Απόψεις|25.10.2021 08:55

Ευρωπαϊκή Ένωση και γερμανική πολιτική

I.N. Μαρκόπουλος

Το «Γερμανικό Ζήτημα» (“The German Question”) – άμεσα συναρτημένο, κατά τον 19ο αιώνα, με το ζήτημα της ενοποίησης της Γερμανίας, τη θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη και τη σχέση της με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπως και με το συνοδεύον την ενοποίηση της Γερμανίας ερώτημα «Τι είναι η Γερμανία;» – συνεχίζει, όπως φαίνεται, να κατατρύχει, ρητά ή υπόρρητα, τη γερμανική και ευρωπαϊκή ιστορία, τη σχέση της Γερμανίας με τον εαυτό της και την Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και τη σύνολη πολιτική της ΕΕ.

Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και τη σύγχρονη γερμανική ενοποίηση, το ιστορικά, σταθερά παρόν αυτό ερώτημα, εμφανίζεται ιδιαίτερα ισχυροποιημένο όσο και συνδεδεμένο με τους φόβους, στην Ευρώπη, αλλά ακόμη και στην ίδια την Γερμανία, για την εγκαθίδρυση μιας γερμανικής Ευρώπης αντί της συμμετοχής στην ΕΕ μιας ευρωπαϊκής Γερμανίας.

Πέρα από την πληθώρα των διαφόρων σύνθετων και ως ένα σημαντικό βαθμό πρωτόγνωρων προβλημάτων, που η ΕΕ έχει να αντιμετωπίσει στο δρόμο της προς μία ουσιαστική της ενοποίηση, ο ιστορικά και ιδεολογικά φορτισμένος πειρασμός για ευρωπαϊκή ηγεμονία, στον οποίο ενίοτε φαίνεται να ενδίδει η σύγχρονη γερμανική πολιτική, είναι ίσως ένα από τα σημαντικά ζητήματα, που συνεχίζει να απασχολεί τη γερμανική και την ευρωπαϊκή πολιτική και διανόηση.

Ανατρέχοντας στο διάσημο Λετονό κοινωνιολόγο, πολιτικό φιλόσοφο και ιστορικό των ιδεών Isaiah Berlin (1909-1997), και στο βιβλίο του «Οι ρίζες του Ρομαντισμού» (Μτφρ. Γ. Παπαδημητρίου, Αθήνα: Scripta, 2000, σσ. 73-75, 81 και 174) διαβάζουμε σχετικώς: «Η αλήθεια είναι ότι οι Γερμανοί, κατά τον δέκατο έβδομο και τον δέκατο όγδοο αιώνα, αποτελούσαν έναν κύκλο, τρόπον τινά, οπισθοδρομικό». Ιδιαίτερα, όπως υπογραμμίζει ο Berlin, ο Τριακονταετής Πόλεμος, στον οποίο συμμετείχαν, από την αντίθετη πλευρά, και γαλλικά στρατεύματα, επέφερε στην Γερμανία τόσο θανατικό και τόσο βαθιές καταστροφές που «συνέτριψε το πνεύμα της σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε ο γερμανικός πολιτισμός κατέληξε να περιοριστεί και να διασπαστεί σε όλες εκείνες της μικρές και αποπνικτικές επαρχιακές αυλές». Υπό αυτές τις συνθήκες «είχε αρχίσει να εκδηλώνεται ένα ευρέως διαδεδομένο σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι σε όλα τα μεγάλα και προοδευτικά κράτη της Δύσης, και πιο συγκεκριμένα απέναντι στη Γαλλία, το ολόλαμπρο εκείνο κράτος που είχε καταφέρει να συντρίψει και να ταπεινώσει τους Γερμανούς».

Αν στο βαθύ, πολύπλευρο πολιτισμικό, πρωτίστως, χάσμα που δημιουργήθηκε μεταξύ Γάλλων και Γερμανών, ή αν θέλετε – πράγμα που επίσης έμμεσα υποστηρίζει και ο Berlin – μεταξύ θιασωτών του Καθολικισμού και του κινήματος του Διαφωτισμού, από τη μια μεριά, και του Προτεσταντισμού και του κινήματος του Ρομαντισμού (ως η Γερμανική, εν μέρει απάντηση στο θριαμβεύοντα τότε γαλλικό Διαφωτισμό), από την άλλη, προσθέσουμε τη Γαλλική Επανάσταση, που λόγω των ναπολεόντειων πολέμων που ακολούθησαν επέφερε μια έκρηξη του γερμανικού εθνικισμού, τότε, συνυπολογίζοντας τη γερμανική πολεμική ήττα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με την ταπεινωτική για τη Γερμανία συνθήκη των Βερσαλλιών αλλά και όσα τρομακτικά συνέβησαν κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε αρκετά ζητήματα για την μελλοντική πορεία της ΕΕ παίρνουν μια άλλη διάσταση.

Πιστεύω ότι, υπό το συγκεκριμένο αυτό διασαφηνιστικό και ερμηνευτικό πλαίσιο, θα μπορέσουμε πιο ξεκάθαρα ίσως να κατανοήσουμε, γιατί όλες οι σύγχρονες μεγάλες πολιτικές φυσιογνωμίες, όσο και η διανόηση, σε Γαλλία και Γερμανία, θεωρούν μια αποδοτική συνεργασία μεταξύ των δύο αυτών μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών ως τη βασική προϋπόθεση για μία ουσιαστική και επιτυχημένη μελλοντική Ευρωπαϊκή Ένωση;

Ίσως θα μπορέσουμε επίσης  να κατανοήσουμε – με βάση και όσα σχετικώς παραθέτει, για τον Habermas, ο Simon Glendinning, Καθηγητής της Ευρωπαϊκής Φιλοσοφίας στο LSE, στο άρθρο του “Nietzsche, Europe and the German question”– (https://blogs.lse.ac.uk/europpblog/2015/10/01/nietzsche-europe-and-the-german-question/)

α) Γιατί υπάρχει ο ενδεχόμενος κίνδυνος για τη Γερμανία, κατά τον Habermas, «να υποκύψει στους μοιραίους πειρασμούς των φαντασιώσεων ισχύος (...) για ένα ημι-ηγεμονικό status», στην Ευρώπη;

β) Γιατί επομένως, επίσης κατά τον Habermas, «η Γερμανική κυβέρνηση κρατάει στα χέρια της την τύχη της ΕΕ», θέση που ο Glendinning άμεσα συσχετίζει με το «Γερμανικό Ζήτημα;» και

γ) Πόσο ουσιαστικής σημασίας είναι, επίσης κατά τον Glendinning, η αρχαιοελληνική φιλοσοφική και πολιτισμική, γενικότερα, κληρονομιά, θεωρημένη υπό διαφορετικό κάθε φορά πρίσμα, για Γερμανία και Γαλλία, για την ευρωπαϊκή πορεία.

Ως εναύσματα περαιτέρω προβληματισμού μόνο, και όχι ως τελειωτικά αποκρυσταλλωμένες θέσεις, θα επιθυμούσα, όπως άλλωστε πάντα, να θεωρηθεί και η παρούσα αυτή αρθρογραφία μου.

ΓερμανίαΕυρωπαϊκή Ένωση