Απόψεις|27.11.2023 07:30

Είναι υπερκορεσμένος ο χώρος της Κεντροαριστεράς;

Αδάμος Ζαχαριάδης

Με την οριστική διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ να είναι πλέον γεγονός και τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, το ερώτημα που προκύπτει είναι αν υπάρχει χώρος για έναν νέο πολιτικό φορέα.

Με δεδομένα, μάλιστα, τα χαρακτηριστικά της νέας υπό σύσταση Κοινοβουλευτικής Ομάδας, το ερώτημα εξειδικεύεται στο κατά πόσο το φάσμα της ευρύτερης Κεντροαριστεράς μετατρέπεται πλέον σε έναν πολιτικά υπερκορεσμένο χώρο. Ή αντίθετα, αν υφίστανται πραγματικά περιθώρια ωσμώσεων και εκπροσώπησης κοινωνοπολιτικών αιτημάτων, που δεν καλύπτονται ήδη ή επαρκώς στην υπάρχουσα πολιτική σκακιέρα.

Το ρευστό τοπίο των ανακατατάξεων

Λαμβάνοντας υπόψη τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων εβδομάδων, φαίνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βαίνει συρρικνούμενος. Η εκλογή νέου Προέδρου δεν έδωσε καμία δημοσκοπική ώθηση, ενώ οι εσωκομματικές τριβές, που οδήγησαν στη διπλή διάσπαση, μειώνουν απειλητικά τα ποσοστά του κόμματος, σε βαθμό που να κινδυνεύει να απωλέσει και τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Παράλληλα, πίσω από την εικόνα ταχείας αποδόμησης, το κόμμα της Κουμουνδούρου αντιμετωπίζει ένα επίμονο πολιτικό πρόβλημα. Το θολό μήνυμα ως προς το σχέδιο και τις συγκεκριμένες στοχεύσεις που εξέπεμπε ο ΣΥΡΙΖΑ και πριν την ήττα του καλοκαιριού τείνει να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μονιμότερου ταυτοτικού τέλματος. Δύσκολα μπορεί κανείς να κατανοήσει τι είδους κόμμα επιχειρεί να φτιάξει ο Στέφανος Κασσελάκης, ποιες θα είναι οι βασικές πολιτικές του θέσεις, πώς θα είναι οργανωμένο, ποια στελέχη θα είναι οι κύριοι εκφραστές της πολιτικής γραμμής. Οι αλληλοαναιρούμενες δηλώσεις, οι γενικόλογες παρεμβάσεις και η έντονη συνθηματολογία δεν βοηθούν άλλωστε προς την κατεύθυνση πολιτικού αυτοπροσδιορισμού.

Την ίδια στιγμή, η κομματική βάση της Κουμουνδούρου αλλάζει σημαντικά. Με βάση τις μετρήσεις, το μεγαλύτερο μέρος πολιτών που απομακρύνονται από τον ΣΥΡΙΖΑ αυτότοποθετείται στο αριστερό φάσμα του πολιτικο-ιδεολογικού άξονα, ενώ ο ίδιος ο κ. Κασσελάκης έχει υποστηρίξει αρκετές φορές ότι το μείγμα ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ θα μεταβληθεί. Με αυτή την τελευταία θέση συνάδουν και οι εκτιμήσεις της ηγετικής ομάδας του κ. Κασσελάκη ότι οι αποχωρήσεις θα αντικατασταθούν από πολλαπλές νέες εισροές μελών. Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει. Ποιες είναι οι κοινωνικές ομάδες ή τα αιτήματα που θα επιδιώξει να εκπροσωπήσει το κόμμα Κασσελάκη. Οι ευρωεκλογές θα είναι ένα πρώτο καλό crash test για το ποια είναι ρεαλιστικά η βάση απεύθυνσης του νέου ΣΥΡΙΖΑ.

Από την άλλη πλευρά, το ΠΑΣΟΚ, ενώ παρουσιάζει αξιοσημείωτη ανανέωση στελεχιακού δυναμικού και πιστώνεται θετικά συγκεκριμένες επιλογές προσώπων –όπως στις αυτοδιοικητικές εκλογές– δεν δείχνει ακόμα δημοσκοπικά να εκμεταλλεύεται την ύφεση ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να «ανέβει στο κύμα», δημιουργώντας δυναμική αμφισβήτησης της Νέας Δημοκρατίας. Το ΚΚΕ φαίνεται, με βάση τις μετρήσεις, να υποδέχεται έναν αριθμό απογοητευμένων από τον ΣΥΡΙΖΑ ψηφοφόρων, ωστόσο δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι πρόκειται για κάτι περισσότερο από μια συγκυριακή τάση.

Με αυτά τα δεδομένα, η πρωτοκαθεδρία της Νέας Δημοκρατίας δεν μοιάζει να απειλείται από άλλο κόμμα αυτή τη στιγμή. Άλλωστε, οι σημαντικότερες αμφισβητήσεις των πολιτικών επιλογών του Κυριάκου Μητσοτάκη προέρχονται από τα δεξιά και από το πιο παραδοσιακό-συντηρητικό κομμάτι εντός Νέας Δημοκρατίας.

Εντούτοις, σχεδόν όλες οι έρευνες των τελευταίων χρόνων δείχνουν ότι κοινωνικά αυτό δεν συνεπάγεται απουσία κριτικής και δυσαρέσκειας για την κυβέρνηση. Μάλιστα, στην τελευταία σειρά δημοσκοπήσεων (GPO, Prorata, Opinion Poll) ένα ποσοστό από 40% έως 70% δηλώνει δυσαρεστημένο από τα κυβερνητικά πεπραγμένα. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει ότι η ψήφος στη ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι ευμετάβλητη και δεν αποτελεί «λευκή επιταγή».

