Απόψεις|15.03.2022 09:57

Ένας άδικος πόλεμος και οι συνέπειές του

Χάρης Θεοχάρης

Σε σχέση με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και στο πλαίσιο μιας απόπειρας να αποτιμηθούν οι ευρύτερες συνέπειες που επιφέρει ο πόλεμος, θα ξεκινούσα από δύο θεμελιώδεις παραδοχές: Πρώτον, ότι η εισβολή θα μπορούσε και, οπωσδήποτε, θα έπρεπε να έχει αποφευχθεί. Δεύτερον, ότι ο άστοχος και αδικαιολόγητος πόλεμος στην Ουκρανία χωρίζει τη σύγχρονη ιστορία, τον 21ο αιώνα αν προτιμά κανείς, σε δύο περιόδους. Την προ και την μετά της ρωσικής εισβολής. Πρόκειται για ένα γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας με προεκτάσεις και αντίκτυπο θα νιώθουμε για δεκαετίες στο μέλλον.

Στην παρούσα φάση, τα άμεσα και κύρια αποτελέσματα της κρίσης, όπως αυτά διακρίνονται ενόσω ο πόλεμος μετρά ήδη αρκετές ημέρες, θα μπορούσαμε να πούμε πώς είναι τα εξής:

Πρώτον, παρατηρούμε τη θραύση της συνεργασίας -κυρίως σε θέματα ενέργειας-Μόσχας-Βερολίνου. Οι γερμανικές επενδύσεις σε ενεργειακούς κολοσσούς της Ρωσίας, οι συνέργειες που αναπτύσσονταν ανάμεσα σε εταιρείες γερμανικών και ρωσικών συμφερόντων, τόνιζαν συμβολικά την ύπαρξη και τη δυναμική αυτής της συνεργασίας. Έως και πριν από την εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία, φαινόταν βέβαιο ότι σχηματιζόταν μια συμμαχία, η οποία θα συνέδεε τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της Ρωσίας με την τεχνολογική υπεροχή της Γερμανίας. Τώρα πλέον, όμως, η Γερμανία προχωρά σε μια θεαματική αναστροφή πολιτικής. Απόδειξη γι' αυτό είναι το τεράστιο, άνευ προηγουμένου σε μέγεθος, εξοπλιστικό πρόγραμμα ύψους 100 δισ. ευρώ, το οποίο ανακοίνωσε ο Καγκελάριος Όλαφ Σολτς.

Όταν η Γερμανία προχωρά σε μια τόσο μεγάλη εξοπλιστική δαπάνη, δίνει ένα ξεκάθαρο και ηχηρό μήνυμα εκ μέρους ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι δεσμοί με τη Ρωσία διαρρηγνύονται, η ΕΕ, παρά τους δισταγμούς, ακολουθεί στρατιωτική κατεύθυνση και ένας άλλος άξονας, ο Γαλλο-γερμανικός, μοιάζει έτοιμος να λειτουργήσει ξανά. Οι δύο μεγαλύτερες δυνάμεις της Ενωμένης Ευρώπης, η Γερμανία και η Γαλλία, βρίσκονται και πάλι σε τροχιά στρατηγικού συντονισμού.

Το δεύτερο αποτέλεσμα της ουκρανικής κρίσης είναι η ανάδειξη ως κυρίαρχου του δόγματος της στρατηγικής αυτονομίας για τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Πρόκειται για το δόγμα που υποστηρίζουν -και μάλιστα έμπρακτα και δυναμικά- ο Πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν από κοινού με τον Έλληνα πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη. Απόρροια της κοινής πίστης στο δόγμα της στρατηγικής αυτονομίας είναι το ελληνογαλλικό σύμφωνο στενής στρατιωτικής συνεργασίας για την άμυνα και την ασφάλεια. Εξαιτίας της εισβολής των στρατευμάτων του Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία, το αμυντικό δόγμα Μακρόν-Μητσοτάκη γίνεται αυτομάτως το δόγμα που υιοθετεί η Ενωμένη Ευρώπη.

