Απόψεις | 15.06.2019 15:54

Η µάχη της Κεντροαριστεράς απαιτεί πολιτική βούληση και γενναιότητα

Τραϊανός Χατζηδημητρίου

Ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε πριν από κάποια χρόνια από το δύσκολο µονοπάτι της ενοποίησης, αφού «έζησε» χρόνια ως συνεταιρισµός πολλών κοµµάτων και οµάδων. Και, περνώντας από τη δοκιµασία της «πραγµατικής ζωής» ως κυβερνητικό κόµµα, αποδείχτηκε ότι, παρά το ενιαίο του κόµµατος, όταν συνενώνονται αντιτιθέµενες οµάδες, µε µεγάλες αποκλίσεις, από «γκρουπούσκουλα» που αισθάνονται καλά µόνον όταν χωρούν να συνεδριάσουν σε ένα δωµάτιο ξενοδοχείου, µέχρι πούρους σοσιαλδηµοκράτες παλαιάς κοπής, τότε νοθεύεται το «πολιτικό µήνυµα», χάνεται ένα τµήµα της εκλογικής βάσης, εκείνων των κοινωνικών στρωµάτων που «αισθάνονται» ότι δεν εκπροσωπούνται πια.

Κι αυτό συµβαίνει επειδή οι διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις και συµπεριφορές βγαίνουν στον αφρό, «αξιοποιούνται» ως αδυναµίες από τα επικοινωνιακά επιτελεία των αντιπάλων κοµµάτων και οδηγούν σε απαξία, αποχή ή καταψήφιση.

Το ΚΙΝΑΛ θεωρεί καλό το αποτέλεσµα των ευρωεκλογών. Και µε ένα εσωτερικό ξεκαθάρισµα-µήνυµα, επιχειρεί να κοντράρει τον ΣΥΡΙΖΑ, θεωρώντας ότι µπορεί να αλλάξει τους συσχετισµούς δυνάµεων στον ευρύτερο σοσιαλιστικό χώρο και να εκπροσωπήσει δυνάµεις που απογοητεύθηκαν από την υπερτετραετή διαχείριση του κυβερνητικού κόµµατος. Κι αυτό επειδή είναι ένας χώρος που διαθέτει αναγνωρίσιµα στελέχη, που συνήθως δύσκολα βάζουν νερό στο κρασί τους, εµφορούµενα από µια τάση κυβερνητισµού και «τεχνογνωσίας» διακυβέρνησης.

Η πολιτική µας ζωή χρειάζεται ισχυρά κόµµατα, που θα εκφράζουν τµήµατα του λαού και θα µπορούν να συµβάλλουν σε κυβερνητικές λύσεις. Αυτό, για να γίνει, να σταθεί και να καρπίσει, απαιτεί πολιτική βούληση και γενναιότητα. Ο χώρος της Σοσιαλδηµοκρατίας θέλει εξαρχής «κατασκευή», όχι «επισκευή». Στις προσεχείς εκλογές, παίζεται και αυτό το «έργο». Το αποτέλεσµα της όλης διαδικασίας, που de facto έχει ξεκινήσει, θα εξαρτηθεί σε µέγιστο βαθµό από την ωριµότητα ή την ανωριµότητα των δύο εµπλεκοµένων µερών. 

Το ερώτηµα βεβαίως για το ελληνικό πολιτικό σύστηµα και ειδικότερα για τα δύο εξ ορισµού και «θέσεως» κεντροαριστερά κόµµατα δεν είναι η τύχη του α ή β επωνύµου στελέχους. Είναι ποια µορφή θα έχουν αυτά τα κόµµατα, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ, έπειτα από µικρό χρονικό διάστηµα. Το προσεχές φθινόπωρο για παράδειγµα. Θα είναι κόµµατα σαν κι αυτά που γνωρίζουµε τώρα ή θα «επανιδρυθούν» µε ευθύνη των πολιτικών αρχηγών τους προσπαθώντας να απαντήσουν στα προβλήµατα της ριζικά διαφορετικής µεταµνηµονιακής Ελλάδας; Συνήθως οι κοµµατικοί µηχανισµοί σέρνουν µαζί τους τη δύναµη της αδράνειας. Κι αυτός είναι ένας υπαρκτός κίνδυνος…

Γιατί τα κόµµατα που υπάρχουν σήµερα στο πολιτικό σκηνικό της Κεντροαριστεράς δηµιουργήθηκαν σε άλλες εποχές και απάντησαν µε τις ιδρυτικές διακηρύξεις και τα προγράµµατά τους στα τότε αιτήµατα των καιρών. Και δεν αναφέροµαι σε µικρές δυνάµεις που δηµιουργήθηκαν στο περιθώριο της µνηµονιακής λαίλαπας και τώρα αυτοκαταργήθηκαν µε συνοπτικές διαδικασίες. Τα πολιτικά κόµµατα της Κεντροαριστεράς οφείλουν να προβληµατισθούν χωρίς έπαρση περί αυτάρκειας, να αναδηµιουργηθούν και να είναι έτοιµα να συµπράξουν µε βάση στόχους του άµεσου µέλλοντος, αν θέλουν να συσπειρώσουν και πάλι πλειοψηφικά τµήµατα της κοινωνίας, οδηγώντας τη χώρα µελλοντικά σε σύγχρονα οικονοµικά µονοπάτια ανάπτυξης και προόδου, µε κοινωνικό πρόσωπο και στίγµα. Ετσι θα δικαιώσουν την ανάγκη να υπάρχουν.

ΚΙΝΑΛΣΥΡΙΖΑκεντροαριστερά