Απόψεις|07.02.2024 06:40

Η Θεσσαλονίκη μπροστά στην ψηφιακή και πράσινη μετάβαση

Χάρης Τοπαλίδης

Η μετάβαση από τη βιομηχανική στην Ψηφιακή και Πράσινη οικονομία (Οικονομία της Γνώσης) επαναφέρει στο προσκήνιο τη δημόσια συζήτηση για τις προοπτικές της Θεσσαλονίκης και τον οικονομικό της ρόλο. Το μείζον διακύβευμα που τίθεται τώρα για τη δημόσια ατζέντα της πόλης είναι αν, στη νέα εποχή που αναδύεται για την ανάπτυξη, η πόλη θα ανταποκριθεί αυτή τη φορά στις προκλήσεις που εγείρονται για το μέλλον της σε μια παγκόσμια Οικονομία της γνώσης, ή αν  θα χάσει και αυτή την ευκαιρία παραγωγικής ανασυγκρότησης, όπως συνέβη και στην προηγούμενη κρίσιμη συγκυρία για το μέλλον της: την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης (1989) και το άνοιγμα των βορείων συνόρων της χώρας.

Αναδύθηκε τότε εκ νέου ο ζωτικός οικονομικός χώρος, οι βαλκανικές αγορές, που είχε καταστήσει ιστορικά την Θεσσαλονίκη ακμάζουσα πόλη ως οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο μιας ευρύτερης πολυεθνικής περιοχής που συνιστούσε έναν ενιαίο οικονομικό χώρο. Είτε ως Συμβασιλεύουσας πόλης κατά τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ή πιο πρόσφατα κατά το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα (1870-1920), ως του σημαντικότερου βιομηχανικού κέντρου (με την πολυπληθέστερη εργατική δύναμη) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ένταξή της στον Ελληνικό εθνικό κορμό από το 1912 και, αργότερα, η εδραίωση των δύο μεταπολεμικών ψυχροπολεμικών στρατοπέδων μετά το 1945, αποσυνδέοντας την πόλη από την παραδοσιακή οικονομική της ενδοχώρα υπονόμευσαν καίρια την οικονομική δυναμική και τη βιομηχανική της ακτινοβολία.

Πέρα από αυτούς τους εξωγενείς παράγοντες της ιστορικής συγκυρίας που είχαν ως συνέπεια τη διάλυση του, ευρύτερου του εθνικού, ενιαίου οικονομικού χώρου στον οποίο ήταν προσανατολισμένη και τη φυγή της ηγετικής της τάξης - των εξισλαμισμένων Εβραίων (ντονμέδων), σε αυτή την κατεύθυνση έδρασαν και ενδογενείς: η αυταρχικά συγκεντρωτική (διοικητικά και οικονομικά) δομή του Ελληνικού κράτους (αθηνοκεντρισμός) και η εκ των πραγμάτων αδυναμία ανάδειξης μιας εξ’ ίσου διεκδικητικής και εξωστρεφούς τοπικής ηγεσίας και κοινωνίας, λόγω και  της αναγκαστικά περιορισμένης διεκδικητικής ισχύος της πολιτικής εκπροσώπησης της νέας πλειοψηφίας των κατοίκων της μετά το 1922 – των προσφύγων.

Η σημερινή συζήτηση ξεκινά εντούτοις από δυσμενέστερη αφετηρία, γιατί, παρά την εμφάνιση της πιο ευνοϊκής μετά την απελευθέρωση της πόλης συγκυρίας, οι αβελτηρίες τόσο των κρατικών πολιτικών στην ανταπόκρισή τους στις διεθνείς εξελίξεις όσο και των τοπικών δυνάμεων στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που εγείρονταν για την πόλη, όχι μόνο δεν επέτρεψαν την δημιουργική αξιοποίησή της, αλλ’ αντίθετα οδήγησαν σε ακόμη μεγαλύτερη οπισθοχώρηση το μερίδιο της συμβολής της στην εθνική οικονομία.

Ειδικότερα δεν αξιοποιήθηκε το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελληνικής πλευράς να συμβάλλει, με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη, ως ενδιάμεσος κρίκος στην ένταξη των χωρών της περιοχής στους διεθνείς θεσμούς και αγορές: έλλειμμα πολιτικής. Στο επίπεδο των τοπικών δυνάμεων δεν διαμορφώθηκε το απαραίτητο πολιτικό και επιχειρηματικό μέτωπο για τη δημιουργία στην πόλη της κρίσιμης μάζας των υποδομών προσέλκυσης κεφαλαίων, παροχής τεχνογνωσίας και ενός δικτύου διεθνών διασυνδέσεων και συνεργασιών για την υποστήριξη της επέκτασης σε αυτές τις αγορές: έλλειμμα ηγεσίας. 

