Απόψεις|10.12.2019 21:24

Ιστορίες από ένα δημόσιο νοσοκομείο

Σπύρος Σεραφείμ

Δεν ξέρω εάν το έχετε ζήσει και σε ποιον βαθμό, αλλά όταν διαβείς την πύλη κάποιου νοσοκομείου, είτε ως ασθενής είτε ως συγγενής είτε ως επισκέπτης, «αρρωσταίνεις». Από αυτά που βλέπεις κι από αυτά που ζεις και που ακούς εκεί μέσα.

Αφήστε με να σας μεταφέρω, λοιπόν, αυτά που βίωσα σε ένα νοσοκομείο, το οποίο είναι δημόσιο, κρατικό

Δεν ξέρω τι εικόνα έχετε στο μυαλό ή στα μάτια σας, αλλά σε ένα από αυτά -στο οποίο, τις τελευταίες ημέρες, βρίσκομαι ως συγγενής-συνοδός- το ιατρικό προσωπικό του δίνει μάχη αγόγγυστα και με φιλότιμο, με αγάπη για τον συνάνθρωπο. Μέχρι και οι σεκιουριτάδες, ειδικά στις ημέρες της εφημερίας, εκτελούν χρέη νοσοκόμου. Με όσα χρήματα πληρώνονται τον μήνα κάνουν ό,τι μπορούν – καμία/κανείς δεν δουλεύει απλώς, αλλά επιτελεί κοινωνικό έργο. Τελεία. Και εδώ τελειώνει η συζήτηση επ’ αυτού.  

Εκεί μέσα, όμως, οι συζητήσεις ανοίγουν πολύ εύκολα, σε ένα νοσοκομείο θα ακούσεις πολλές ιστορίες, από ανθρώπους που κάπου θέλουν να τα πουν, να τα βγάλουν από μέσα τους – είτε είναι ασθενείς είτε συνοδοί. Για παράδειγμα, ο άλλος -ναυτικός στο επάγγελμα- γύρισε πιο νωρίς από το επαγγελματικό ταξίδι του για να κάνει έκπληξη στη γυναίκα του -και να περάσει μαζί με την οικογένειά του τις γιορτές των Χριστουγέννων. Αλλά τη βρήκε στο σπίτι τους με τον εραστή. Ο «ήρωάς» μας λιποθύμησε και ξύπνησε σε ένα δωμάτιο δημόσιου νοσοκομείου με ένα… light εγκεφαλικό, έχοντας στο προσκεφάλι του τον δικηγόρο της συζύγου, για να υπογράψουν συναινετικό διαζύγιο. Καλά Χριστούγεννα, φίλε μου…  Έτσι κι αλλιώς, εκεί μέσα ίσως πάρεις μέρος στη σκηνή που παίζεται στον ίδιο θάλαμο, στο διπλανό κρεβάτι, θα ακούσεις ιστορίες που τις βλέπεις στο σινεμά και τις θεωρείς υπερβολικές. Αλλά υπάρχουν. Όπως εκείνος ο ασθενής ο οποίος πέθανε δύο χρόνια μετά τον θάνατο της γυναίκας του, την ίδια ημερομηνία. Και στο ίδιο νοσοκομείο. Εκεί όπου οι τραγικές συμπτώσεις παίζουν πόκερ με την ειρωνεία και κάνουν γκελ επάνω σε ορούς και «πεταλούδες» στα χέρια. Όλα αυτά, δίπλα σε κάποιους ασθενείς που δεν έχουν κανέναν δίπλα τους, άρρωστοι άνθρωποι εγκαταλείφθηκαν από υγιείς ανθρώπους κι από τη μοίρα τους.

Πάντα, όμως, θα υπάρξει η δεύτερη ευκαιρία στη ζωή, με την αρωγή αποκλειστικών νοσοκόμων. Από τα χαράματα μέχρι το βράδυ, δεκάδες άνθρωποι αφήνουν εκτυπωμένες, έγχρωμες κάρτες που υπόσχονται από πλύσιμο και ξύρισμα σε ασθενείς, μέχρι νοσηλεία για οκτάωρα – τιμαί «λογικαί». Και -σύμφωνα με τα κόκκινα, κεφαλαία γράμματα στις κάρτες- είναι όλες Ελληνίδες, λες και θεωρούν ότι μόνο οι συμπατριώτισσές μας κουβαλούν τη γνώση του Ιπποκράτη – για το DNA του, λογικά, δεν υπάρχει καμία συζήτηση. Για να περάσουν κάποια λεπτά αργότερα κάποιοι άλλοι, που θα πάρουν και θα πετάξουν αυτές τις κάρτες για να αφήσουν τις δικές τους, τις οποίες θα πετάξει λίγο αργότερα κάποιος άλλος, αφήνοντας τη δική του πραμάτεια – τις δικές του «αποκλειστικές». Πάντα Ελληνίδες, ναι;     

