Απόψεις|28.02.2019 11:01

Τσικνοπέμπτη: Όταν γιόρταζαν οι γειτονιές κι αντάμωναν οι παρέες

Ερση Βατού

Στα γυαλάδικα του Πειραιώς δούλευε από το ξημέρωμα, μέσα στα χημικά. Αγαπούσε αυτή την ιδιότυπη κόλαση γιατί μέσα από αυτήν γεννούσε αγγέλους. Έφτιαχνε με τα ροζιασμένα χέρια και τα μαύρα από τον καπνό δάχτυλα αριστουργήματα. Ποτηράκια χαραγμένα πόντο πόντο αλλά και πρες παπιέ με τα αρχικά των παιδιών του και ροζετούλες όπως τις είχε φανταστεί. Κάμωνε με δεξιοτεχνία μικρά μπιμπελό από χρωματιστό φυσητό γυαλί και γυαλένια, βόλους, που έπαιρναν τη θέση τους στο σερβάν κατόπιν εντολής της γιαγιάς και χάνονταν μυστηριωδώς όταν κανένα παιδί ερχόταν στο σπίτι.

Εύκολα βρισκόταν ο ηθικός αυτουργός, σκυμμένος πάνω από το χώμα στον δρόμο να γίνεται ένα μαζί τους και να παίζει το παιχνίδι τους. Αν καμιά μέρα του χειμώνα γλύκαινε ο καιρός και το σπίτι άνοιγε για τη λάτρα, αποκαλύπτονταν οι συρόμενες τζαμένιες εσωτερικές πόρτες όπου ήταν χαραγμένες οι φιγούρες των εγγονιών. Το κορίτσι με τα κοτσιδάκια και τα κορδελάκια χαμογελαστό να κάνει κούνια ανεμίζοντας το φουστανάκι του, τα ποδαράκια του μέσα σε λευκά παπούτσια με μπαρέτες. Το αγόρι με το κοντό παντελόνι και μια μπάλα στα χέρια, πρόσωπο γεμάτο αδημονία για το παιχνίδι που θα ακολουθούσε. Σ’ εκείνο το μικρό σπίτι κοντά στο εργοστάσιο της Κοπής, μεγάλωναν παιδιά οι Μικρασιάτες με το τίποτα. Λίγα και καλά. Καθαρά, φροντισμένα και δωρισμένα με αγάπη.

Η Τσικνοπέμπτη ήταν μια ξεχωριστή μέρα. Κάνανε πάντα το κουμάντο τους ώστε να μπει καλό κρέας στο σπίτι και να κεραστούν όλοι. Δικοί, φίλοι και γείτονες. Το κρασάκι σε ένα τραπέζι έξω στην αυλή από νωρίς και τα κάρβουνα ακουμπισμένα πλάι στην ψησταριά. Στο κουζινάκι κάτω από την σκάλα ο βοηθός ετοίμαζε πιπεριές καυτερές στο τηγάνι. Δεν ήταν το φαΐ όμως η μόνη τους έγνοια. Στο σχοινί της μπουγάδας είχαν απλωθεί αξημέρωτα για να αεριστούν ασύνδετα κομμάτια ρουχισμού που σύντομα θα έπαιρναν τη μορφή μιας ευρηματικής αποκριάτικης φορεσιάς. Ή και περισσότερων. Ένα παλιό σακάκι, μια καμισόλα, ένα τσίτι κοντό, ένα μισοσκισμένο καλσόν δίχτυ, μια συφοριασμένη ξανθιά περούκα, ένα ζευγάρι γάντια που δεν αναγνώριζαν πια το ένα το άλλο.

Με γέλια, πειράγματα και τραγούδια της παλιάς και νέας πατρίδας, μικρασιάτικα και ρεμπέτικα, την αλατσατιανή «Γιωργίτσα» και την «Ελένη τη ζωντοχήρα», ο παππούς η γιαγιά και οι φίλοι τους έκαναν Αποκριές. Ντύνονταν με ό,τι είχαν και συμπλήρωμα λουλούδια ή λαχανικά σε επίδικα σημεία, εντεψίζικα όπως τα λέγανε, και πιάναν να ψήσουνε να φάνε και να γλεντήσουν. Κι εκείνοι και οι απέναντι και οι δίπλα. Και γιόρταζε η γειτονιά την μέρα αυτή για χρόνια πολλά πριν μπει στη ζωή μας η σιωπή, η δυσπιστία και ο φόβος για τον άγνωστο. Φευγάτοι εκείνοι πια. Και ‘μεις ίσως πιο πολύ.

Τσικνοπέμπτη