Απόψεις|15.12.2019 11:07

Ψήφος αποδήμων: Χρειάστηκαν πάνω από 100 ημέρες - Η συναίνεση θέλει και κόπο και τρόπο

Παναγιώτης Καρκατσούλης

Ακούγοντας τον υπουργό Εσωτερικών να λέει ότι η επίπονη προσπάθεια συναίνεσης των κομμάτων για την ψήφο των αποδήμων του πήρε πάνω από 100 ημέρες, ανακάλεσα, συνειρμικά, την πρώτη δική μου εμπειρία μ’ ένα οργανωμένο σύστημα διαβούλευσης σε μια χώρα με τελείως διαφορετική παράδοση και κουλτούρα διαλόγου, τη Νορβηγία.

Είχα, λοιπόν, κληθεί προ ετών από τον ΟΟΣΑ να επιθεωρήσω τα επιτεύγματα της χώρας αυτής στην Καλή Νομοθέτηση. Η Νορβηγία ήταν –και εξακολουθεί να είναι– πρωτοπόρα στην Ανάλυση Επιπτώσεων και τη Διαβούλευση που αποτελούν τις βάσεις της Καλής Νομοθέτησης. Οι συνάδελφοι από τη Γραμματεία του ΟΟΣΑ με προειδοποίησαν να εντρυφήσω στο «Nordic Model» προκειμένου να αποκτήσω έναν κοινό τόπο επικοινωνίας με τους Νορβηγούς συναδέλφους μου.

Ως Nordic αναφέρεται το μοντέλο συγκερασμού των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών στην Δανία, Ισλανδία,  Σουηδία, Φινλανδία και Νορβηγία. Κοινό στις χώρες αυτές είναι όχι μόνο το υψηλό επίπεδο ευημερίας αλλά και η πολυεπίπεδη συλλογική διαπραγμάτευση με την οποία καταφέρνουν να το πετυχαίνουν. Οι περισσότερες από τις χώρες αυτές έγιναν Δημοκρατίες μόνον κατά τον 20ό αιώνα  και τα μοντέλα συναίνεσης υιοθετήθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενυπήρχαν, ωστόσο, η κουλτούρα διαλόγου, η ανεκτικότητα και η ανοχή των διαφορετικών απόψεων μαζί με τον σεβασμό των δικαιωμάτων εκείνων που εξ αντικειμένου δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες πρόσβασης στο κοινωνικό γίγνεσθαι και την κοινωνική κινητικότητα. To Nordic model επέτρεψε, στις σκανδιναβικές χώρες, τη συνύπαρξη του ανταγωνισμού και της οικονομίας της αγοράς με την ασφάλεια των εργαζομένων και την κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους μέσα από θεσμούς καλώς λειτουργούντες.

Από τα ενσταντανέ εκείνης της επιθεώρησης συγκράτησα ότι, ανεξάρτητα από τις κοινές πολιτισμικές τους καταβολές, κάθε χώρα απ’ αυτές έχει το δικό της υπόδειγμα διαβούλευσης προσαρμοσμένο στην ιδιαίτερη διοικητική, τοπική και εθνική κουλτούρα της. Αποκαλυπτική ήταν, επίσης, η θέση τους ότι υπάρχει άπλετος χρόνος για την συναίνεση. Δεν υπάρχουν εκεί «επείγοντα» και «κατεπείγοντα». Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από τη συμφωνία των κοινωνικών εταίρων, ομάδων και απλών πολτιών σε σχέση με την επίλυση των  δημοσίων προβλημάτων.

Η αξία της συναίνεσης είναι πρόδηλη όχι μόνο για την  κοινωνική ειρήνη, αλλά και για την οικονομία και την ανάπτυξη μιας χώρας.

Σκεφθείτε ότι, εάν ίσχυε στην Ελλάδα ένα ανάλογο σύστημα κοινωνικής διαβούλευσης ποια και πόσα θα ήταν τα οφέλη:

  1. Οι νόμοι θα εφαρμόζονταν, η πολυνομία θα ελεγχόταν και η κακονομία θα περιοριζόταν δραστικά.
  2. Η διαμεσολάβηση των πολιτικών–και οι «περιστρεφόμενες πόρτες», μεταξύ αυτών, και των επιχειρηματικών συμφερόντων- θα ήταν ατελέσφορη.
  3. Η προστιθέμενη αξία του πελατειασμού και της ρυσφετοπραξίας θα εκμηδενιζόταν, αφού ο καθένας που θα είχε ένα θεμιτό ή μη αίτημα θα μπορούσε να το θέσει στην κοινότητα σε κάποια από τις θεσμισμένες διαδικασίες της.
  4. Η τοπική ανάπτυξη θα διαφαλιζόταν και θα έπαυε η εξάρτηση από το υδροκεφαλικό κέντρο.
  5. Η ακώλυτη οικονομική ανάπτυξη της χώρας θα έπαυε να ήταν ένα αέναο desideratum.
  6. Το πεδίο ανάπτυξης ποικίλων ψηφιακών εφαρμογών για την διευκόλυνση της επικοινωνίας και των δικτυώσεων θα διευρυνόταν σημαντικά.
  7. Η κοινωνική συνοχή, παράγοντας ισχύος, θα ενισχυόταν αποτρέποντας εχθρικές βλέψεις προς τη χώρα μας.

Εντέλει, η διαβούλευση αξίζει πολύ περισσότερο από τις 100 ημέρες που χρειάστηκαν για να πετύχουμε μια (όπως-όπως) συναίνεση για ένα, όντως, πολύ σοβαρό θέμα.

Το ζήτημα είναι εάν αυτό το εντερνίζεται όχι μόνον ο κ. υπουργός, αλλά το σύνολο των υπουργών και, πάνω απ’ όλα, ο κ. πρωθυπουργός.

Ινστιτούτο Έρευνας Ρυθμιστικών Πολιτικώνυπουργός Εσωτερικώνψήφος αποδήμων