Στα νοσοκομεία ανταμώνεται ο πόνος στα βλέμματα των ασθενών, των συνοδών και των επισκεπτών, εκεί όπου η κλισέ, όσο κι αληθινή, ευχή «περαστικά» ακούγεται σαν σπονδή, σαν ικεσία σε μια ανώτερη δύναμη, σε κάποιον θεό. «Περαστικά» λένε όλοι και είναι μία από τις ελάχιστες φορές που αυτή η λέξη ακούγεται σαν προστακτική, λες και θα ειπωθεί και την ίδια στιγμή θα εκτυπώνεται το εξιτήριο - σχεδόν επιτακτικά.

Κάποιοι έτσι κι αλλιώς παίρνουν εξιτήριο από τη ζωή, αφήνοντας τους δικούς τους πίσω να πνίγονται στις οιμωγές, με τους λυγμούς να βουτάνε σε πλαστικά ποτήρια «βαπορίσιου» καφέ από το κυλικείο, όπου πολλοί προσπαθούν να πνίξουν τον καημό, τη θλίψη και, βασικά, την αβεβαιότητα που φέρνουν οι επόμενες ημέρες, οι γιορτινές, στις οποίες η χαρά αγνοείται – δίδεται αμοιβή. Αυτές τις μέρες που κάνουν τα στολισμένα χριστουγεννιάτικα δέντρα στο τέλος των αχανών διαδρόμων να φαίνονται τα λαμπάκια τους χλωμά, με αρρυθμίες και χαμηλό αιματοκρίτη. Όπως περιφέρονται, από όροφο σε όροφο, οι συγγενείς που έχασαν κάποιον δικό τους για να πάρουν ένα χαρτί το οποίο πιστοποιεί ότι ο άνθρωπός τους δεν είναι, πια, εδώ. Να δουν γραμμένο, σε πέντε αράδες, το πώς πέφτει η αυλαία σε μια ζωή.    

Την ίδια στιγμή, πλανόδιοι μπαινοβγαίνουν στο νοσοκομείο για να πουλήσουν εικονίτσες-κομποσχοίνια-φυλακτά, να ξεπουλήσουν την ελπίδα προς το θεϊκό χωρίς απόδειξη – ο Θεός τους είναι υπεράνω ΦΠΑ. Ταυτόχρονα, σακούλες και σακ βουαγιάζ κουβαλάνε αισιοδοξία, την ελπίδα της ίασης, και ο ήχος από τα πλαστικά και τα λουριά που κουνιούνται στη μεταφορά μπερδεύονται με κραυγές πόνου και απελπισίας. Έτσι συνθέτεται το soundtrack του νοσοκομείου που δεν ξεχνιέται, όπως δεν ξεχνιέται και αυτή η μυρωδιά που υπάρχει μόνιμα στα ρουθούνια σου και σίγουρα δεν θυμίζει κάτι το υγιές. Πάντως, ακούς και αξέχαστες ατάκες. Όπως τη «λοίμωξη τού… αναψυκτικού», που μέσα στην αγωνία μπερδεύτηκε με εκείνη του αναπνευστικού και δεν μπορείς να πάρεις ανάσα από τα νευρικά γέλια.

Εκεί μέσα όμως -με αυτά που βλέπεις και ζεις- πολλές φορές κηδεύεις το χιούμορ σου, αφού ο θάνατος είναι γύρω σου και σε στραβοκοιτά, λέγοντάς σου «σοβαρέψου, εγώ κάνω κουμάντο εδώ μέσα». Έτσι, όταν φεύγεις αργά το βράδυ από εκεί, αφήνεις πίσω σου πρόσωπα τσαλακωμένα από οδύνες κι από τη μοίρα, αλλά υπόσχεσαι στον εαυτό σου να επιστρέψεις πιο δυνατός για να δώσεις κουράγιο στον άνθρωπό σου, να του σταθείς. Και σε όποιον μπορείς. Επίσης, υπόσχεσαι σε σένα, με σφιγμένα χείλη, να μην ξεχάσεις να ζήσεις, επειδή αύριο κανείς δεν ξέρει τι σου ξημερώνει.

Βασικά, από εκεί μέσα φεύγεις με ένα διαρκές «νεφέλωμα» στο κεφάλι από όλα όσα έχεις δει κατά τις ώρες που έμεινες - και να μη λέμε τα ίδια: όταν διαβείς την πύλη κάποιου νοσοκομείου -είτε ως ασθενής είτε ως συγγενής είτε ως επισκέπτης- «αρρωσταίνεις».    

δημόσιο νοσοκομείο