Απόψεις|07.08.2019 12:36

Γεννιόμαστε ίσοι, μας μαθαίνουν τις διακρίσεις

Newsroom

Της Μαρίας-Χριστίνας Δουλάμη*

Οι διακρίσεις αποτελούν αναπόφευκτο κομμάτι της ζωής μας. Αλλά είναι κάτι που δημιουργούμε εμείς. Αν όλα πηγάζουν από την παιδική μας ηλικία και την εκπαίδευσή μας – όπως μάθουμε δηλαδή – τότε περισσότερο από ποτέ ισχύει το ότι στα παιδιά πρέπει να μαθαίνουμε πώς να σκέφτονται και όχι τι. Με αφορμή το νέο σποτ του Ημιμαραθωνίου Κρήτης όπου ένα παιδί το μόνο που θέλει είναι να παίξει αλλά όλοι είναι πολύ απασχολημένοι για να ασχοληθούν μαζί του γιατί είναι κολλημένοι στα κινητά τους, αντιλαμβανόμαστε ένα απλό γεγονός: πως ένα παιδί θέλει απλά να παίξει και δεν το νοιάζει ποιόν θα έχει συμπαίκτη – είτε είναι άτομο με αναπηρία είτε όχι. Για αυτό είναι η χαρά του παιχνιδιού που έχει αξία. Ως παιδιά, έχουμε ακόμα την ικανότητα να ξεπερνάμε προβλήματα, βοηθάμε άτομα που δεν έχουν τις ίδιες ‘φυσιολογικές’ ικανότητες με μας, τα εντάσσουμε στο παιχνίδι μας, στην παρέα μας, στην κοινωνία μας γενικότερα. Ως παιδιά δεν κάνουμε διακρίσεις. Η κοινωνία μας τις μαθαίνει.

Τα ΑμεΑ – τα Άτομα με Αναπηρίες – είναι άνθρωποι που μπορούν να έχουν διάφορες ανάγκες που δεν αντιμετωπίζουμε όλοι. Η ζωή τους επιφόρτισε με κάποιο τρόπο κάποιο είδος αναπηρίας, είτε είναι αισθητηριακή, κινητική ή διανοητική, ίσως εκ γενετής ή επίκτητη από κάποιο ατύχημα ή αρρώστια. Αυτά τα άτομα είναι φυσικά πρόσωπα που ζουν ανάμεσά μας, θέλουν να λαμβάνουν μέρος στη ζωή μαζί μας, να συνυπάρξουν με μας, απλά έχουν κάποια ιδιαίτερη ανάγκη που χρήζει προσοχή και που ο περισσότερος πληθυσμός δεν έχει. Αυτό δεν παύει να σημαίνει όμως πως αυτοί οι συμπολίτες μας – πέραν από την εμφανή τους ιδιαιτερότητα – δεν έχουν το δικό τους ξεχωριστό χαρακτήρα, τα ταλέντα τους, την προσωπικότητά τους, ακριβώς όπως το κάθε μέλος του γενικού πληθυσμού, όσο κι αν δεν ταιριάζουν σε αυτό το καλούπι που δημιουργούμε στο μυαλό μας ως ιδανικό.

Ο κόσμος μας είναι φτιαγμένος και προσαρμοσμένος για τους «κανονικούς» και τους «τέλειους» ανθρώπους, αυτούς που εμείς θεωρούμε «συνηθισμένους» (π.χ. αρτιμελείς και δεξιόχειρες) γιατί απλά είναι περισσότεροι. Είναι πολλά πράγματα που εμείς κάνουμε «φυσιολογικά», χωρίς να τα σκεφτόμαστε καν, αλλά για άλλους εμφανίζουν κάποια δυσκολία για να γίνουν. Σε πολλές περιπτώσεις λείπουν βασικές υποδομές για να μπορούν να διευκολυνθούν τα «μη συνηθισμένα» άτομα. Φαίνεται πως οι πολλοί δεν προνόησαν για τους λίγους – για την απλοποίηση των καθημερινών τους δυσκολιών όταν (ξαφνικά) γίνει κάποιος ανήμπορος, όταν καθηλώνεται σε τροχοκάθισμα και δεν μπορεί να μετακινηθεί σε μια πόλη χωρίς ράμπες, δυσκολεύεται να βγει, να διασκεδάσει, να κοινωνικοποιηθεί, ακόμα και να βρει δουλειά, και καταλήγει να νιώθει εξορισμένος από μια κοινωνία η οποία δυσκολεύει την ένταξή του γιατί δεν τον θεωρεί «χρήσιμο».