Αντίθετα η Θεσσαλονίκη, και ιδιαίτερα μετά την ένταξη της χώρας στο Ευρώ το 2002 έμεινε σταδιακά μακριά από τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις: απομακρύνθηκε από τις οδούς των παγκοσμιοποιημένων αγορών χρήματος και κεφαλαίου και, συνακόλουθα, των ροών των επενδύσεων στην καινοτομία, που συνιστούν την ατμομηχανή της ανάπτυξης στο  νέο παραγωγικό μοντέλο της οικονομίας της γνώσης. Πέρα από τις εύγλωττες στατιστικές, η απαξίωση της οικονομικής της υποδομής είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική: Οι τράπεζές της συγχωνεύθηκαν με τράπεζες των Αθηνών, το Χ.Κ.Θ. υποβαθμίστηκε σε απλό γραφείο του Χ.Α.Α., οι βιομηχανίες της συρρικνώθηκαν, και ακόμη και οι δημόσιες Υπηρεσίες της περιορίστηκαν. Ως συνέπεια, η οικονομική συμβολή της πόλης και της περιοχής στο ΑΕΠ όπως και το βιοτικό της επίπεδο μειώθηκαν. Παράλληλα, η φωνή της στη δημόσια σφαίρα επικοινωνίας χαμήλωσε καθώς τα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσής της έκλεισαν (εφημερίδες) ή υποβαθμίστηκαν (TV), με ότι αυτό συνεπάγεται για την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζύμωση στην πόλη και τη διεκδικητικότητά της στην προώθηση των πρωτοβουλιών και των αποφάσεων των κοινωνικών της φορέων και των δημοτικών της αρχόντων στα κέντρα εξουσίας.

Η μετάβαση στην Ψηφιακή και Πράσινη Οικονομία

Η κυρίαρχη ατζέντα της μετάβασης στην πράσινη και στην ψηφιακή οικονομία απειλεί να επιδεινώσει ακόμη περισσότερο τη θέση της πόλης αλλά ταυτόχρονα θέτει ένα ξεκάθαρο πλαίσιο ευκαιριών και προκλήσεων για την παραγωγική της ανασυγκρότηση. Δεν είναι μόνο η υστέρησή της στους πόρους και στις υποδομές προσέλκυσης κεφαλαίων που απειλεί τώρα να γίνει μεγαλύτερη, καθώς το νέο παραγωγικό μοντέλο είναι ακόμη μεγαλύτερης έντασης κεφαλαίου από το βιομηχανικό, γιατί για την παραγωγή απαιτούνται τώρα πολύ περισσότερα κεφάλαια και πολύ λιγότερη εργασία: ατμομηχανή της παραγωγής είναι τώρα η τεχνολογική καινοτομία (τεχνητή νοημοσύνη, πράσινες τεχνολογίες βελτίωσης της αποδοτικότητας των μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων) που είναι μεγαλύτερης έντασης κεφαλαίου από τη βιομηχανική τεχνολογία αποταμίευσης εργασίας.

Επιπρόσθετα, η νέα οικονομία εμφανίζεται μέχρι σήμερα διεθνώς ως ένας περιθωριακός θύλακας πρωτοπορίας στις παρυφές της συμβατικής (βιομηχανικής) παραγωγικής πρακτικής με τη μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων και των εργαζομένων να παραμένει αποκλεισμένη από τη συμμετοχή στο γίγνεσθαι και στους καρπούς της. Η καθήλωσή της στο πλαίσιο μιας απομονωμένης εσωστρεφούς παραγωγικής πρωτοπορίας υπό τον έλεγχο επιχειρηματικών και τεχνολογικών ελίτ (λίγων μεγάλων υπερτοπικών επιχειρήσεων και μερικών start ups στην περιφέρειά τους που συνδέονται περισσότερο μεταξύ τους υπερεθνικά παρά με τα κλαδικά και τα τοπικά κέντρα μιας εθνικής οικονομίας) θα είναι πηγή οικονομικής στασιμότητας για την πόλη και διεύρυνσης της οικονομικής ανισότητάς της με την Αθήνα και με άλλες πόλεις αντίστοιχου  μεγέθους της Ε.Ε.