Έχει η Κεντροαριστερά έρεισμα στην κοινωνία;

Ταυτόχρονα, σε έρευνες των τελευταίων μηνών αποτυπώνονται ευρήματα που καταδεικνύουν ότι βασικές ιδέες της Κεντροαριστεράς έχουν ευρύτατο έρεισμα στην ελληνική κοινωνία. Για παράδειγμα, σε έρευνα της about people, σε συνεργασία με το Κέντρο Ερευνών Eteron, που έγινε λίγο πριν τις εκλογές, αποτυπώνεται ότι σε ορισμένα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά διακυβεύματα, –όπως ο κρατικός παρεμβατισμός στην οικονομία, η αύξηση των δαπανών για υγεία και παιδεία έναντι των αμυντικών δαπανών, η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, η αστυνομική βία και καταστολή, ο γάμος ομοφυλοφίλων κ.ά.– η πλειονότητα των πολιτών εκφράζει απόψεις που κινούνται ξεκάθαρα στο ιδεολογικό φάσμα της ευρύτερης Κεντροαριστεράς/Αριστεράς.

Ωστόσο, όπως προκύπτει από την ίδια έρευνα, αυτή η κοινωνική πρωτοκαθεδρία κεντροαριστερών ιδεών δεν ισοδυναμεί με στατικές κομματικές προσχωρήσεις και περιχαρακωμένες πολιτικές προτιμήσεις των πολιτών. Με άλλα λόγια, μολονότι στην Ελλάδα καταγράφεται μια αξιακή ηγεμονία κεντροαριστερών ιδεών σε ορισμένα ζητήματα, αυτή δεν μεταφράζεται σε πολιτική ηγεμονία του υπαρκτού χώρου της Κεντροαριστεράς. Αντίθετα, αφορά ένα δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας, το οποίο διεκδικούν να κερδίσουν πολλοί παίκτες. Άλλωστε, ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να απευθυνθεί σε αυτό το κεντρώο ακροατήριο, κατορθώνοντας να προσελκύσει ένα σημαντικό μέρος του.  

Ζητείται νέο πολιτικό περιεχόμενο

Το αρχικό ερώτημα, λοιπόν, επανέρχεται. Υπάρχει χώρος για την Κεντροαριστερά σήμερα; Και ποιο μπορεί να είναι το στοιχείο που θα καταστήσει έναν πολιτικό φορέα αυτού του χώρου σημαντικό δρώντα του πολιτικού παιχνιδιού σε σημείο που να μπορεί να αποκτήσει ακόμα και κυβερνητική προοπτική; Βασικό στοιχείο μιας τέτοιας προοπτικής είναι το πώς θα μεταφράσει αυτήν την προοδευτική τάση που καταγράφεται ισχυρή στην κοινωνία σε έναν προγραμματικό λόγο σαφήνειας, ρεαλισμού και τεχνοκρατικής επάρκειας. Και ταυτόχρονα, πώς θα απαντήσει στην αγωνία σημαντικού μέρους της κοινωνίας να «ζήσει καλύτερα».

Προφανώς αυτό αφορά κυρίως το οικονομικό πρόγραμμα αντιμετώπισης της ακρίβειας και αύξησης των μισθών, αλλά όχι μόνο αυτό. Χρειάζεται, για παράδειγμα, ένα σοβαρό πρόγραμμα αντιμετώπισης της στεγαστικής κρίσης, να εμβαθύνει σε ζητήματα βελτίωσης της δημόσιας υγείας και παιδείας, της ζωής στην πόλη, στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, να έχει γενναίες και όχι ευχολογικές προτάσεις –που θα συγκρούονται με συμφέροντα και παγιωμένες αντιλήψεις– για την περιβαλλοντική κρίση και για την τεχνητή νοημοσύνη. Να επανανοηματοδοτήσει τα ζητήματα των δικαιωμάτων, της εργασιακής προστασίας, της πολιτειότητας, της έμφυλης ισότητας, να έχει ξεκάθαρη στόχευση στην εξωτερική πολιτική.

Επίσης, όμως, χρειάζεται να απαντήσει στο πρόβλημα αξιοπιστίας που αντιμετωπίζει ο χώρος της Κεντροαριστεράς (και ειδικά του ΣΥΡΙΖΑ) τα τελευταία χρόνια. Να μπορέσει, δηλαδή, το στελεχιακό δυναμικό των πολιτικών αυτών φορέων να πείσει ότι μπορεί να κάνει σοβαρή διαχείριση, ότι μπορεί να κυβερνήσει. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί αν όσοι σήμερα βρίσκονται στο ΠΑΣΟΚ θεωρούν ότι η λύση περνά μόνο μέσα από την αύξηση των κομματικών τους ποσοστών. Ούτε αν όσοι έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ αναλωθούν σε μια ανούσια και αντιπαραγωγική σύγκρουση με την Κουμουνδούρου ή εγκλωβιστούν σε μια καταστροφική υπεράσπιση της περιόδου 2015-2019, προκειμένου να πείσουν ότι δεν αποποιούνται το πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα.

Ο τρόπος που θα ασκηθεί η αντιπολίτευση το επόμενο διάστημα είναι κομβικής σημασίας. Και το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών σε ό,τι αφορά, τουλάχιστον, τα κόμματα της Κεντροαριστεράς πιθανώς να αποδειχθεί καταλυτικό για την ιστορία του χώρου.

ειδήσεις τώρακεντροαριστεράΒουλήΣΥΡΙΖΑΠΑΣΟΚΝέα Δημοκρατία