Απόψεις|25.01.2019 13:39

Μια συλλογική άµυνα κι όχι μόνο στην άρνηση του αιτήµατος της Χρυσής Αυγής

Πάνος Θεοδωρίδης

Κάθε λογής φύλακες που πρέπει να προλάβουν µια ξαφνική «κακιά ώρα» – µια αιφνίδια ανάφλεξη, ακόµη κι αν πρόκειται για µια µολότοφ στο σπίτι µιας εκπροσώπου του Κοινοβουλίου. Παρακολούθησα µε άκρα προσοχή και σηµειώσεις τις συνεδριάσεις της Επιτροπής και της Ολοµέλειας της Βουλής.

Μου έµεινε η εντύπωση αναµασήµατος επιχειρηµάτων και προφανούς καταπάτησης του χρόνου οµιλίας, καθώς οι οµιλητές προσέθεταν και προσέθεταν αιτιολογίες (ή δικαιολογίες) χωρίς ίχνος ρητορικής δεινότητας. Μόνο στην άρνηση του αιτήµατος της Χρυσής Αυγής εναντιώθηκαν µε θέρµη. Είναι κάτι κι αυτό, αλλά φοβάµαι πως είναι πολύ λίγο και πολύ αργά.

Με µια λέξη, όσο γίνεται πιο αβρή: υπήρξε νευρικότητα, που επέτρεπε σφήνες ειρωνείας και γενικής αµφισβήτησης. Νόµιζα πως αυτά ανήκαν σε άλλες εποχές, προχουντικές, όταν η πόλωση δεν ήταν προνόµιο της Βουλής, αλλά είχε ξεχυθεί στους δρόµους και τους διαδρόµους. Ηταν χρόνια που η ψυχραιµία είχε πάει περίπατο και εκ των υστέρων είχαµε µάθει πως υπήρξαν παρασκηνιακά ενέργειες µείωσης της έντασης, αλλά τότε κανείς δεν πρόλαβε, καθώς η µία δικτατορία, που φοβούνταν οι πολλοί, αντικαταστάθηκε από µία άλλη δικτατορία, που κανένας δεν περίµενε.

Στα Βαλκάνια αναµορφώνεται και σχηµατίζεται, µε πρωτοβουλία της Ατλαντικής Συµµαχίας, µια αναδιάταξη ενός συµµαχικού άξονα, που επεκτείνεται και σε χώρες και περιοχές όπου δεν είχε ευδοκιµήσει. Η Ελλάδα, επί 65 χρόνια µέλος του ΝΑΤΟ, έπρεπε να είναι η τελευταία χώρα που θα είχε πρόβληµα. Κι όµως έχει. Χωρίς να υπάρχει έστω και διάδοση πολεµικής απειλής, πλην των γνωστών απειλών από την Τουρκία.

Μεγάλο το βάρος και η ευθύνη του πολιτικού κόσµου, που δεν λύνεται µε µετρηµένα κουκιά και εξειδικευµένες στρατηγικές. ∆ιότι είµαστε σε βαρύ προεκλογικό έτος και η µοίρα όλων µας είναι στα χέρια όλων µας, ως ψηφοφόρων. ∆εν είναι κακή ιδέα, νοµίζω, η σύµπηξη από τα πολιτικά κόµµατα µιας συλλογικής άµυνας για την οριοθέτηση των προβληµάτων που µπορεί να βλάψουν τη δηµοκρατία µας.

Θεοδώρα Τζάκρη