Απόψεις|23.02.2024 07:45

Δημόσια και Ιδιωτικά Πανεπιστήμια: Τα δέντρα (Μέρος 2)

Ιωάννης Πήτας

Μια μαζική ποιοτική Πανεπιστημιακή εκπαίδευση είναι επιτακτική ανάγκη για την μετάβαση στην αυριανή κοινωνία της γνώσης. Βεβαίως απαιτεί πόρους: τίποτε δεν είναι δωρεάν σε αυτόν τον κόσμο. Η δημόσια εκπαίδευση δεν είναι δωρεάν, σε αντίθεση με τα σλόγκαν περί ‘δωρεάν παιδείας’ που χαϊδεύουν αυτιά γονιών: η δημόσια παιδεία πληρώνεται από το κράτος, δηλαδή τους φορολογούμενους, και, στην χώρα μας, και από τους γονείς.

Επομένως το κόστος της Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι κομβικής σημασίας σε κάθε εκπαιδευτικό σχεδιασμό. Η Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) λέει ότι μέση ετήσια συνολική χρηματοδότηση ανά φοιτητή (δημόσιοι και ιδιωτικοί πόροι) είναι 3530€ (2021) [1]. Παρόμοιο είναι και το σχετικό νούμερο (4300 USD) που αναφέρει ο ΟΟΣΑ για το 2020 [2]. Βέβαια η αξιοπιστία των αριθμών αυτών πρέπει να ελεγχθεί.

Στην χώρα μας, η συνολική χρηματοδότηση για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση είναι μικρή: μόνον 1.375.791.809 € για το 2020-2021 [1]. Η δημόσια χρηματοδότηση (938.708.853 €, 68,2%) είναι ακόμη μικρότερη και υποπολλαπλάσια αυτής των οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών. Για παράδειγμα, η ετήσια χρηματοδότηση των Ελληνικών Πανεπιστημίων ανά φοιτητή είναι 8,4 φορές μικρότερη από αυτή των Πανεπιστημίων των ΗΠΑ! Φυσικά, η χαμηλή χρηματοδότηση εξηγεί και την χαμηλή ποιότητα σπουδών σε πολλά πανεπιστημιακά Τμήματα, αν και υπάρχουν και πολλοί άλλοι λόγοι που συνεισφέρουν στις κακές επιδόσεις τέτοιων Τμημάτων. Εξ αιτίας της κρίσης, η κρατική χρηματοδότηση μειώθηκε την τελευταία 15ετία. Έκτοτε δεν ανέκαμψε ουσιαστικά, π.χ., μόνον ένα ποσοστό των θέσεων συνταξιοδοτούμενων μελών ΔΕΠ πληρώθηκε.

Αν η Πολιτεία αυξήσει έστω και λίγο την Πανεπιστημιακή χρηματοδότηση, επιβάλει νοικοκυροσύνη στην διαχείριση των πόρων, εγκαταλείψει την πολιτική ‘κάθε Χωριό και Πανεπιστήμιο’, τα αποτελέσματα στην ποιότητα του Δημόσιου Πανεπιστημίου θα μπορούσαν να είναι θεαματικά, π.χ., στην αύξηση των προσφερόμενων θέσεων φοιτητών σε σχολές μεγάλης ζήτησης, όπως η Πληροφορική, μέσω εισαγωγικών εξετάσεων.       

Ένα ποσοστό των λειψών πόρων καλύφθηκε κυρίως μέσω της εξωτερικής χρηματοδότησης (437.082.956 €, 31,8%), δηλαδή μέσω προσέλκυσης ανταγωνιστικών ερευνητικών κονδυλίων. Για παράδειγμα, τα τελευταία 30 χρόνια, η ετήσια κρατική χρηματοδότηση του Εργαστηρίου Τεχνητής Νοημοσύνης και Ανάλυσης Πληροφοριών του Τμήματος Πληροφορικής ΑΠΘ, του οποίου είμαι Διευθυντής, είναι πολύ λιγότερη από το 1% της χρηματοδότησής του από ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα (κυρίως Ευρωπαϊκά)!    Χάρις κυρίως στην εξωτερική χρηματοδότηση, αλλά και την θετική επίδραση των διακρίσεων των Ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό, η Ελλάδα βρίσκεται στην 24η θέση παγκοσμίως και στην 18η στην Ευρώπη ως προς τον αριθμό των κορυφαίων επιστημόνων στον κόσμο, αν ληφθεί υπόψιν η αναλογία τους στο πληθυσμό της κάθε χώρας [4]. 

