Απόψεις|24.07.2019 14:18

Μια νέα «γραµµατική» για τον πολιτισµό

Newsroom

Αναρωτιέται κανείς τι είδους κυβερνητικό όραµα και σχέδιο µπορεί να υπάρξει κάτω από την εργαλειακή λογική των ιδιωτικών επενδύσεων και τη φιλοσοφία της «αυτοχρηµατοδότησης του πολιτισµού» για την οποία µίλησε η υπουργός κυρία Μενδώνη στις Προγραµµατικές, ασπαζόµενη το γενικότερο κλίµα του real estate και του rebranding της χώρας. «Αντιµετωπίζουµε τον πολιτισµό συνολικά ως εξαγώγιµο προϊόν» ήταν µία από τις αξιωµατικές δηλώσεις της υπουργού και αποτελεί από µόνη της, µεταξύ πολλών άλλων, θέµα εργασίας για τους πρωτοετείς φοιτητές της πολιτιστικής διαχείρισης.

Στην προκειµένη όµως περίπτωση η αλήθεια είναι γυµνή και προκλητική: προϊόν αντί πολιτιστικών αγαθών, αξιοποιήσιµο κεφάλαιο και προστιθέµενη αξία αντί πολιτιστικής κληρονοµιάς, βιοµηχανία αντί δηµιουργικών και καλλιτεχνικών δυνάµεων της χώρας. Πρόκειται όχι απλώς για άλλο λεξιλόγιο, αλλά για άλλη γραµµατική, για την εκ θεµελίων επανεννοιολόγηση του πολιτισµού, για µια νέα συστατική συνθήκη του τρόπου µε τον οποίο η κυβέρνηση της Ν∆ και οι τεχνοκράτες σύµβουλοί της αντιλαµβάνονται την πολιτιστική κληρονοµιά και τον σύγχρονο πολιτισµό, το πιο σηµαντικό και ευαίσθητο συµβολικό πεδίο της χώρας.

Ωστόσο, ήταν πρόδηλο από τις ρητές αναφορές του µπλε φακέλου ότι η κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη επιφύλασσε ως στρατηγική επιλογή για το υπουργείο Πολιτισµού την «ισχυρή ανάπτυξη µε περισσότερες επενδύσεις» και πρώτο στόχο την «τουριστική ανάπτυξη». Σε αυτό το πλαίσιο ο πολιτισµός δεν αποτελεί παρά ένα παρακολούθηµα της οικονοµίας και του τουρισµού, εργαλείο στα χέρια των managers και των διαχειριστών funds και real estate, µια καλή ευκαιρία ιδιωτικών επενδύσεων άνευ όρων και άνευ ορίων, όπως έχουµε δει να συµβαίνει και σε άλλες (αποτυχηµένες ευτυχώς) απόπειρες στο παρελθόν.

Είναι η ίδια φιλοσοφία που επιχείρησε να εφαρµόσει στην Ιταλία πριν από χρόνια ο Μπερλουσκόνι χωρίς αποτέλεσµα και µε τεράστιες αντιδράσεις από την επιστηµονική κοινότητα και τους διανοούµενους. Στη δική µας περίπτωση, η υπουργός ανταποκρίθηκε χωρίς προφανείς επιφυλάξεις, έτοιµη από καιρό και από τη θητεία της σε προηγούµενες κυβερνήσεις, µόνο που ακόµη και για µια τόσο εργαλειακή προσέγγιση του πολιτισµού απαιτείται ένα πιο σοβαρό σχέδιο, µε επαγγελµατικές προδιαγραφές και όχι θεσµικούς ή οικονοµικούς αυτοσχεδιασµούς που καταρρέουν την επόµενη µέρα. Κι αυτά, όπως φαίνεται, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν υπάρχουν.

∆ιότι αν υπήρχαν, δεν θα βλέπαµε µέσα σε λίγες µέρες τη θριαµβευτική εξαγγελία της ενοποίησης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου µε το Πολυτεχνείο και το Ακροπόλ να χάνει τους δύο από τους τρεις πόλους του, λόγω των περιορισµών του κληροδοτήµατος Τοσίτσα και των αντιδράσεων του Πολυτεχνείου αφενός, των προδιαγραφών ΕΣΠΑ για το Ακροπόλ αφετέρου. Τι αποµένει µέσα σε µια εβδοµάδα, η υπογειοποίηση της Τοσίτσα, αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για τις προσδοκίες του µεγάλου έργου που καλλιεργήθηκαν. Αποµένει επίσης η χρηµατοδότηση της µελέτης από το Ιδρυµα Νιάρχος.

Μόνο που κι εδώ η κυβέρνηση µοιάζει να πηγαίνει αυτοσχεδιάζοντας, καθώς η προχειρότητα της αρχικής εξαγγελίας και η άµεση «διόρθωση»-συρρίκνωσή της φέρνει στον νου τη µελέτη της Πανεπιστηµίου που είχε αναλάβει άλλο ίδρυµα µε κόστος εκατοµµυρίων αλλά που απορρίφθηκε µετ’ επαίνων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και από την οποία δεν απέµεινε παρά η έκθεση µε τις µακέτες. Το παραπάνω είναι µόνο ένα παράδειγµα από τα πολλά που περιέχει ο φουσκωµένος κατάλογος των Προγραµµατικών, για να φανεί πόσο γρήγορα ο ταχύς εντυπωσιασµός µετατρέπεται σε µαταίωση. Κι ας επισηµάνουµε ότι όσο κι αν είναι στις προθέσεις αυτής της κυβέρνησης να αλλάξει ή να παρακάµψει το θεσµικό πλαίσιο προς όφελος ιδιωτικών συµφερόντων που τα ονοµάζει συλλήβδην επενδύσεις, δεν θα της είναι καθόλου εύκολο.

Λίνα ΜενδώνηΜυρσίνη Ζορμπάυπουργείο Πολιτισμού