Απόψεις|15.09.2021 12:58

Το τελευταία άκουσμα: Ο Μανώλης, ο Μίκης και η χορωδία

Γιώργος Μουστάκας

Δευτέρα βράδυ. Δευτέρα 30 Αυγούστου του 2021, ξημερώματα Τρίτης 31. Λίγες ώρες μετά τη θριαμβευτική συναυλία του Μανώλη Μητσιά στο Ηρώδειο για τα 50 χρόνια του, λίγες ώρες πριν ο Μίκης Θεοδωράκης δραπετεύσει για τελευταία φορά στη ζωή του, αυτή τη φορά από την ίδια την ζωή.

Αυτό το κείμενο προοριζόταν αρχικά να αποτελέσει ένα «after» για τον δωρικό και συνάμα μεγαλειώδη τρόπο που ο Μητσιάς, ο απόλυτος ερμηνευτής των μεγάλων συνθετών και ποιητών μας, γιόρτασε μελωδικά τον μισό -plus- αιώνα του στο Ελληνικό τραγούδι. Ναι, ενίοτε είναι δυνατόν. Αρκεί μία σύμπτωση! Να διασταυρωθεί η λιτότητα, η σεμνότητα ,ο σκηνικός μινιμαλισμός, το αφτιασίδοτο κάλος με το μεγάλο και το εντυπωσιακό. Αρκεί να συμπίπτουν από την μία η ποιότητα και η υψηλή αισθητική κι από την άλλη η διασκέδαση υπό την έννοια της αληθινής ψυχαγωγίας. Δομώντας από κοινού τη σκηνική αρμονία. Δίνοντας επιτέλους απάντηση στο αέναο ζητούμενο της αληθινής τέχνης (απόφθεγμα-δάνειο από τον γιο μου…).

Κι ένα άλλο δάνειο από τον Γιάννη. Μετά από 45 χρόνια στη δουλειά, είτε on-stage είτε back-stage και με εμμονή στη συλλογή στατιστικών στοιχείων, έμελλε να μάθω κάτι ξανά: «Νομίζω πως απόψε ο Μανώλης μπορεί να διεκδικήσει μια θέση στα ρεκόρ Γκίνες», μου είπε. «Σε κάθε περίπτωση, ένα είναι σίγουρο…», συνέχισε με το γνωστό χιούμορ του. «… τουλάχιστον το 67,7% του κοινού του Μητσιά (τόση είναι η φετινή ποσόστωση της επιτρεπόμενης χωρητικότητας του ρωμαϊκού ωδείου λόγω Covid) , ξέρει απ’ έξω όλους τους στίχους όλων των τραγουδιών του, από την αρχή μέχρι το τέλος ανεξαιρέτως. Ακόμη και τις παύσεις και τις ανάσες. Κι είναι και καλλίφωνο σε γενικές γραμμές».

Είναι αλήθεια, αν και το ανορθόδοξο αυτό στατιστικό στοιχείο του Γιάννη «μπάζει» λιγάκι, γιατί ναι μεν η επιτρεπτή χωρητικότητα ήταν συγκεκριμένη, αλλά εκείνο το μαγικό βράδυ τραγούδησε ακατάπαυστα μαζί με τον Μανώλη, το 100% των τυχερών που παρευρέθηκαν στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού: 3.003 άνθρωποι ακριβώς. Ναι ακριβώς, αφού η συναυλία ήταν από αρκετές μέρες πριν sold-out, μακάρι να είχε προβλεφθεί και δεύτερη (τουλάχιστον)!

Αποκαλύπτοντας τα δύο μεγάλα μυστικά της διαχρονικότητας αυτού του σπουδαίου τραγουδιστή. Το ένα αναμφισβήτητα είναι το πηγαίο και πληθωρικό ταλέντο του. Το «υποκείμενο» δηλαδή. Το έταιρο, το γεγονός ότι του εμπιστεύθηκαν τα αριστουργήματά τους, όλοι οι μεγάλοι της Ελλάδας, εκτιμώντας ταυτόχρονα με τη φωνή του και το γνωστό σε όλους μας σκηνικό του ήθος, προέκταση της φυσικής του σεμνότητας και στάσης ζωής του. Να και οι «συνθήκες» λοιπόν!