Η επικέντρωση της σημερινής οικονομικής ατζέντας της πόλης στον Τουρισμό, στη μεταπρατική οικονομία χαμηλής προστιθέμενης αξίας γνώσης και σε μεγάλα έργα υποδομής, κάθε άλλο παρά υποδηλώνει την κατεύθυνσή της προς την υιοθέτηση του νέου παραγωγικού μοντέλου. Στις σημερινές συνθήκες δημοσιονομικών περιορισμών, εντεινόμενου συγκεντρωτισμού της κρατικής χρηματοδότησης (π.χ. Ταμείο Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας) και αυστηρής ιεράρχησης των χρηματοπιστωτικών αγορών (π.χ. αυστηρά χρηματοδοτικά κριτήρια με βάση την αποδοτικότητα μιας επένδυσης σε μια υπερεθνική αγορά), η βιώσιμη μετάβαση της πόλης στην ψηφιακή και πράσινη οικονομία, δηλαδή σε μια συμμετοχική και συμπεριληπτική οικονομία της γνώσης, επιβάλλει την ανάληψη καινοτόμων πρωτοβουλιών πιλοτικού χαρακτήρα από τις δυνάμεις της πόλης, για την υπέρβαση αυτού του ασφυκτικού πλαισίου. Αφενός, για ένα άλμα στην προσέλκυση και συγκέντρωση κεφαλαίων και, αφετέρου, για την υιοθέτηση σύγχρονων χρηματοπιστωτικών εργαλείων και τοπικών πολιτικών για την γενικευμένη υποστήριξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και της εργασίας που πλήττονται καίρια από αυτή τη μετάβαση, αλλά αποτελούν ταυτόχρονα τον κορμό της τοπικής οικονομίας. 

Οι πρωτοβουλίες αυτές πρέπει να αποβλέπουν ειδικότερα στη ριζική διεύρυνση της δυνατότητας πρόσβασης των επιχειρήσεων της πόλης και της περιοχής, ήδη υφιστάμενων και νέων, σε κεφάλαια, σε προηγμένη τεχνολογία, σε κατάλληλα εκπαιδευμένη εργατική δύναμη και σε εγχώριες και ξένες αγορές, για κάθε τμήμα του παραγωγικού της συστήματος και όχι μόνο για τις όποιες μεγάλες εταιρίες των απομονωμένων θυλάκων της οικονομίας της γνώσης. Ο σχεδιασμός και η παραγωγή τεχνολογικής καινοτομίας είναι μια αβέβαια, επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία μεγάλης έντασης κεφαλαίου που προϋποθέτει πρωτίστως τη χρηματοδότησή της και όχι τόσο τη χωροταξική διάρθρωση της εγκατάστασής της, όπου τείνει να εστιαστεί η προώθηση του σχετικού εγχειρήματος μέχρι σήμερα στην πόλη. Η χρηματοδότησή της ενέχει υψηλούς χρηματοπιστωτικούς κινδύνους, μεγαλύτερους από αυτούς των βιομηχανικών επενδύσεων. Για το λόγο αυτό το κατάλληλο όχημα για τη χρηματοδότησή της είναι η Επενδυτική τράπεζα και οι εταιρείες (Ταμεία) επιχειρηματικών κεφαλαίων παρά οι εμπορικές τράπεζες. Τα Ταμεία επιχειρηματικών κεφαλαίων είναι χρηματοπιστωτικές επενδυτικές εταιρίες που προσφέρουν κεφάλαια, τεχνογνωσία και διασυνδέσεις σε επιχειρήσεις, συμμετέχοντας παροδικά στο μετοχικό τους κεφάλαιο και αναλαμβάνοντας τον επιχειρηματικό τους κίνδυνο μέχρι την ανάπτυξή τους, σε αντιδιαστολή με τον τραπεζικό δανεισμό. Όπως έχει δείξει η μέχρι σήμερα εμπειρία, στις περιοριστικές συνθήκες για την κίνηση κεφαλαίων προς την πόλη που αναφέρθηκαν ανωτέρω, ούτε η Επενδυτική Τράπεζα ούτε τα ιδιωτικά επενδυτικά Ταμεία, αλλά ούτε και η ιδιωτική πρωτοβουλία από μόνη της επαρκούν για να αναλάβουν το ρόλο της χρηματοδότησης της καινοτομίας στη γενικευμένη κλίμακα που απαιτείται για την υπέρβαση της στασιμότητας της πόλης και  τη μετάβασή της σε μια συμμετοχική οικονομία της γνώσης αλλά ούτε μπορούν και να συμμεριστούν τη σκοπιμότητά της. Τι απομένει;

