Απόψεις|18.11.2018 16:05

Aναµνήσεις µιας άλλης ζωής

Λουδοβίκος των Ανωγείων

Ένα παιδί δεν ξεχνάει ποτέ. Ετσι έλεγαν οι παλιοί… Θα σας διηγηθώ µικρές ιστορίες µέχρι και 50 χρόνια πριν, όταν το χωριό µου προσπαθούσε να αναστήσει τον εαυτό του πάνω στα ερείπια των Γερµανών.

Η γειτονιά µας ήταν κλειστή. Στη µέση υπήρχε ένα χάλασµα (κατάλυµα), αποµεινάρι του Ολοκαυτώµατος. Εφτά οικογένειες, εφτά µητέρες. Η Μαρία, η Ασηµένια, η Αργυρώ, το Ρηνάκι, η Θηρεσία, η Λουλουδιά και η Ελευθερία. Ολες µαζί είχαν 43 παιδιά.

Τα σπίτια ήταν µικρά, χτισµένα όπως όπως, δίπατα κυρίως. Το ισόγειο, που το έλεγαν κατώγι, ήταν η αποθήκη όπου υπήρχαν τα ξύλα, το λάδι, το κρασί, τα ζώα, ο αχυρώνας. Στον όροφο έµενε η οικογένεια. Ο ένας πάνω στον άλλο δηλαδή. Το εργαστήρι υφαντικής της µητέρας και αργότερα της αδελφής απαραίτητο στο κάθε σπίτι. Μια µικρή καµινάδα στη γωνιά του σπιτιού για θέρµανση και µαγειρική µε ξύλα φυσικά. Υπήρχε και µια εσοχή στον τοίχο που τη λέγαµε σταµνοστάτη.

Εκεί ήταν το σταµνί µε το νερό για να πιούµε και να µαγειρέψουµε. Πηγές δεν είχαµε. Το νερό το παίρναµε από το πηγάδι. Όλοι οι πατεράδες της γειτονιάς ήταν βοσκοί, εκτός του θείου του Γιώργη, του άντρα της Θηρεσίας που ήταν γεωργός.

Τον χειµώνα οι βοσκοί πήγαιναν στα χειµαδιά τα πρόβατα, γιατί το κρύο είναι πολύ όταν τα χιόνια πλακώνουν τα όρη. Όταν είχε χιόνι συνήθως δεν κάναµε µάθηµα. Τα σχολεία παρέµεναν κλειστά, προς µεγάλη µας ευχαρίστηση. Θυµάµαι έναν χειµώνα που ξυπνήσαµε ένα πρωί και το χιόνι ήταν κοντά στο ένα µέτρο και συνέχιζε να χιονίζει. Η εικόνα µαγική από τα τζάµια, να πέφτει το χιόνι σαν µικρές πεταλούδες. Παραµέναµε στα κρεβάτια για να είµαστε ζεστοί.

Ο θείος ο Γιώργης ήταν ο µόνος άντρας στη γειτονιά. Με το φτυάρι ξεχιόνιζε τις πόρτες και έφερνε ξύλα από το σπίτι του και γάλα από τις αιγές του. «Καλή χιονιά» έλεγε, µόλις άνοιγε η κάθε πόρτα, χαµογελαστά. Οι µέρες περνούσαν µε τη βοήθεια του ενός για τον άλλον.

Κάποια µέρα που οι πιο «µεγάλοι» από εµάς βγήκαν στο χιόνι να παίξουν, άνοιξαν έναν µικρό λάκκο. Μετά έβαλαν κλαδιά και από πάνω χιόνι. Η παγίδα ήταν έτοιµη για τον άτυχο κουλουρά που περνώντας έπεσε. Σκόρπισαν τα κουλούρια από τη λαµαρίνα και οι µικροί «ληστές» άρπαξαν από ένα κουλούρι και εξαφανίστηκαν. Εκείνος έδωσε τόπο στην οργή και γέλασε πικρά, αλλά γέλασε.

Στήναµε παγίδες και για τους άτυχους σπουργίτες. Τους πιάναµε και µετά τους ψήναµε στα κάρβουνα. Όταν έβγαινε ο ήλιος και το χιόνι υποχωρούσε, µέσα σε µια λεκάνη η µητέρα έβαζε χιόνι καθαρό και µετά έχυνε από πάνω το πετιµέζι, το λικέρ του σταφυλιού, το ανακάτευε και µε τα κουταλάκια τρώγαµε την «αρχαία» γρανίτα.