Για λόγους γενικότερης αγκύλωσης της δημόσιας Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, τα Ελληνικά δημόσια Πανεπιστήμια δεν έδειξαν εξωστρέφεια στην προσφορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών, εκτός από εντατικά (καλοκαιρινά) μαθήματα, Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών (αρκετών με δίδακτρα) και πολύ λίγα Προγραμμάτων Προπτυχιακών Σπουδών για διεθνείς φοιτητές. Τα σχετικά δίδακτρα ήταν πολύτιμος εξωτερικός πόρος χρηματοδότησης των εμπλεκόμενων Τμημάτων κατά την τρέχουσα περίοδο των ισχνών αγελάδων. Όμως, τέτοιες προσπάθειες πρέπει να γίνονται με προσοχή και με υγιή κριτήρια, διότι πολύ εύκολα  μπορούν να εκτραπούν σε πανεπιστημιακά παραμάγαζα.

Γενικά, το δημόσιο Πανεπιστήμιο, παρ’ όλες τις αδυναμίες του, μπόρεσε να ανταποκριθεί με αξιοπρέπεια στις ανάγκες δημιουργίας επιστημονικού δυναμικού που στελέχωσε την μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη. Ειδικότερα, ο θεσμός των Πανελληνίων εξετάσεων, παρ’ όλες τις στρεβλώσεις ποιότητας που υπέστη, διατήρησε μια αξιοζήλευτη αξιοπιστία και βοήθησε να εμπεδωθεί ένα αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης σχετικά με την συνεισφορά της μόρφωσης στην κοινωνική ανέλιξη.

Βεβαίως, το βασικό μειονέκτημα της επιμονής μόνον στο δημόσιο Πανεπιστήμιο είναι ότι δεν κινητοποιούνται όλοι οι διαθέσιμοι πόροι, ειδικά οι ιδιωτικοί. Για να γίνει αυτό, πρέπει η Πολιτεία να επιτρέψει την λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων χωρίς ημίμετρα, με τροποποίηση του Συντάγματος του 1975. Στην τρέχουσα διεθνή συγκυρία (σύγκλιση ερευνητικών προσπαθειών στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα), αυτή η προοπτική φαίνεται πολύ λογική. Η επιχειρούμενη παράκαμψη του άρθρου 16 του Συντάγματος, μέσω της δημιουργίας Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ), δηλαδή παραρτημάτων ξένων Πανεπιστημίων, προσπαθεί να υπερβεί την αδυναμία συμφωνίας των πολιτικών κομμάτων για αναθεώρηση του Συντάγματος. Όμως η ακολουθούμενη διαδικασία είναι δυνητικά ευάλωτη σε μελλοντικές νομικές προσφυγές και δημιουργεί διάφορες παρενέργειες. Αντίθετα, με τροποποίηση του Συντάγματος, κάλλιστα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν, π.χ., μη-κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια. Η χώρα μας έχει δυνατή παράδοση ευεργετών, ιδιαίτερα στο παρελθόν.

Για καθαρά ιδιωτικά Πανεπιστήμια, οι ιδιώτες επενδυτές θα έχουν στόχο το κέρδος. Το κόστος της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης φαίνεται να είναι σχετικά χαμηλό, όπως υπονοεί η προηγούμενη ανάλυση. Εύκολα οι ιδιώτες θα μπορούσαν να έχουν ένα πολύ καλό κέρδος, ακόμα και με σχετικά χαμηλά δίδακτρα, που να είναι ανταγωνιστικά με αυτά άλλων χωρών π.χ., της Κύπρου (περίπου 15-33 χιλιάδες €, ανάλογα με την Σχολή). Αν τα πράγματα είναι έτσι, τότε η απόσταση ανάμεσα στα δίδακτρα και το κόστος ανά φοιτητή μπορεί να είναι τεράστια και να υπάρχουν πολύ μεγάλα περιθώρια για υπερκέρδη. Όμως η βιωσιμότητα των Πανεπιστημίων θα εξαρτηθεί και από την εν δυνάμει πελατεία τους. Εδώ, ο αριθμός των Ελλήνων προπτυχιακών φοιτητών εξωτερικού είναι κρίσιμος  (40 χιλιάδες, σύμφωνα με την Κυβέρνηση ή 4-5 χιλιάδες, σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις).  

