Απόψεις|07.11.2023 20:15

«ΠΑΟΚ και ξερό ψωμί»: Με την ευκαιρία μιας νίκης

I.N. Μαρκόπουλος

Η νίκη του ΠΑΟΚ επί του Ολυμπιακού με 4-2, στις 5 Νοεμβρίου στο γήπεδο Καραϊσκάκη, μου έφερε αβίαστα στο νου νοσταλγικές μνήμες ποδοσφαιρικών εικόνων της νιότης μου. Μικρασιάτης ο πατέρας μου, από την Αραβησσό της Καππαδοκίας, και καστελλοριζιά η μητέρα μου, από τη μεριά του πατέρα της, και μικρασιάτισσα κι αυτή, από πρότερη γενιά, από το ιστορικό Λεβίσι της Μικράς Ασίας, ήταν φίλαθλοι οπαδοί του Δικέφαλου του Βορρά, ίσως και γιατί αντιπροσώπευε συμβολικά κάτι από τη ζεστασιά των χαμένων τους πατρίδων.

Ήταν τότε, που με το συγχωρεμένο τον πατέρα μου, μικρό ακόμη παιδί εγώ, δε χάναμε σχεδόν κανέναν αγώνα του Δικεφάλου, είτε στο αρχικό γήπεδο του ΠΑΟΚ, είτε αργότερα στο θρυλικό πλέον γήπεδο της Τούμπας, που εγκαινιάστηκε στις 6 Σεπτεμβρίου του 1959, με το φιλικό παιχνίδι του ΠΑΟΚ με την ΑΕΚ, 1-0. Το αρχικό γήπεδο του ΠΑΟΚ, που ήταν στην πλατεία Συντριβανίου, στο χώρο της σημερινής Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, εγκαινιάστηκε στις 5 Ιουνίου του 1932, με τον αγώνα του πρωταθλήματος Θεσσαλονίκης ΠΑΟΚ - Ηρακλής, με νικητή τον ΠΑΟΚ, 3-2. Το αρχικό γήπεδο λειτούργησε μέχρι και τον Μάιο, στις 31 του μηνός του 1959, όταν έγινε εκεί και το τελευταίο παιχνίδι του ΠΑΟΚ με τον ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ, με νικητή τον ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ, 3-2.

Στο γήπεδο της πλατείας Συντριβανίου, όπως μας πληροφορεί και το διαδίκτυο, πήγαιναν οι Κωνσταντινουπολίτες και οι πρόσφυγες της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης από το πρωί, στις 11, όπως τότε συνηθιζόταν, φέρνοντας μαζί το κολατσιό τους, κυρίως ψωμί, τυρί και ελιές, για να δουν αρχικά τη δεύτερη ομάδα να παίζει, περιμένοντας ωστόσο υπομονετικά να δουν, στις 3 το μεσημέρι, την πρώτη τελικά ομάδα, που πρωτίστως τους ενδιέφερε.

Μέχρι ωστόσο να αρχίσει το παιχνίδι της πρώτης ομάδας, το καρβέλι του ψωμιού είχε ξεραθεί. Ήταν η εποχή της συγκινητικής ιστορίας του «ΠΑΟΚ και ξερό ψωμί», που αρκετά συχνά, και πολλά χρόνια αργότερα, θυμάμαι να αναφερόταν, ενίοτε με συνθηματικό, θριαμβευτικό και πάντα χαμογελαστό τρόπο, στις συζητήσεις των παοκτσίδων. Ήταν πάντως μια εποχή που, σε σύγκριση με τη σημερινή, ο σεβασμός και η δύναμη της φανέλας δεν είχαν ακόμη κατατροπωθεί από το χρήμα και τις αγοραίες συμπεριφορές, μια εποχή εντελώς μακριά από οργανωμένους οπαδικούς φανατισμούς, δολοφονίες και αιματηρές βιαιότητες.

Ούτε χιόνι, ούτε βροχές, βροντές, ή σφοδροί βαρδάριδες μας απέτρεπαν από το ωραίο κάθε φορά πανηγύρι του ποδοσφαιρικού αγώνα, της εξέδρας, της τόσο ποθητής μου γκαζόζας, αλλά και της – ποτέ δεν θα το ξεχάσω – πρωτόγνωρης κάθε φορά χαράς, όταν λίγο πριν αρχίσει το ματς, προσπαθούσα αγωνιωδώς να δακρίνω να πρωτοσκάει, για κλάσματα του δευτερολέπτου, το μαυρόασπρο της φανέλας του πρώτου παίκτη της ομάδας που θα έβγαινε στο γήπεδο της Τούμπας, ακούγωντας και συμμετέχοντας συγχρόνως στον ξέφρενο ενθουσιασμό και τα χειροκροτήματα των φιλάθλων. Δεν γνωρίζω γιατί, αλλά κάθε φορά που σκεφτομαι αυτές τις μαγικές στιγμές, μου έρχεται αμέσως η φανέλα και η εικόνα του αείμνηστου Δημήτρη Παρίδη να βγαίνει θριαμβευτικά στο γήπεδο. Ήταν φαίνεται μία από αυτές τις στιγμές, που για κάποιο αδιευκρίνιστο σήμερα λόγο, μου έχουν ανεξίτηλα αποτυπωθεί στη μνήμη.

Σίγουρα δεν ήταν εύκολα χρόνια. Ήταν όμως ίσως πιο αθώα χρόνια, από την ποδοσφαιρική, αν μου επιτρέπεται η έκφραση, αυτή άποψη, που γλυκόπικρες μου έχουν αφήσει αναμνήσεις από μεγάλα ποδοσφαιρικά παιχνίδια στα γήπεδα κυρίως του Δικεφάλου, αλλά και από το ποδόσφαιρο που έπαιξα, κυρίως στην αλάνα της πλατείας δικαστηρίων, σημερινή Αρχαία Ρωμαϊκή Αγορά, όπως, πολύ λιγότερο βέβαια, και στα ένδοξα Μάρμαρα του Διοικητηρίου. Η μικρή πικρία ίσως, και γιατί πρόδωσα, για άλλες αγάπες τελικά, αυτή την γοητευτική, ξελογιάστρα στρογγυλή θεά, αφήνοντάς την ακόμη ανέλπιστα να με περιμένει στα όνειρά μου. Μόνο άλλωστε σε αυτά, ή και πριν με πάρει ο ύπνος, την παίρνω συχνά στα δυο μου πόδια, δυνατά και περίτεχνα, όπως τότε στα νεανικά μου χρόνια, και ξεκινάω τις τρίπλες, σε ένα περιχαρές, και σύντομο πάντα ωστόσο, παιχνίδι. Με πόση άλλωστε τρυφερή χαρά αλλά και έκφραση αστήρευτου θαυμασμού, αλλά ναι, και σεβασμού, χαιρετούσα, θυμάμαι, κάθε φορά τον Λέανδρο, όταν σποραδικά τον συναντούσα στο δρόμο – όχι και πάρα πολλά χρόνια πριν – βλέποντας συμβολικά στο πρόσωπό του όλους τους παίκτες και όλη την ιστορία του θρυλικού Δικεφάλου, που τόση χαρά μας έδωσαν και συνεχίζουν να μας δίνουν σε τόσα παιχνίδια.

Ολυμπιακόςειδήσεις τώραΠΑΟΚ