Η διεκδίκηση του μέλλοντος: μια στρατηγική επιλογή για την παραγωγική ανασυγκρότηση

Κλειδί για την αναγέννηση της πόλης σε αυτή την κατεύθυνση είναι η δημιουργία, από τις δικές της δυνάμεις, ενός αυτόνομου από τις κρατικές δομές Περιφερειακού Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας, πιλοτικού για την περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας. Δηλαδή ενός Ταμείου επενδύσεων υπό τη μορφή εταιρίας επιχειρηματικών κεφαλαίων  περιφερειακής εξειδίκευσης και ειδικότερα για την Περιφέρεια Κ. Μακεδονίας. Το Ταμείο θα λειτουργεί με αυστηρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια αλλά η επενδυτική του στρατηγική θα καθορίζεται από τις αναπτυξιακές προτεραιότητες της τοπικής ατζέντας για τη βιώσιμη μετάβαση στην ψηφιακή και στην πράσινη οικονομία. Δηλαδή θα λειτουργεί με τους κανόνες της αγοράς και κριτήρια κοινωνικής και περιβαλλοντικής υπευθυνότητας. Το κεφάλαιό του θα αποτελείται από διαθέσιμα τοπικά ιδιωτικά κεφάλαια, κεφάλαια της EBRD της ΕΤΕ και άλλων διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, και επιστρεπτέους πόρους της Ε.Ε. και του Ελληνικού Δημοσίου. Ένας τέτοιος χρηματοοικονομικός μηχανισμός συνδυάζει, την παροχή ιδίων κεφαλαίων και υψηλής επαγγελματικής τεχνογνωσίας στις ΜΜΕ και στα έργα υποδομών στην Περιφέρεια, θελκτικές αποδόσεις σε ιδιώτες επενδυτές και υψηλή ανταποδοτικότητα στην Εθνική και Περιφερειακή Οικονομία. Προωθεί την καινοτομία, την επιχειρηματικότητα και την κοινωνική συνοχή. Συμβάλλει στην εξυγίανση και στην ανταγωνιστικότητα των Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων σε όλους τους κλάδους και σε όλες τις φάσεις ανάπτυξής τους και στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης. Συμβάλλει στον εκσυγχρονισμό και στη δημιουργία νέων υποδομών. Συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων της οικονομικής πολιτικής και στην τόνωση της τοπικής ανάπτυξης.

Εύλογα εγείρονται τα ερωτήματα:

Είναι το εγχείρημα ώριμο για υιοθέτηση; Πέραν της προφανώς στρατηγικής και επείγουσας σκοπιμότητάς του, υπάρχουν ήδη οι εμπεριστατωμένες αναλύσεις, οι ενδελεχείς μελέτες και οι ολοκληρωμένες τεχνικές επεξεργασίες για την υλοποίησή του.

Ποιος φορέας θα μπορούσε να αναλάβει την πρωτοβουλία για τον συντονισμό των τοπικών δυνάμεων - των φορέων της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της εργασίας – για την πραγματοποίησή του; Χωρίς αμφιβολία, λόγω της σκοπιμότητάς του, η Τοπική (Δημοτική και Περιφερειακή) Αυτοδιοίκηση. Ο ρόλος της, στην κρίσιμη για το μέλλον της πόλης και της περιοχής συγκυρία, της μετάβασης στην ψηφιακή και πράσινη οικονομία, δεδομένων των σημερινών συνθηκών, υποχρηματοδότησης, πίεσης στο βιοτικό επίπεδο και χαμηλών προσδοκιών, οφείλει να είναι καινοτομικός, ξεπερνώντας την παραδοσιακή της λειτουργία ως απομακρυσμένου βραχίονα της κρατικής μηχανής. Οι καιροί επιβάλουν στην Τ.Α. να καταστεί ενεργητικός φορέας τοπικής βιώσιμης ανάπτυξης, που στηρίζεται στην ενεργητική κινητοποίηση της τοπικής κοινωνίας των πολιτών και των τοπικών δημιουργικών δυνάμεων, σε ένα ανοικτό μεν απειλητικό δε και άκρως ανταγωνιστικό σήμερα διεθνές περιβάλλον.

ειδήσεις τώραΘεσσαλονίκη