Απόψεις|27.04.2024 09:37

Πάσχα στο χωριό

Άντζελα Ζιούτη

Κάτι τέτοιες μέρες γίνομαι και πάλι παιδί. Κι επιστρέφω στη μνήμη. Όπως επέστρεφα από την πόλη στο χωριό μου για να γιορτάσουμε όλοι μαζί το Πάσχα. Στο Άγιο Πνεύμα Σερρών. Είχε μπει πια η Άνοιξη και οι παπαρούνες ολοκόκκινες λικνίζονταν από το ελαφρύ αεράκι στα λιβάδια. Ίδιες με το αίμα του Χριστού. Η μητέρα με έπαιρνε μαζί της στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία ή και σε άλλα κοντινά εκκλησάκια που είχαν λειτουργία από τις επτά το πρωί. Μετά κάναμε έναν μικρό περίπατο στα στενά σοκάκια του χωριού και πίναμε πορτοκαλάδα στο καφενείο του Nίκου Μανιάτη. Πάντα μας ρωτούσε «Θέλετε ποτήρι ή καλαμάκι;» κι εμείς γνέφαμε ότι, θέλουμε απλώς μία παγωμένη πορτοκαλάδα. Ω, ήταν τόσο όμορφα!

Νηστεύαμε πάντα κατά τη Σαρακοστή. Στο τραπέζι υπήρχε καθημερινά το ψωμί και οι ελιές θρούμπες. Για τυρί φέτα ή βούτυρο αγελάδας ούτε κουβέντα να γίνεται. Και όταν νιώθαμε λιγούρες για κάτι γλυκό η μητέρα πήγαινε με μια δρασκελιά στο μπακάλικο του Κούτσα και μας έφερνε χαλβά με φιστίκι ή αμύγδαλο. Τα κελαιδίσματα των πουλιών μπερδεύονταν με τους ψαλμούς και τα Ευαγγέλια. Προπάντων τα Ευαγγέλια με συγκινούσαν και μου προσέφεραν μία κατάνυξη. Το Σάββατο του Λαζάρου έβγαιναν ντυμένες με παραδοσιακές φορεσιές και λουλούδια στο κεφάλι οι Λαζαρίνες. Νεαρά κορίτσια που διαμήνυαν τον ερχομό της εβδομάδας των Παθών. Και μετά η Κυριακή των Βαΐων. Ο Ιησούς έμπαινε θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα. Μόνο τότε διακόπταμε τη μακρόσυρτη νηστεία και τρώγαμε μπακαλιάρο ή συναγρίδα. Ο παπά Θεοφάνης – πολύ γραμματιζούμενος – μέσα στα ράσα διάβαζε το Τροπάριο της Κασσιανής κι εμείς σταυροκοπιόμασταν. Καθαρά και σταράτα λέξη προς λέξη. Στην εκκλησία πήγαιναν χωρικοί, αγρότες, μυλωνάδες και κάποιοι άλλοι ακόμη από το διπλανό χωριό. Τα νερά τρέχανε από τις υπαίθριες βρύσες και γεμίζανε τις γούρνες. Με την μυρωδιά του τσουρεκιού στον αέρα που ψήνεται στον φούρνο να μπαίνει στα ρουθούνια.

Ποτέ δεν θα ξεχάσω την Μεγάλη Παρασκευή. Τι κι ήταν Άνοιξη. Ο ήλιος έσβηνε ξαφνικά. Πνιγότανε στα σύννεφα και γρήγορα άρχιζαν οι βροντές. “Σημάδι του Θεού” μονολογούσε η κυρά Διαλεχτή πλέκοντας σοσόνια για το δισέγγονο που ήταν ακόμα στην κοιλιά. Η θεία Ζαμπακιά ευθυτενής και συγκινημένη τραγουδούσε μπροστά στις εικόνες των Αγίων “Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα...”. Και τα δάκρυα των πιστών γεμίζανε τα μαντήλια. Ο Επιτάφιος με το χρυσοκέντητο σεντόνι του νεκρού Κυρίου και το ακάνθινο στεφάνι στην κορυφή. Η περιφορά του από την μία άκρη ως την άλλη της κοινότητας με τις καμπάνες να χτυπούνε πένθιμα. Τόσο πένθιμα που μία πρόκα σου τρυπούσε την καρδιά.

Ώσπου με τη χαραυγή όλα άλλαζαν. Μεγάλο Σάββατο πια και οι ηλιαχτίδες έκαναν τον ουρανό να λαμπυρίζει. Οι προετοιμασίες για την μαγειρίτσα και τα βαμμένα αυγά στο τραπέζι της κουζίνας.

«Xριστός Aνέστη εκ νεκρών» έψαλλε το βράδυ ο παπά – Θεοφάνης και ο ουρανός αυτή τη φορά φωτίζονταν από τα βεγγαλικά. Τόση χαρά δεν ένιωσα ποτέ. Μου φαινότανε σαν μία νίκη ή ένας μεγάλος θρίαμβος. Εκείνου που μετά τον Μυστικό Δείπνο μαστιγώθηκε και καρφώθηκε στον σταυρό. Πεθαίνοντας μαρτυρικά σαν άνθρωπος κι τώρα έβγαινε ζωντανός από τον τάφο και ανέβαινε ψηλά. Δίπλα στον επουράνιο Πατέρα του.

Έτσι έμαθα ότι, για να έρθει η Ανάσταση, πρέπει να προηγηθεί το Πάθος. Τότε που μόλις γνώριζα τη ζωή. Την αληθινή χαρά δηλαδή την κατακτούμε μόνο ύστερα από τον κόπο και την λύπη. Και αφού πρώτα λάβουμε το «φιλί του Ιούδα» σε κάποιο σύγχρονο κήπο της Γεσθημανής.

Πάσχαχωριόειδήσεις τώρα