Ναι. Για αυτό τα λατρεύουν και τα ξέρουν όλοι. Γιατί αυτά τα εμβληματικά τραγούδια, δεν αποτελούν μόνον τους σημαντικότερους σταθμούς της σύγχρονης Ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας αλλά αντανακλούν και τους σημαντικότερους σταθμούς της σύγχρονης ιστορίας της χώρας μας.

Είκοσι χρόνια στο σανίδι κι άλλα εικοσιπέντε ως παραγωγός, είχα την τύχη να παίξω πολλές φορές ο ίδιος εκεί κάτω από την Ακρόπολη κι ακόμη περισσότερες να διοργανώσω εκδηλώσεις με πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες. Ποτέ μα ποτέ όμως, ούτε κι ως θεατής, δεν έτυχε να γίνω μάρτυρας ενός τέτοιου μικρού θαύματος, να παραστώ στην πιο μαζική θεία κοινωνία, να γίνω μέρος μιας τέτοιας βιωματικής εμπειρίας.

Επάνω στη σκηνή ένας άνθρωπος μόνος, όρθιος, μπροστά από την εξαιρετική ορχήστρα του. Ένας ιδιαίτερος, μοναδικός και κορυφαίος σολίστας να καταδεικνύει την τρομακτική δύναμη της μονάδας, εκπροσωπώντας το σύνολο των ομότεχνών του, την ίδια την τέχνη του. Κι απέναντί του, στο κοίλον, η μεγαλύτερη χορωδία του κόσμου, των 3.003 ατόμων, που δεν στήνεται και δεν πληρώνεται μ’ οποιοδήποτε αντίτιμο (να κι η επαγγελματική διαστροφή πάλι).

Να τραγουδά μαζί του, με την συνέχεια και την συνέπεια  που ο ίδιος επέδειξε σ’ αυτόν τον μισό αιώνα, τρεις χιλιάδες άνθρωποι να ενώνουν τις φωνές και τις ψυχές τους. Κυριολεκτικά ακατάπαυστα, τόσο που κάποιες στιγμές ο Ερμηνευτής, κατανοώντας και αποδεχόμενος χαμογελαστός το μάταιο, απλά γινόταν κι αυτός επιτέλους για μια φορά ακροατής, παρακολουθώντας έκπληκτος και ο ίδιος αυτό το τεράστιο ζωντανό παλλόμενο ηχείο.

Για δύο ολόκληρες ώρες (ναι, παραβιάσαμε για 25% τα χρονικά όρια, αλλά που να χωρέσει σε κάποια λεπτά τόσος πλούτος; Άσε που, ακόμη κι έτσι, ούτε τις μισές μουσικές αποσκευές του δεν άνοιξε ο Μητσιάς…). Από την πρώτη στιγμή με το «Στα κακοτράχαλα τα βουνά, με το σουράβλι και τον ζουρνά…» από τον «Τσάμικο» του Νίκου Γκάτσου και του Μάνου Χατζιδάκι, μέχρι και την τελευταία σταγόνα με το «… και προχωρούσα μέσα στη νύχτα, χωρίς να γνωρίζω κανέναν, κι ούτε κανένας, κι ούτε κανένας, με γνώριζε, με γνώριζε..!» του Μανώλη Αναγνωστάκη και του Μίκη Θεοδωράκη.

