Απόψεις|02.03.2019 14:58

Γιατί κάποιος που καταδικάζεται χωρίς κανένα ελαφρυντικό αφήνεται ελεύθερος;

Νίκος Μάστορας

Μόλις δύο µέρες µετά την καταδίκη του Νίκου Γεωργιάδη και τη µετατροπή µιας τόσο ελεεινής ιστορίας σε µία ακόµα πολιτική αντιπαράθεση, το «Χαµόγελο του Παιδιού» διοργάνωσε ∆ιεθνές Συνέδριο µε θέµα τη «σεξουαλική κακοποίηση παιδιών» υπό την αιγίδα του Πανεπιστηµίου Αθηνών µε την υποστήριξη των πρεσβειών του Ηνωµένου Βασιλείου και της Σουηδίας.

Οι εργασίες του συνεδρίου ανέδειξαν τη δραµατική έκταση που λαµβάνει το φαινόµενο σε παγκόσµιο αλλά και εθνικό επίπεδο. Ενδεικτικά, µόνο στην Ελλάδα, σύµφωνα µε την έρευνα BECAN για την έκθεση των παιδιών στη βία, ένα στα έξι παιδιά κατά τη διάρκεια της ζωής του θα υποστεί κάποια µορφή σεξουαλικής βίας, ένα στα 13 παιδιά θα υποστεί και σωµατική επαφή από τους δράστες, ενώ ένα στα 30 παιδιά θα βιώσει την εµπειρία βιασµού ή απόπειρας βιασµού.

Την ίδια στιγµή σε διεθνές επίπεδο, σύµφωνα µε τον Παγκόσµιο Οργανισµό Υγείας, ένας στους τέσσερις ενήλικες έχει κακοποιηθεί ως παιδί, ενώ σε ποσοστό 80% η σεξουαλική κακοποίηση προέρχεται από άτοµα στο οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον του παιδιού, «υπεράνω κάθε υποψίας».

Ο πρωτοπόρος στην επιστηµονική έρευνα του φαινοµένου για περισσότερες από 4 δεκαετίες, καθηγητής Κοινωνιολογίας David Finkelhor, στάθηκε ιδιαίτερα στην αναποτελεσµατικότητα των προγραµµάτων που αφορούν στο σκέλος της θεραπείας των δραστών.

«Οι πολιτικές αυτές έχουν αποδειχτεί ιδιαίτερα δαπανηρές για τα κράτη, ενώ η θεραπεία των δραστών δεν φαίνεται να µειώνει την πιθανότητα επανάληψης του εγκλήµατος στο µέλλον» τόνισε χαρακτηριστικά. Κι εδώ δηµιουργείται µια απορία, άσχετη µε την πολιτική διάσταση της υπόθεσης Γεωργιάδη. Ο οποίος, θυµίζω, καταδικάστηκε πρωτοδίκως για ασέλγεια σε ανήλικο άνω των 15 ετών έναντι χρηµατικής αµοιβής, που αφορούσε επαφές του µε τρία αγόρια ηλικίας 15, 16 και 17 ετών.

Το εύρος των ποινών που προβλέπονται είναι ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ένα έτος και χρηµατική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ ανά περιστατικό. Για το πρώτο θύµα τού επιβλήθηκε ποινή 16 µηνών και για τα άλλα δύο ποινή 12 µηνών για το καθένα και κατά συγχώνευση ποινή 28 µηνών. Ακόµη του επιβλήθηκε χρηµατική ποινή για κάθε θύµα ύψους 10 χιλιάδων ευρώ, κατά συγχώνευση 20 χιλιάδες ευρώ. Συνεπώς βλέπουµε ότι το δικαστήριο επέβαλε τις ελάχιστες ποινές. Επιπλέον, έδωσε αναστολή στην έφεσή του.

Οπότε το ερώτηµα είναι εύλογο: -Για ποιο λόγο ένα δικαστήριο, ενώ καταδικάζει κάποιον χωρίς κανένα ελαφρυντικό για τέτοιο αδίκηµα ενώ εκείνος αρνείται τις πράξεις -κι άρα δεν µετανοεί-, του επιβάλλει ταυτόχρονα την ελάχιστη ποινή και τον αφήνει και ελεύθερο; Είναι συνήθης αυτή η αντίφαση; Κι αν, όπως είπε ο Finkelhor, ούτε καν η θεραπεία δεν µειώνει την πιθανότητα επανάληψης του εγκλήµατος στο µέλλον, θα τη µειώσει η επιείκεια; Ή µήπως κάνουν πολιτική τα δικαστήρια;

Νίκος Γεωργιάδης