή τους στον τρόπο κρίσης της κυβέρνησης. 

Η τοποθέτηση της χώρας στον νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας αποτελεί μακροπρόθεσμη προοπτική. Οι τομείς της παραγωγής ενέργειας και μεταφοράς ενεργειακών πόρων είναι οι προκλήσεις. Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση δείχνει απλά να ακολουθεί τις εξελίξεις ενώ υστερεί στην ανάληψη πρωτοβουλιών. Οι συνθήκες προς ώρας είναι οριακά ευνοϊκές, δείχνει όμως να μην προετοιμάζεται καθόλου για αρνητικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι δύο απουσίες από το Βερολίνο για το ζήτημα της Λιβύης. Φυσικά ο καταμερισμός εργασίας χρήζει πολυεπίπεδης προσέγγισης αλλά τα μέχρι σήμερα πεπραγμένα – ή και μη – είναι ενδεικτικά.

Στα δύο χρόνια ο Μητσοτάκης έχει στραφεί στον συντηρητισμό

Αμέσως επόμενο έρχεται το θέμα κατεύθυνσης της κοινωνίας. Οι κυβερνήσεις δεν αποτελούν διαχειριστές καταστάσεων και ζητημάτων αλλά τα καθορίζουν. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να παρουσιαστεί ο ίδιος και το κόμμα του ως μία κεντρώα και σε όλους τους τομείς φιλελεύθερη προοπτική. 

Στα δύο χρόνια θητείας του έδειξε ότι έχει στραφεί στον συντηρητισμό. Η επαναφορά της υποχρεωτικότητας των θρησκευτικών, οι χαριστικές ρυθμίσεις στην εκκλησία, η αδυναμία ακόμη και ίσης αντιμετώπισής της εν μέσω της πανδημίας δείχνουν ότι επέλεξε να αναγάγει τη θητεία του σε ελέω θεού. Σιώπησε δε χαρακτηριστικά σε πρωτοβουλίες τρίτων με ξεκάθαρα συντηρητική κατεύθυνση όπως η απόφαση της Ιεράς Συνόδου για την κήρυξη μέρας του αγέννητου παιδιού, λίγες μόνο μέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, διαφημιστικές καμπάνιες κατά των δικαιωμάτων των γυναικών στην άμβλωση με αποκορύφωμα το πρόσφατο «συνέδριο γονιμότητας» στα Ιωάννινα. Αυτή η στάση μπορεί να φαντάζει ιδανική στο παραδοσιακό εκλογικό κοινό της Νέας Δημοκρατίας αλλά εμπεριέχει στοιχεία Ορμπανισμού και δείχνει ότι η χώρα είναι διατεθειμένη να υποχωρήσει σε κοινωνικά κεκτημένα.

Τέλος, το σημαντικότερο και πλέον άμεσο ζήτημα δεν είναι άλλο από την οικονομική πολιτική. Η οικονομική πολιτική δεν θα κριθεί απλά στους δείκτες ανάπτυξης και δεν πρέπει να ερμηνεύονται όλα βάσει της υγειονομικής κρίσης. Ήδη, από το τελευταίο τρίμηνο του 2019 η χώρα παρουσίασε ύφεση σε σχέση με το αντίστοιχο του 2018. 

Πρώτα από όλα είναι χρήσιμο να χαρτογραφηθεί το οικονομικό τοπίο της χώρας.

Περισσότερο από 99,5% της επιχειρηματικότητας ασκείται από μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αυτές απασχολούν ποσοστό μεγαλύτερο του 85% του δυναμικού ενώ παράγουν περισσότερο του 63% της προστιθέμενης αξίας. 

Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις επλήγησαν σφόδρα από τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, κάτι που έχει άμεσα αρνητικό αντίκτυπο αφού αποτελούν την ατμομηχανή της οικονομίας και τον βασικότερο εργοδότη. Κατά την περίοδο που οι περισσότερες εξ αυτών ανέστειλαν τη λειτουργία τους, η κυβέρνηση έδειξε χαρακτηριστική αδυναμία να τις στηρίξει, τόσο οικονομικά όσο και κυρίως σε επίπεδο προσαρμογής στα νέα δεδομένα. 

Οι τάσεις δείχνουν ότι έως το 2025 περισσότερο από το 30% της άμεσης πώλησης αγαθών και υπηρεσιών θα γίνεται διαδικτυακά ενώ μέχρι το 2030 το ποσοστό θα φτάσει στο 70%! 

Η μετάβαση αυτή διαφαινόταν αλλά με πολύ μικρότερους ρυθμούς, τέτοιους στους οποίους οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να ανταποκριθούν. Στη αδυναμία μετάβασης, συνδυαστικά με την έκρηξη ιδιωτικού χρέους λόγω αδυναμίας, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα πληγούν περαιτέρω και στο άμεσο μέλλον θα μετατραπούν από φορέα απασχόλησης σε φορέα ανεργίας. 

Ταυτόχρονα, το ανταγωνιστικό έλλειμμα θα οδηγήσει στην κάλυψη μεγαλύτερου μέρους της μειωμένης αγοράς από μεγάλες επιχειρήσεις, κάτι που θα οξύνει την ανισοκατανομή εισοδήματος συμπαρασύροντας άλλους τομείς όπως η αγορά ακινήτων. Ήδη, ο δείκτης ανισοκατανομής εισοδήματος GΙΝΙ ήταν για τη χώρα μας σταθερά +2% της ΕΕ ως απότοκο της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης που και πάλι έπληξε περισσότερο τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. 

Απέναντι σε αυτούς τους ορατούς κινδύνους η σημερινή κυβέρνηση έχει επιλέξει, αντί της παρέμβασης, μία στάση δογματικής επίλυσης από την αόρατο χείρα. Αντίθετα, επέλεξε να παρέμβει απορρυθμίζοντας τις εργασιακές σχέσεις σχεδόν πλήρως, πριμοδοτώντας ουσιαστικά την ένταση εργασίας από την οποία ευνοούνται σε σχεδόν απόλυτο βαθμό οι μεγάλες επιχειρήσεις. Συνδυαστικά με τα παραπάνω, το μείγμα το οποίο διαμορφώνεται κοινωνικά είναι εκρηκτικό και το μέλλον φαντάζει δυσοίωνο. 

Η κυβέρνηση αυτή τη στιγμή δείχνει ιδιαίτερα ανθεκτική βασισμένη κυρίως στις αντιπολιτευτικές αδυναμίες του παρόντος πολιτικού συστήματος. Χωρίς όμως να αποδοθεί πραγματική προοπτική και με τις κοινωνικές ανισότητες να οξύνονται, η εικόνα για μία κραταιά κυβέρνηση μπορεί αποδειχθεί οφθαλμαπάτη.

ΣΥΡΙΖΑΚΙΝΑΛεκλογές 2019Νέα Δημοκρατίαεκλογές