Στο σχολείο µας κάθε τάξη είχε και µια ξυλόσοµπα. Κάθε πρωί µαζί µε την τσάντα µας (που ήταν υφαντή) έπρεπε να κρατάµε και ένα ξύλο για τη σόµπα από το σπίτι.

Σκουπίδια τότε δεν είχαµε. Θυµάµαι τα χαρτιά πήγαιναν στην τουαλέτα. Ο,τι έµενε από φαγητό, αν έµενε βέβαια, πήγαινε στα γουρούνια και τα αποκαθαρίδια στις κατσίκες.
Το γάλα καµιά φορά ήταν κονσέρβα σε κουτί. Θυµάµαι τη φωτογραφία πάνω, µε ένα παιδί να θηλάζει και τη λεζάντα «µικρή Ολλανδέζα».

Σε αυτά τα κουτάκια, λοιπόν, ο κυρ Γιάννης ο Καλαητζής, κολλούσε ένα χεράκι, τα έκανε κούπα και το χρησιµοποιούσαµε για να πίνουµε νερό και τσάι. Ο θείος ο Γιώργης είχε καζάνι και έβγαζε τη ρακή. Θυµάµαι την εικόνα του. Ήταν σαν αρχαίος θεός, καθώς µέσα στους ατµούς άδειαζε το καζάνι από τα τσίκουδα µε µια µεγάλη πιρούνα και έριχνε µέσα τα καινούργια στράφυλα για την επόµενη καζανιά.

Μετά θυµάµαι να βάζει το καπάκι, να συνδέει τη σωλήνα και µε ζύµη να κολλάει τις ενώσεις για να µη βγαίνει ο ατµός. Όταν ήθελε να δοκιµάσει την ποιότητα της ρακής, γέµιζε ένα ποτηράκι, το σκέπαζε µε την παλάµη του και µετά το χτυπούσε πάνω στον µηρό του. Εβγαζε την παλάµη και η ρακή ήταν γεµάτη χάντρα σαν κολιέ γύρω γύρω στο ποτήρι.

Αν δεν είχε, δεν ήταν δυνατή. Και µετά κέρναγε τους φίλους του που κάθονταν µε τις ώρες να τρώνε και να πίνουν ρακή και να κουβεντιάζουν µε πειράγµατα και χαρά. Κάποια στιγµή ο θείος ο Γιώργης -θυµάµαι σαν τώρα- πήρε µια ζεστή οφτή πατάτα από τη φωτιά, τη χτύπησε στα χοντρά, κατάµαυρα χέρια του για να φύγει η στάχτη και µου την προσέφερε µε πατρικό χαµόγελο. Μου φάνηκε σαν να έπαιρνα χρυσό µήλο από το χέρι βασιλιά!

Ένα βράδυ µια παρέα άντρες γλεντούν στο καφενείο µε τη λύρα. Το πρωί τούς βρίσκει στα στενά του χωριού να κατεβαίνουν αργά και να τραγουδούν. Συνηθίζεται όταν περνούν µπροστά από τα σπίτια οι νοικοκυρές να βγαίνουν για να κεράσουν την παρέα µε ό,τι έχουν.

Μια γυναίκα, η Στεφανίνα, δεν είχε τίποτε να κεράσει. Βγήκε στην πόρτα µε τα ποτήρια της ρακής γεµάτα νερό. Ηπιαν και ευχήθηκαν. Το νερό τελικά έγινε ρακή από τη µεγάλη στιγµή που ένωσε την ανέχεια µε την ανθρωπιά και τη µερακλοσύνη!

Η µοδίστρα Ελένη είχε µια µηχανή Σίνγκερ. Ακουγόταν από µακριά ο χαµηλός ήχος της όταν τη δούλευε. Μου άρεσε πολύ. Καµιά φορά µε καλούσε να πάω να πάρω το «Ροµάντσο» από τον εισπράκτορα του λεωφορείου που του είχε παραγγείλει να το φέρει από το Ηράκλειο. Η Ελένη µε το γλυκό πρόσωπο και το αγαθό χαµόγελο. Είχε πάντα µια µικρή κλωστή στα ωραία της χείλη αφηµένη.

Και µια αλησµόνητη εικόνα της µάνας µου όταν ερχόταν κουρασµένη από το περιβόλι, ιδρωµένη, κατακόκκινη από τον ήλιο, µε ένα µάτσο άγρια ρόδα. Τα έβαζε στο ποτήρι, στη µέση του τραπεζιού και άρχιζε τις δουλειές µέσα στο σπίτι. Ο πιο γλυκός ήχος ήταν ο χτύπος της βέρας της πάνω στα πιάτα όταν τα έπλενε. 

Ηράκλειο