Απόψεις|02.09.2019 00:23

Γλυπτά Παρθενώνα: Προσοχή μην πάμε για μαλλί και βγούμε κουρεμένοι

Αναστασία Κουκά

«Το Βρετανικό Μουσείο όταν δανείζει, το κάνει σε εκείνους που αναγνωρίζουν την ιδιοκτησία των αντικειμένων» είχε δηλώσει ξεκάθαρα, στα τέλη Γενάρη, ο γερμανικής καταγωγής διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου,  Χάρτβιχ Φίσερ, σε συνέντευξή του στα «Νέα». Και σε αυτήν ακριβώς τη σαφέστατη δήλωση, κρύβεται ο κίνδυνος που ελλοχεύει εάν γίνει τελικώς αποδεκτή η πρόταση δανεισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο στην Ελλάδα την οποία διατύπωσε ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, μέσω δηλώσεών του στην εφημερίδα «Observer».

Προφανώς η πρόταση του Πρωθυπουργού να επαναπατριστούν τα κλεμμένα Γλυπτά το 2021, με αφορμή τους εορτασμούς για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, ταυτίζεται με την επιθυμία όλων των Ελλήνων αλλά και εκατομμύριων ξένων πολιτών, επωνύμων και μη, οι οποίοι υποστηρίζουν με θέρμη το δίκαιο αίτημα της επιστροφής των Γλυπτών εκεί όπου ανήκουν.

Ωστόσο, ο τρόπος που θα επιλεγεί προκειμένου να γίνει πραγματικότητα το όραμα ζωής της αξέχαστης Μελίνας αποτελεί ένα θέμα εξαιρετικά σύνθετο έως και επικίνδυνο.

Διότι για να γίνει δανεισμός εκθεμάτων από ένα Μουσείο του κόσμου σε άλλο απαιτείται, κατ΄ αρχάς και μεταξύ άλλων, η υπογραφή συγκεκριμένων επίσημων εγγράφων στα οποία συμπεριλαμβάνεται ξεκάθαρα η παραδοχή, από την πλευρά του δανειζόμενου, ότι λαμβάνει, προσωρινά, κάτι το οποίο δεν του ανήκει. Με δυο λόγια, για να φύγει έστω και ένα μικρό τμήμα του ανάγλυφου διάκοσμου της ζωφόρου του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο θα πρέπει η ελληνική πλευρά να αποδεχτεί πως το σύνολο των Γλυπτών που φιλοξενείται εκεί είναι βρετανικής ιδιοκτησίας…!

Μια τέτοια παραδοχή, βεβαίως, θα ήταν ολέθρια και θα τορπίλιζε όλες τις σοβαρές προσπάθειες που έχουν γίνει, από το 1984 οπότε υποβλήθηκε, για πρώτη φορά επισήμως, το αίτημα για την επιστροφή των Γλυπτών στην πατρίδα τους, μέχρι σήμερα. Και μάλιστα σε μια χρονική στιγμή που τα επιχειρήματα του Βρετανικού Μουσείου περί νόμιμης κατοχής καταρρίπτονται το ένα μετά το άλλο και που ακόμη και η συντριπτική πλειοψηφία των Βρετανών τάσσεται υπέρ του επαναπατρισμού τους,

Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι, μόλις πριν λίγους μήνες, ο διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης, Καθηγητής Αρχαιολογίας Δημήτριος Παντερμαλής, απαντώντας στις κυνικές δηλώσεις του κ. Φίσερ, είχε υπογραμμίσει με νόημα, σε συνέντευξή του στο δημόσιο γερμανικό ραδιόφωνο: «Η πλήρης επιστροφή είναι η μόνη λύση. Πρέπει να συνενωθεί ό,τι είναι αναπόσπαστα δεμένο με το μνημείο. Το Βρετανικό Μουσείο δεν είναι ο ιδιοκτήτης των γλυπτών. Γι’ αυτό δεν τίθεται θέμα δανεισμού τους, αλλά επιστροφής τους».

Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς τον Κυριάκο Μητσοτάκη ή οποιονδήποτε άλλο Έλληνα Πρωθυπουργό για έλλειψη σεβασμού απέναντι στο εθνικό και δίκαιο αίτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα. Μόνον πολιτικές σκοπιμότητες θα μπορούσαν να κρύβονται πίσω από τέτοιου είδους επιθέσεις και οι πολιτικοί τακτικισμοί δεν χωρούν στις σοβαρές εθνικές και πολιτιστικές υποθέσεις.

Παρ’ όλα αυτά, καλό θα ήταν, πριν γίνουν επίσημες δηλώσεις, να προηγείται η διερεύνηση των λεπτομερειών της υπόθεσης και το κατά πόσο μία πρόταση μπορεί να υλοποιηθεί δίχως τον κίνδυνο ενός ενδεχόμενου φιάσκου. Μην πάμε για μαλλί και βγούμε κουρεμένοι…

γλυπτά του Παρθενώνα