Τον Μίκη είχα την τιμή να τον γνωρίσω, να διοργανώσω αφιερώματα κι εκθέσεις για αυτόν από τη δεκαετία του ’90, να τον καλέσω στην Άφυτο στην Χαλκιδική παρέα με στενούς του φίλους, όπως η αείμνηστη  «φωνή της Μόσχας»-Μαρία Μπέικου και ο φοβερός και τρομερός Τάκης Κουλάνδρου. Κυρίως όμως είχα την τύχη να μιλήσω μαζί του, να ξενυχτήσω πίνοντας ένα ποτό και καπνίζοντας ένα πούρο και να ακούω για πολλοστή φορά από το στόμα του τις γνωστές, σε όσους τον γνώρισαν, ιστορίες του. Για πολλοστή φορά, μα πάντα με την ίδια ευχαρίστηση και ψυχική ευδαιμονία, αφού λειτουργούσαν πάνω και μέσα μου σαν τα παραμύθια της γιαγιάς και του πατέρα μου στο νυχτερινό μου προσκέφαλο. Ευεργετικά και γαλήνια! Στο γνωστό δώμα , στην ταράτσα του, ακριβώς απέναντι από την Ακρόπολη, να συστήνει ο ίδιος μαζί της ένα από τα σπουδαιότερα δίπολα της Ελληνικής ιστορίας. Όχι, μην τρομάζετε με την ύβρι. Σκεφτείτε το πρώτα καλά…

Δεν θα μιλήσω, όμως, άλλο για ‘κείνον, υπάρχουν πολύ πιο στενοί άνθρωποί του, πολύ καταλληλότεροι από μένα. Θέλω μόνον να καταθέσω μια μαρτυρία, που την συνειδητοποίησα με χρονοκαθυστέρηση, όταν έμαθα την είδηση του θανάτου του.

Η έμπνευση του Μανώλη Μητσιά, μετά το πρώτο ανκόρ, να αφιερώσει όλα τα τελευταία τραγούδια της συναυλίας του στον Θεοδωράκη ήταν ευφυής και σχεδόν καρμική. «Δεν είναι εδώ στο Ηρώδειο, αλλά είναι μαζί μας», είπε. «Σίγουρα μας ακούει!». Διονυσίου Αρεοπαγίτου το Ηρώδειο, Γαριβάλδη με Επιφανούς γωνία ο Μίκης , ούτε μισό τσιγάρο δρόμο δηλαδή, μ’ ένα κοίλο να φιλοξενεί τη μεγαλύτερη χορωδία του κόσμου και να τον καληνυχτίζει στο κρεβάτι του.

Ήταν σίγουρα λυπηρός ο εμφύλιος που είχε ξεσπάσει για την ταφή αυτού του σπουδαίου μουσουργού. Αναμενόμενος; Ίσως! Η χώρα ήταν πάντα επιρρεπής σε παρόμοιες διολισθήσεις κι ο Μίκης αυτό το γνώριζε καλά. Όμως ένα είναι το σίγουρο. Εκείνο το βράδυ, μακριά από πρωτόκολλα και επιθυμίες, ο Μητσιάς πρόσφερε την ευκαιρία σε έναν σπουδαίο «ευεργέτη» του, πριν κλείσει για πάντα τα μάτια, ν’ ακούσει για τελευταία φορά, ζωντανά τα τραγούδια του από έναν ιδανικό ερμηνευτή τους, που τον αγάπησε και τον εμπιστεύθηκε. Συγκλονιστικό!

«Άξιος» φώναξε σύσσωμη η «χορωδία» στον Μανώλη Μητσιά στο τέλος. Ναι, «άξιος» Μανώλη, που υπηρέτησες με σεμνότητα, πίστη και συνέπεια μεταξύ όλων των άλλων και το διαχρονικό, το ασύλληπτο έργο του Μέγιστου Έλληνα, αυτού του θεμελιώδους ογκόλιθου της σύγχρονης Ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας, αυτού του Τιτάνα του παγκόσμιου, του οικουμενικού πολιτισμού, αυτού του μεγάλου αγωνιστή του πνεύματος και της ζωής.

Αχ τυχερέ Μανώλη, που τόσο ανταμείφθηκες από τους σπουδαίους και μεγάλους στην τέχνη σου.

Αχ τυχερέ Μανώλη, που συντρόφευσες για στερνή φορά τον Μίκη με το λυρικό σου κατευόδιο.

Αχ τυχερέ Μίκη που πήρες μαζί σου «Το Τελευταίο σου άκουσμα».

Τύχη και αξιοσύνη μαζί.

Μίκης Θεοδωράκης