Απόψεις|09.03.2023 18:41

«Ξέρεις πού είναι το παιδί μου;»

Μίλτος Σακελλάρης

Σίγουρα δεν είναι εύκολο να περπατάς δίπλα σε συντρίμμια. Δεν είναι καθόλου εύκολο να βλέπεις ακόμη και τους πιο δυνατούς της ΕΜΑΚ να δακρύζουν. Δεν είναι εύκολο να βλέπεις έναν πατέρα, τρεις μέρες μετά από το δυστύχημα, να σε ρωτάει απεγνωσμένα «ξέρεις που είναι το παιδί μου;». Τι να πεις σε αυτόν τον πατέρα; Το δυστύχημα στα Τέμπη ήταν μία τραγωδία που δεν ξεπερνιέται.

Το πιο δύσκολο ταξίδι

Το τηλέφωνό μου χτύπησε λίγο μετά τις 12:30 τα ξημερώματα της 1ης Μαρτίου. Κατάλαβα κατευθείαν πως κάτι κακό συνέβη. Στην άλλη άκρη του ακουστικού ήταν ο αρχισυντάκτης μου από το OPEN. «Μίλτο, συγνώμη για την ώρα, πρέπει να σηκωθείς έχει γίνει ένα σοβαρό δυστύχημα με νεκρούς στα Τέμπη». Ανοίγοντας τα μάτια μου προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω την πραγματικότητα. Ξεκίνησα μαζί με το τηλεοπτικό συνεργείο για τα Τέμπη, μετά από λίγες ώρες. Στον δρόμο διάβαζα ειδήσεις και έκανα ρεπορτάζ. Ο αριθμός των νεκρών αυξανόταν. Με το πρώτο φως της ημέρας, όταν προσεγγίσαμε τον τόπο του δυστυχήματος, «μύριζε» παντού θάνατος.

Οι διασώστες είχαν λυγίσει. Διέκρινα από την πρώτη στιγμή στα βλέμματά τους το σκοτάδι. Σκοτάδι που προήλθε από τις εικόνες που είχαν δει. Ακόμη και αυτοί οι άνθρωποι δεν το άντεχαν. Είναι τρομαχτική η αίσθηση του θανάτου. Σε λυγίζει. Σε αλλάζει. Δεν ξεπερνιέται με τίποτα. Το πρώτο βαγόνι δεν υπήρχε. Το δεύτερο το ίδιο. Το τρίτο είχε μετακινηθεί προς τα αριστερά και οι διασώστες είχαν ήδη μπει μέσα. Τζάμια και πόρτες έσπασαν. Καταλάβαινες πως οι άνθρωποι έδωσαν μάχη για να μην καούν ζωντανοί. Λίγες ώρες μετά τη σύγκρουση των δύο τρένων κάθε ελπίδα για ζωή είχε χαθεί.

Τα αναπάντητα ερωτήματα του πατέρα

Τις πρώτες πρωινές ώρες έφτασε εκεί ένας απεγνωσμένος άνθρωπος. Ένας πατέρας που έψαχνε το παιδί του. Άρχισε να φωνάζει: «Γιε μου, που είσαι;». Η φωνή του έσπασε τη σιωπή της στιγμής. Μία φωνή που έφτασε γρήγορα σε όλη την Ελλάδα. Εκείνη τη στιγμή κανείς δεν απάντησε σε αυτόν τον πατέρα. Δεν έμαθα ποτέ αν βρήκε τον γιο του, ίσως αργότερα, σε κάποιο νοσοκομείο ή αν τον έχασε για πάντα.  

Οι πυροσβέστες έψαχναν και έβγαζαν τη μία μετά την άλλη τις σορούς. Συγγενείς έφθαναν διαρκώς. Οι μέρες πέρασαν. Κάποιοι δεν πήραν απαντήσεις. Άλλοι ρωτούσαν και προσπαθούσαν να βρουν κάτι. Ένας πατέρας με πλησίασε το βράδυ της Παρασκευής. Ήταν μαζί με δύο φίλους του και μάταια έψαχναν για απαντήσεις. Οι διασώστες του έδειξαν κάτι παπούτσια και μία τσάντα. Δεν ήταν του παιδιού του.

«Είπα στον γιο μου να μην πάει με το τρένο και να τον πάω εγώ με το αμάξι. Ξέρεις που είναι το παιδί μου; Ξέρεις αν έφυγε από τα χωράφια; Έχουν ψάξει στα χωράφια; Μήπως τραυματίστηκε και είναι κάπου εκεί έξω; Δεν είναι σε νοσοκομείο; Μπορείς να μου απαντήσεις; Δεν μου απαντάει κανείς. Που πήγε το παιδί μου; Που είναι ; Τα έχει καταφέρει είναι ζωντανός. Μπορείς να μου απαντήσεις», μου είπε και «έσπασε».

Αυτά τα λόγια μου έκοψαν την ανάσα. Το στομάχι μου έγινε κόμπος. Προσπαθούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Τι να πεις σε αυτόν τον άνθρωπο; Ποια απάντηση να του δώσεις;

Η ελπίδα χάθηκε μαζί με οποιαδήποτε απάντηση. Τουλάχιστον να μην χαθούν και οι ευθύνες. Από πάνω μέχρι κάτω.

ειδήσεις τώρασιδηροδρομικό δυστύχηματρένοσύγκρουση τρένωνΤέμπη