Υπάρχει όμως και έλλειψη γενικής ενημέρωσης για το θέμα αυτό. Γιατί η ημιμάθεια ή η αμάθεια ή ακόμα και η αδιαφορία οδηγεί σε παράλογα συμπεράσματα που μας κάνουν να αποστρέφουμε το βλέμμα από όποιον «δεν είναι σαν εμάς» και γεμίζουν μια κοινωνία με ταμπού και στερεότυπα που περνάμε στα παιδιά μας και τους μαθαίνουμε ποιόν να κάνουν παρέα και ποιόν όχι χωρίς καμία λογική εξήγηση. Έτσι δημιουργούνται ρατσιστικές τάσεις, μέσω του φόβου και της αντιπάθειας για ένα άλλο άτομο που στην τελική δεν μπορεί να ελέγξει αυτό που βιώνει. Ρατσισμός, εξάλλου, είναι να μισείς κάτι που τυχαία δεν είσαι. Και αντί να ευαισθητοποιηθούμε και να βοηθήσουμε τους συνανθρώπους μας με τον πρέπον σεβασμό ώστε να εξελιχθούμε ως κοινωνία, κάνουμε το αντίθετο:

ανατρέφουμε μια κοινωνία που να τους περιθωριοποιεί περισσότερο. Και αν κι όταν κάποια κάκια στιγμή βρεθούμε εμείς στη θέση τους, παραπονιόμαστε για την συμπεριφορά που διαιωνίζαμε και τώρα αναγκαζόμαστε να γίνουμε αποδέκτες της.

Λείπει ακόμα και η κρατική δομή – η σοβαρή κοινωνική μέριμνα – για τους επαγγελματίες που αφιερώνουν τη ζωή τους για να κάνουν τη ζωή των άλλων καλύτερη. Είναι άτομα σπουδασμένα, διάφορων ειδικοτήτων που συχνά δουλεύουν σε άθλιες συνθήκες για ελάχιστη αμοιβή σε μελλοντικό χρόνο και οι οποίοι δεν αναγνωρίζονται καν για το λειτούργημα και την προσφορά τους.

Ας προβληματιστούμε για το που βαδίζουμε ως κοινωνία. Για το τι μέλλον θέλουμε να οικοδομήσουμε. Για το τι παιδιά μεγαλώνουμε, αναλογιζόμενοι πως αυτά θα αναλάβουν τον κόσμο. Για το τι συνθήκες θα αντιμετωπίσουμε όταν βρεθούμε εμείς στην ανάγκη. Κι ας απορήσουμε αν πραγματικά θέλουμε να διασπείρουμε το φόβο και την απέχθεια για κάτι διαφορετικό, αντί να βρίσκουμε τρόπους να το μετατρέψουμε σε αρετές που θα οδηγήσουν την ανθρωπότητα παραπάνω κι όχι παρακάτω. Και έτσι θα εξελιχθούμε και εμείς οι ίδιοι. Και ως νοοτροπία και ως άνθρωποι.

* Δημοσιογράφος με ειδικότητα σε ευρωπαϊκά, πολιτικά και κοινωνικά θέματα

(mcswhispers.wordpress.com)

ημιμαραθώνιοςΚρήτη