Ένας άλλος υπαρκτός κίνδυνος είναι, μέσω των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, να οδηγηθούμε σε γενική αύξηση του κόστους της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (δημόσιας ή ιδιωτικής) για την Ελληνική οικογένεια. Τυχόν αύξηση του κόστους της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση της επιθυμίας των νέων για Πανεπιστημιακή εκπαίδευση [3]. Θα μπορούσαμε όμως να πετύχουμε μαζικότητα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με άλλους, πολύ καλύτερους τρόπους, π.χ., με υποτροφίες σε φοιτητές δημοσίων ή ιδιωτικών Πανεπιστημίων μαζικά, με την αυστηρή προϋπόθεση ότι οι επιδόσεις τους είναι πάνω από την βάση (τουλάχιστον). Η δημόσια επένδυση στην Παιδεία ήταν ανέκαθεν ο καλύτερος τρόπος οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Σίγουρα η λύση δεν είναι πολιτική των δανείων που καταχρεώνουν τους νέους πτυχιούχους (π.χ.,  Ην. Βασίλειο). Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο με τις τρέχουσες κοινωνικές ανάγκες και θα είναι καταστροφικό για την ανταγωνιστικότητα αυτών των οικονομιών.

Το μέγα ερώτημα είναι το κατά πόσον τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια (αλλά και τα δημόσια) θα προσφέρουν ποιοτική εκπαίδευση στην χώρα μας. Η ανυπαρξία ενιαίου θεσμικού πλαισίου δημόσιας και ιδιωτικής Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης δεν δημιουργεί καλές συνθήκες εκκίνησης. Τα ΝΠΠΕ, καθ’ ενός με δικούς του εσωτερικούς μηχανισμούς (και διάρκεια σπουδών), με βάση αυτούς των μητρικών τους Πανεπιστημίων, θα οδηγήσει σε μια πανσπερμία σπουδών και πτυχίων που δυνητικά θα είναι πηγή μεγάλων προβλημάτων στο μέλλον.  Επιπλέον, δεν μπαίνει καμμιά προϋπόθεση ποιότητας στα ξένα μητρικά Πανεπιστήμια. Δυστυχώς, δευτερο-τριτοκλασάτα μητρικά Πανεπιστήμια δεν μπορούν να εγγυηθούν ούτε την ποιότητα των διδασκόντων, ούτε των προγραμμάτων σπουδών. Όπου όμως τέτοια Πανεπιστήμια συνεργάζονται ήδη με Κολλέγια, μπορούν όμως να ανοίξουν την Κερκόπορτα για την μετεξέλιξη των Κολλεγίων σε ιδιωτικά Πανεπιστήμια.  Η εισαγωγή κριτηρίων ποιότητας για τα μητρικά Πανεπιστήμια (π.χ., να ανήκουν στα 100 καλύτερα του κόσμου) στον νόμο θα μπορούσε να λύσει ως δια μαγείας διάφορα προβλήματα ποιότητας των εδώ ΝΠΠΕ τους.

Η ποιότητα σπουδών απαιτεί καλές υποδομές, άρα αυξημένες αρχικές επενδύσεις, λειτουργικό κόστος και κόστος παγίων (ο νόμος έχει κάποιες σχετικές προβλέψεις). Βασικά όμως η ποιότητα σπουδών απαιτεί καλούς φοιτητές. Η λύση ότι σε Ελληνικά Πανεπιστήμια δημόσια ή ιδιωτικά μπορούν να σπουδάσουν μόνον όσοι παίρνουν την βάση στις Πανελλήνιες εισαγωγικές εξετάσεις είναι αρκετά ικανοποιητική και δίκαιη, εφ’ όσον ήδη εφαρμόζεται για τα δημόσια Πανεπιστήμια. Βέβαια και πάλι υπεισέρχεται ένα στοιχείο κοινωνικής αδικίας. Τουλάχιστον όμως εξασφαλίζεται ότι δεν θα δίνονται πτυχία-κουρελόχαρτα. Η λύση αυτή λειτουργεί αποτρεπτικά και για σπουδές στο εξωτερικό (τουλάχιστον όσων  έχουν τα ελάχιστα προσόντα). Δυστυχώς όμως, κολλέγια με πλήρη επαγγελματικά δικαιώματα και χωρίς βάση εισαγωγής πιθανότητα θα συνεχίσουν να υπάρχουν και στο μέλλον.

Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά τα επαγγελματικά προσόντα των Πανεπιστημίων οιουδήποτε τύπου, το πρόβλημα ποιότητας μπορεί να λυθεί με αδιάβλητες εξετάσεις επαγγελματικής επάρκειας των αποφοίτων τύπου Πανελλαδικών, τουλάχιστον για κατοχυρωμένα ή/και περιζήτητα επαγγέλματα, π.χ., Ιατρική, Οδοντιατρική, Νομική, Πληροφορική, Μηχανικοί. Σε όλες τις σοβαρές χώρες υπάρχουν ανάλογες εξετάσεις. Τέτοιες εξετάσεις θα περιορίσουν κατά πολύ την ζήτηση για υποβαθμισμένες σπουδές και πτυχία, είτε από ιδιωτικά είτε από δημόσια Πανεπιστήμια στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό.    

Δεν πρέπει όμως να αποκλείσουμε ένα άλλο σενάριο, δεδομένης της επιτυχίας της ιδιωτικής βασικής και μέσης εκπαίδευσης στην χώρα μας και της επιτυχίας ιδιωτικών Πανεπιστημίων σε μερικές άλλες χώρες: καλοί και πλούσιοι φοιτητές θα προτιμούν τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια.  Σε τέτοιες συνθήκες, τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια θα βγάζουν τα αυριανά στελέχη και τα υποβαθμισμένα και τα υποχρηματοδοτούμενα Δημόσια Πανεπιστήμια θα παράγουν πτυχιούχους δεύτερης κατηγορίας.

Κατά την γνώμη μου, το κύριο διακύβευμα δεν είναι αν θα γίνουν ή όχι ιδιωτικά Πανεπιστήμια, αλλά το πως θα έχουμε μία μαζική, προσβάσιμη, δημοκρατική και ποιοτική πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην χώρα μας, που θα είναι πηγή κοινωνικού πλούτου. Τέτοια Πανεπιστήμια θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα νέο κλίμα στην χώρα που θα επιτρέψει, την επιστροφή εγκεφάλων (brain gain) από το εξωτερικό.   Ένας υγιής ανταγωνισμός ανάμεσα στα Πανεπιστήμια κάθε τύπου και σε διεθνοποιημένο περιβάλλον, μόνον θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει στην χώρα μας και για την δημόσια και για την ιδιωτική πανεπιστημιακή παιδεία, αρκεί να μην τραβηχτεί το χαλί κάτω από τα πόδια της πρώτης.  Όντας και απόφοιτος και καθηγητής δημόσιου Πανεπιστημίου (του ΑΠΘ) επί 43 χρόνια, και έχοντας διδάξει σε διάφορα Πανεπιστήμια στο εξωτερικό, ειλικρινά πιστεύω ότι μπορούμε να φτιάξουμε μια πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην χώρα μας για την οποία να είμαστε περήφανοι. 

Βιβλιογραφία

[1] Ετήσια Έκθεση για την Ποιότητα της Ανώτατης Εκπαίδευσης 2021, Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης.

[2] Annual expenditure per student on educational institutions in OECD countries for primary, secondary and tertiary education in 2020, by country (in U.S. dollars), Statista, https://www.statista.com/statistics/238733/expenditure-on-education-by-country/

[3] S. Yanatma, ‘Student loans in Europe: Is university worth the debt?’, Euronews, 11/1/2024,

https://www.euronews.com/business/2024/01/11/student-loans-in-europe-is-university-worth-the-debt

[4] Έρευνα ΕΛΜΕΠΑ: Yψηλές διεθνώς οι ακαδημαϊκές επιδόσεις των κορυφαίων Ελλήνων επιστημόνων, https://agonaskritis.gr/%CE%AD%CF%81%CE%B5%CF%85%CE%BD%CE%B1-%CE%B5%CE%BB%CE%BC%CE%B5%CF%80%CE%B1-y%CF%88%CE%B7%CE%BB%CE%AD%CF%82-%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CF%8E%CF%82-%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CE%BA%CE%B1%CE%B4%CE%B7%CE%BC/

Παιδείαπανεπιστήμιαιδιωτικά πανεπιστήμιαειδήσεις τώρα