Απόψεις|10.12.2019 10:07

Τα λάθη της Ελλάδας που οδήγησαν στη συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης

Ευάγγελος Βενέτης

Τα δύο πρόσφατα τουρκο-λιβυκά μνημόνια που τόσο ένταση έχουν προκαλέσει στις σχέσεις της Ελλάδας με την Λιβύη αποτελούν συνέπεια της επί δεκαετιών διπλωματικής απουσίας της Ελλάδας όχι μόνο από την Λιβύη αλλά από το σύνολο του αραβικού και ισλαμικού κόσμου εν γένει. Η πανταχού παρούσα τουρκική διπλωματική παρουσία η οποία φροντίζει πάντοτε να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την αποκόμιση κάθε οφέλους, προέβη σε μια κίνηση κυρίως εντυπωσιασμού, και λιγότερο ουσίας, δοκίμασε τα αντανακλαστικά της Ελλάδας αλλά και της Δύσης με το να ανοίξει ένα νέο πεδίο αντιπαράθεσης στον ενεργειακό ανταγωνισμό της Αν. Μεσογείου τόσο σε περιφερειακό επίπεδο, μεταξύ Τουρκίας σε σχέση με το ενιαίο μέτωπο των τριμερών σχημάτων ή τετραμερούς συνεργασίας Ισραήλ, Αιγύπτου, Κύπρου και Ελλάδας, όσο και παγκόσμιο, μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ.

Η κίνηση εντυπωσιασμού των Τούρκων με την εν λόγω ενέργεια συνίσταται στο ότι εμπλέκει μεν, επιφανειακά δε την Λιβύη, καθώς μετά την γκάφα ολκής των ΗΠΑ και του Ισραήλ να αποσταθεροποιήσουν την Λιβύη με το να ρίξουν από την εξουσία τον Λίβυο ηγέτη Μοαμμάρ Καντάφι (2011-2), η παραδοσιακά φίλη προς την Ελλάδα χώρα της Κυρηναϊκής υπάρχει πολιτικά μόνο στα χαρτιά του ΟΗΕ χωρίς να διαθέτει νόμιμη κυβέρνηση που να ελέγχει το σύνολο της χώρας. Αντίθετα ευρισκόμενη σε έναν χρόνιο και οδυνηρό εμφύλιο είναι χωρισμένη στα δύο με την κυβέρνηση Σάρρατζ στην Τρίπολη δυτικά και την κυβέρνηση Χάφταρ στην Βεγγάζη και το Τομπρούκ, παρουσιάζοντας εύλογα ανεπαρκές επίπεδο διοικητικής οργάνωσης χωρίς να προοιωνίζεται σύντομα το τέλος του εμφυλίου.

Το μνημόνιο της Τουρκίας με τον Σάρρατζ είναι επί του παρόντος άσκηση επί χάρτου της Άγκυρας, καθώς η υλοποίησή της εξαρτάται από την λήξη του λιβυκού εμφυλίου, την αποκρυστάλλωση της ειρήνης και ασφάλειας στην Λιβύη και την δημιουργία μιας νέας κυβέρνησης, στην οποία ενδεχομένως να ή να μην βρίσκεται ο Σάρρατζ.

Το εν λόγω μνημόνιο όμως είναι και μια παρακαταθήκη για την Τουρκία η οποία αποκτά διπλωματικό έρεισμα για να επιχειρήσει άμεσα πριν το τέλος του λιβυκού εμφυλίου, μονομερώς και δυνητικά στην έμπρακτη αμφισβήτηση της ελληνικής ΑΟΖ στην περιοχή, εγείροντας αξιώσεις εκ του μη όντος με την διεξαγωγή τουρκικών ερευνητικών δράσεων κατά το πρότυπο της ΑΟΖ της Κύπρου. Οι τουρκικές δραστηριότητες από μόνες τους δεν αρκούν και βασίζονται στο συνδυασμό τους με τον αναθεωρητικό ρόλο της Ρωσίας στην Λιβύη και την Αν. Μεσόγειο, έναν ρόλο που ενισχύει την διαπραγματευτική ικανότητα της Άγκυρας έναντι των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι σημερινές δηλώσεις-μήνυμα πρόσκλησης του Τούρκου αξιωματούχου Ομέρ Τσελίκ προς τις ΗΠΑ και το Ισραήλ να συνεργασθούν με την Τουρκία στα ενεργειακά αντί να την αντιστρατεύονται.

Οι εν λόγω εξελίξεις έχουν καταστήσει σαφές ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική πρέπει να γίνει πιο δραστήρια και παρούσα στις εξελίξεις τόσο της Λιβύης όσο και του αραβικού κόσμου στην Αν. Μεσόγειο. Στην Λιβύη σήμερα η Ελλάδα καλείται να δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας και δράσης στη Λιβύη, δρώντας επί τη βάσει του τριμερούς σχήματος πολιτικής-οικονομικής-πολιτιστικής διπλωματίας και της πολιτικής των συγκοινωνούντων δοχείων.

Παράλληλα η Αθήνα πρέπει να δηλώσει την ενεργό παρουσία της σε μια σειρά γεωπολιτικών ζητημάτων του ισλαμικού κόσμου με κύριο θέμα την Παλαιστίνη και την ανάγκη δημιουργίας ανεξάρτητου Παλαιστινιακού Κράτους, αλλά και την Συρία σε σχέση με το μεταναστευτικό και τους ελληνικούς πληθυσμούς εκεί.

Είναι προφανές ότι οι ζημίες για τα ελληνικά συμφέροντα θα αυξηθούν αν η Ελλάδα συνεχίσει να απουσιάζει από την Λιβύη και δεν εκλάβει την παρούσα επιδείνωση των ελληνο-λιβυκών σχέσεων ως αφορμή για ολική ουσιαστική επαναφορά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στον αραβικό και ισλαμικό κόσμο. Μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονούνται…

ΤουρκίαΛιβύη