Απόψεις|10.02.2019 19:43

Ο Τσίπρας, οι Μαλδίβες κι εγώ

Χρήστος Ξανθάκης

Οτι υποφέρουµε, ότι ταλαιπωρούµαστε, ότι κάναµε παξιµάδι το σκατό µας και το εναποθέσαµε µε θλίψη στην ψωµιέρα. Οτι ανοίγουµε το πορτοφόλι, ρε φίλε, και αντί να πέφτουν ρύζι τα πεντακοσάρικα, σκάνε µύτη κάτι ψωραλέοι σκώροι και µας ζητάνε τον λογαριασµό γιατί τους διακόψαµε τη σιέστα. Μπούρδες λέω εγώ!

Εναν σκασµό λεφτά βγάζουµε, πάνω και κάτω από το τραπέζι, µπρος και πίσω από τις κουίντες. Τρέχουν τα µισθά, πέφτουν τα επιµίσθια, ροβολάνε τα κάθε είδους τυχερά. Πρώτες µούρες είµαστε, καλοπληρωτές, στις τράπεζες µπαίνουµε κι έρχεται ο διευθυντής να µας σφίξει το χέρι. Και ο ταµίας πλατύ χαµόγελο, αντί να γαµωσταυρίζει από µέσα του τους µπαταχτσήδες που ψάχνονται πάλι για δάνεια. Πολλά λεφτά σε λέω, από τα µπατζάκια κάνουν βόλτα ως τα φρεάτια. ∆εν είναι τυχαίο λοιπόν που βρέθηκα στις Μαλδίβες, συν γυναιξί και γάτοις. ∆ηλαδή τα γατιά δεν θέλανε, αλλά πώς να τα παράταγα µόνα τους είκοσι µέρες στο διαµέρισµα ή στο pet hotel να βλαστηµάνε και να µου χαλάνε το κάρµα; Τα πήρα κι αυτά, αεροπλάνο-ξαεροπλάνο, τουλάχιστον είχαν µια παραλία ολόκληρη για να κάνουν την ανάγκη τους. Και δώσε µοχίτο!

Οπότε πέρναγα υπέροχα, χαλαρός και λάιτ, µέχρι και τον Παναθηναϊκό κόντευα να ξεχάσω. Και όπως ήµουν στο µπαλκόνι και χάζευα τα διερχόµενα κωλ..., συγνώµη τους κοκοφοίνικες, έσκασε η είδηση η τροµερή: Πραξικόπηµα στις Μαλδίβες, µπαµ και µπουµ οι κουµπουριές, χαµός Κυρίου, πυρά αδέσποτα, τα κεφάλια µέσα, µέντες κλάσαµε! Είχα να το ζήσω από 21η Απριλίου 1967 και τότε ήµουνα τριών ετών, τι να καταλάβω; Θα καθόµουνα µε δεµένα τα χέρια, κυρίες και κύριοι; ∆εν νοµίζω ολόκληρος ρεπόρτερ Ξανθάκης να κάνω την κότα µε τα κλωσσόπουλα. Μια και δυο, σηκώνω το κινητό και αρχίζω τα τηλέφωνα στους παλιούς συντρόφους.

Παίρνω Σκουρλέτη, του λέω «σώσε µε», µου λέει «θα συγκαλέσω Κεντρική Επιτροπή», παίρνω Βούτση, µου λέει «να το περάσω πρώτα από την Ολοµέλεια», παίρνω Φίλη, µου λέει «προηγείται ο σοσιαλισµός», παίρνω Κοντονή, µου λέει κάτι ζακυνθινά, χαµπάρι δεν πήρα. Μπλέξιµο µεγάλο και από πουθενά σωτηρία. Ηµουν αναγκασµένος να κάνω το µεγάλο βήµα… Ντριν, ντριν το τηλέφωνο, παίρνω Καµµένο. «Πανάρα, κάνε κάτι», του λέω, «είµαι εγκλωβισµένος!».

«Μαλδίβες µου ήθελες, µωρή τσουτσού», µου λέει, «δεν σου έφτανε η Αιδηψός». «Θα πάω κι από κει», του απαντάω, «αρκεί να µε πάρεις από δω». «Κάτσε», µου λέει, «κι έχω εύκαιρη µια διµοιρία ΟΥΚ, τους είχα στείλει να µου φέρουν ψωµί απ’ τον φούρνο». «Ζυµωτό;» τον ρωτάω. «Εµ τι, ρε µαλάκα», µου λέει, «πολύσπορο;». Και κάπως έτσι έκλεισε το ντιλ και γυρίσαµε µέσα στη µαύρη νύχτα στην Τανάγρα. Και όπως προσγειωθήκαµε και πήγα να βγω, κοιτάω το σχέδιο πτήσης και βλέπω «Tsipras and family». «Μήπως το παρακάνουµε;» ρωτάω τον πιλότο. «Και τι σε νοιάζει;», µου απαντάει, «εδώ ο άλλος έγραψε Τριανταφυλλίδης!». Κούνησα το κεφάλι µου, τον ευχαρίστησα και µπήκα στο ΡΕΟ. Οι γάτοι δεν σταµάτησαν ούτε στιγµή να γκρινιάζουν...

Αλέξης Τσίπρας