Μάλιστα, η συνεργασία της χώρας μας με τη Γαλλία βρίσκεται στη φάση της ανάπτυξης, καθώς δεν έχουν υλοποιηθεί ακόμη όλα όσα προβλέπονται σε ειδικούς τομείς, όπως φερ' ειπείν η εξωτερική πολιτική ή ενεργειακή ασφάλεια. Παρεμπιπτόντως, στο σημείο αυτό θα μπορούσα να σημειώσω, εν είδει παρένθεσης, πως όταν μιλάμε για ενεργειακή ασφάλεια στον 21ο αιώνα δεν πρέπει να σκεφτόμαστε μόνο τους υδρογονάνθρακες (πετρέλαιο, φυσικό αέριο κ.λπ). Η χρήση και άρα η ζήτηση, όπως και η παραγωγή ορυκτών καυσίμων προβλέπεται ότι θα φθίνουν τις επόμενες δεκαετίες, όπως και το μερίδιό τους στο ενεργειακό ισοζύγιο. Γι' αυτό, λοιπόν, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας νέα υλικά και ενεργειακές λύσεις, πχ τις σπάνιες γαίες και τις μπαταρίες, έναν τομέα όπου η εξέλιξη καλπάζει, με πρωτοπόρους τις ΗΠΑ και την Κίνα.

Ως τρίτο σοβαρό αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία θα επισήμαινα το ρόλο του ΝΑΤΟ. Πιστεύω ότι η Βορειοατλαντική Συμμαχία είναι αναγκασμένη εκ των πραγμάτων να αναθεωρήσει άρδην τη στρατηγική και τα όρια των επεμβάσεών της, έτσι ώστε να βρει έναν νέο λόγο ύπαρξης. Προς αυτή την κατεύθυνση δεν πιέζει μόνο η εν εξελίξει σύρραξη, η απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων κ.λπ, αλλά και οι δυναμικές πρωτοβουλίες μεμονωμένων ηγετών, όπως ο πρόεδρος Μακρόν.

Η τέταρτη συνέπεια του πολέμου, ασφαλώς μετά από την αμιγώς ανθρώπινη τραγωδία, είναι και η περισσότερο αρνητική. Αναφέρομαι στις οικονομικές επιπτώσεις. Η άμεση και προφανής εξ αυτών είναι η άνοδος στο κόστος της καθημερινής ζωής. Το ότι ακριβαίνουν τα τρόφιμα είναι ένα επιπλέον χτύπημα για όλο τον κόσμο σχεδόν, κατεξοχήν όμως για τον άμαχο πληθυσμό και τα φτωχότερα κράτη. Ο οικογενειακός προϋπολογισμός για εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους τινάζεται στον αέρα, προκαλώντας βίαιους κλυδωνισμούς στην κοινωνική ειρήνη και συνοχή.

Συναφές προς αυτό, είναι το ότι ο γενικότερος πληθωρισμός έρχεται για να μείνει. Και, μάλιστα, θα πλήττει τις εθνικές οικονομίες για ένα χρονικό διάστημα το οποίο τώρα δείχνει πως θα είναι πολύ μεγαλύτερο από ό,τι θα περιμέναμε πριν από την εισβολή. Άρα, θα πρέπει οι οικονομίες να προετοιμαστούν για παρατεταμένο πληθωρισμό και πολιτικές τις οποίες είχαμε ξεχάσει, όταν υπήρχε σχετική σταθερότητα των τιμών.

Τέλος, ακόμα και μια νέα παγκόσμια ύφεση δεν μπορεί να αποκλειστεί -αν και, προφανώς, αυτό θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια του πολέμου, τη διάρκεια των οικονομικών κυρώσεων που επιβάλλονται στη Ρωσία κ.λπ. Διότι, δυστυχώς, ακόμη και οι κυρώσεις συμβάλλουν στο να στρέψουν την παγκόσμια οικονομία προς αρνητικά πρόσημα και δη σε μακροχρόνιο ορίζοντα

πόλεμοςΡωσίαΟυκρανία