Απόψεις|03.09.2023 11:00

Τι είναι η οικολογική θλίψη: Ένα νέο δεδομένο για την ανθρώπινη ψυχολογία

Βασιάννα Κωνσταντοπούλου

Μπορεί η οδύνη που προκαλεί η απώλεια του φυσικού πλούτου να γίνει δύναμη μετασχηματισμού; Οι ψυχολόγοι και οι επιστήμονες περιβαλλοντικών ειδικοτήτων στρέφονται πλέον στη σημασία του συναισθήματος που ονομάζεται «οικολογική θλίψη».

Για χρόνια, από τότε που κατοχύρωσε τη θέση της ως σύγχρονη επιστήμη, η ψυχολογία επικεντρώθηκε σε μεγάλο βαθμό στα συναισθήματα του ατόμου, στην κατανόηση των διαπροσωπικών σχέσεων και της βιογραφίας του, των μηχανισμών της σκέψης και του τρόπου λήψης των αποφάσεών του.

Έγινε, δηλαδή, πρωτίστως μια επιστήμη του «εσώτερου εαυτού», όπως λέει και ο ψυχολόγος Kenneth Gergen, όπου μικρός χώρος αφιερώθηκε στον αντίκτυπο που έχει η κοινωνία και το ευρύτερο περιβάλλον στην ανθρώπινη ψυχολογία (με εξαίρεση την κοινωνική ψυχολογία και τα κριτικά ρεύματα εντός της). Ακόμη, μικρότερος χώρος αφιερώθηκε στην επίδραση που έχουν στον ψυχισμό μας οι κλιματικές συνθήκες και οι οικολογικοί μετασχηματισμοί.

Η οικολογική θλίψη [ecological grief] –απόρροια, σε μεγάλο βαθμό, της κλιματικής αλλαγής– είναι μια νέα πραγματικότητα, που καλεί τους επιστήμονες του κλάδου να αντιμετωπίσουν το φυσικό περιβάλλον ως έναν παράγοντα με κομβική ψυχική σημασία.

O όρος οικολογική θλίψη χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1953 από τον περιβαλλοντιστή, οικολόγο και συγγραφέα Άλντο Λέοπολντ, ο οποίος σε ένα από τα ημερολόγιά του αναφέρθηκε στις «πληγές» που συνοδεύουν την οικολογική συνείδηση: όταν κατανοείς τη σημασία του φυσικού πλούτου, πονάς βαθιά για την απώλειά του.

Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια και η κλιματική κρίση να αρχίσει να κάνει βάναυσα ορατές τις επιπτώσεις της, ώστε ο όρος να εμφανιστεί στο επιστημονικό πεδίο. Το 2018, οι ερευνητές σε θέματα περιβάλλοντος Άσλι Κουνσόλο και Νέβιλ Έλις έθεσαν το ζήτημα της οικολογικής θλίψης στο επίκεντρο της συζήτησης.

Όπως αναφέρουν στο σχετικό άρθρο τους, πρόκειται για ένα συναίσθημα πένθους και αγωνίας που σχετίζεται με «την εξαφάνιση, τη φθορά ή την καταστροφή φυσικών ειδών και οικοσυστημάτων». Οι ίδιοι εξηγούν ότι η κλιματική θλίψη συνοδεύεται συχνά από έντονες ψυχικές διακυμάνσεις, μετά-τραυματικές αποκρίσεις, συναισθήματα θυμού, απελπισίας και άγχους.

Οι Κουνσόλο και Έλις υπογραμμίζουν ότι κατά την τελευταία δεκαετία οι επιστήμονες καλούνται όλο και πιο επιτακτικά να δώσουν απαντήσεις για τον τρόπο με τον οποίο η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τους ανθρώπους, οι οποίοι με τη σειρά τους προσπαθούν εναγωνίως να καταλάβουν πώς οι περιβαλλοντικές αλλαγές θα επιδράσουν στη ζωή τους και στο οικείο περιβάλλον τους.

Μέσα από την έρευνά τους, ταυτοποιούν τρεις μεγάλες θεματικές που σχετίζονται με την οικολογική θλίψη: τη θλίψη που σχετίζεται με υπαρκτές οικολογικές απώλειες (γη, οικοσυστήματα και είδη), τη θλίψη που αφορά τη διατάραξη της υπάρχουσας περιβαλλοντικής γνώσης (πράγματα που οι κοινότητες και οι άνθρωποι γνώριζαν για το περιβάλλον δεν ισχύουν πια) και τη θλίψη που αφορά τις μελλοντικές οικολογικές απώλειες.

Η επίταση αυτών των συναισθημάτων, όσο βαθαίνει η κλιματική κρίση, έχει αρχίσει να απασχολεί έντονα την επιστημονική συζήτηση. Για αυτό και σε μια μεταγενέστερη διεπιστημονική μελέτη, στο περιοδικό Lancet, με τη συμμετοχή επιστημόνων και από την ψυχιατρική και την ιατρική, υπογραμμίζεται η ανάγκη εντατικής εκπαίδευσης των επαγγελματιών υγείας πάνω στα νέα ψυχολογικά δεδομένα της οικολογικής θλίψης, μέσω σεμιναρίων, ειδικών επιμορφώσεων, εξειδικευμένων θεραπευτικών εργαλειοθηκών, καθώς και η σημασία ενίσχυσης συστημικών θεραπευτικών παρεμβάσεων σε αυτό το επίπεδο.

Ένα, όμως, επίσης σημαντικό σημείο που υπογραμμίζει η συγκεκριμένη έρευνα στο πεδίο είναι ότι η οικολογική θλίψη μολονότι επώδυνη και δυσάρεστη, εφόσον είναι ψυχικά διαχειρίσιμη, μπορεί να αποτελέσει μια δημιουργική προσαρμοστική αντίδραση των ανθρώπων, ικανή να πυροδοτήσει την αλλαγή στάσης απέναντι στο περιβάλλον και την οικολογική κινητοποίηση, με προϋπόθεση την κατάλληλη υποστήριξη του ευρύτερου συστήματος.

Σε αυτό το πνεύμα, η πρακτική της «κοινωνικής συνταγογράφησης», δηλαδή της δυνατότητας των επαγγελματιών υγείας να παραπέμπουν τους ανθρώπους σε μη ιατρικές δραστηριότητες, που αυξάνουν την επαφή τους με το περιβάλλον, θεωρείται ότι μπορεί να αμβλύνει τα έντονα συμπτώματα οικολογικής θλίψης και άγχους. Αντίστοιχα, η ενθάρρυνση των ανθρώπων για συμμετοχή σε κοινοτικές πρωτοβουλίες και δράσεις προστασίας ή επούλωσης του περιβάλλοντος μπορεί να έχει ευεργετικό αντίκτυπο, χωρίς βεβαίως κάτι τέτοιο να λειτουργεί ως υποκατάστατο της οφειλόμενης δράσης της Πολιτείας.

Σε κάθε περίπτωση, η οικολογική θλίψη αποτελεί ένα δεδομένο που αποδεικνύει, για μια ακόμη φορά, ότι ο άνθρωπος δεν είναι ψυχικά μονωμένος από το φυσικό του περιβάλλον, αλλά αντίθετα οι δεσμοί μας μαζί του είναι ακόμη βαθύτεροι από αυτό που κάποτε πιστεύαμε.  

περιβάλλονοικολογίακλιματική αλλαγήψυχολογίακλιματική κρίση