Απόψεις|16.12.2019 18:11

Η επιστροφή του έθνους διακόσια χρόνια μετά

Βασίλης Νιτσιάκος

Εθνικές επέτειοι και κάθε είδους εορτές και τελετές αυτού του είδους είναι κατά βάσιν ταυτοτικές επιτελέσεις που στηρίζονται στη συγκρότηση και καλλιέργεια της συλλογικής µνήµης ως µηχανισµού εθνικής εγρήγορσης και συνοχής. Το ερώτηµα που γεννάται σε επίπεδο κριτικής προσέγγισης είναι κατά πόσον το περιεχόµενο τέτοιων δρωµένων αφορά σε µια ουσιαστική συλλογική αυτογνωσία και αναστοχασµό µε στόχο ένα καλύτερο µέλλον ή εξαντλούνται σε φολκλορικού και αρχαιολατρικού τύπου θεάµατα, που απλά θωπεύουν τον εθνικό ναρκισσισµό και αναπαράγουν συµπλέγµατα ανωτερότητας, που κάθε άλλο παρά βοηθούν σε έναν ουσιαστικό διάλογο µε το παρελθόν, σε µια κριτική και εποικοδοµητική ιδεολογική χρήση της ιστορίας. Πέραν τούτου, τέτοιες επέτειοι και ειδικά ετούτη για τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση του 1821 επαναφέρουν στο προσκήνιο τη συζήτηση περί έθνους γενικά και βεβαίως το ερώτηµα για το περιεχόµενό της, εάν δηλαδή ήταν πρωτίστως εθνικό ή κοινωνικό.

Ως προς το δεύτερο έχουµε εκφράσει σε προηγούµενο άρθρο µας την άποψη ότι δεν πρέπει το ένα να διαχωρίζεται από το άλλο. Θα σταθούµε, λοιπόν, στο πρώτο, στη συζήτηση γύρω από την έννοια του έθνους. Από τη δεκαετία του 1980 ήδη στους κύκλους της ελληνικής διανόησης αναπτύχθηκε ένας διάλογος, ο οποίος, όπως και σε πολλά άλλα πράγµατα, οδήγησε στη συγκρότηση δύο «οµάδων», σε έναν µικρό διχασµό ανάµεσα στους λεγόµενους «εθναµύντορες» από τη µια και τους «εθνοµηδενιστές» από την άλλη.

Οι «εθναµύντορες» παρουσιάζονται ως υπερασπιστές της εθνικής ιδέας, υποστηρίζοντας την άποψη ότι το ελληνικό έθνος έχει µια διαχρονική παρουσία και συνέχεια από την αρχαιότητα µέχρι σήµερα, συνεπώς είναι µια µάλλον υπεριστορική κατηγορία, είναι αυτό που δηµιούργησε το ελληνικό κράτος και είναι κατά κάποιον τρόπο αυτό που δηµιουργεί την ιστορία και όχι το αντίθετο. Από την άλλη όχθη, οι «εθνοµηδενιστές» δεν είναι παρά κοινωνικοί επιστήµονες που, ακολουθώντας τη σύγχρονη θεωρία περί ιστορικής συγκρότησης του έθνους στο πλαίσιο της νεωτερικότητας, όπου το έθνος πολιτικοποιείται και η πολιτεία εθνικοποιείται, υποστηρίζουν ότι το έθνος είναι µια νεωτερική κατηγορία και είναι συνυφασµένο µε το κράτος.

Πρόκειται για τη «θεωρία της κατασκευής» (constructionism), που στην πιο προωθηµένη της εκδοχή θεωρεί το έθνος δηµιούργηµα του κράτους και όχι το αντίθετο. Σε αυτήν την περίπτωση εννοείται πως η ιστορία φτιάχνει το έθνος και όχι το αντίθετο. Ο «διάλογος» αυτός έφτασε να µοιάζει µε πόλεµο και µάλιστα η µια πλευρά να κατηγορεί την άλλη σαν «µη πατριωτικά δρώσα» ή και σε µια πιο αγοραία εκδοχή να της προσάπτει αν όχι κατηγορίες εθνικής προδοσίας, σίγουρα «µειωµένης εθνικής συνείδησης». Τα πράγµατα βεβαίως οδηγήθηκαν εκεί µέσα από ιδεολογικές πολώσεις και εµπάθειες, που συχνά προσέλαβαν και προσωπικές διαστάσεις. Κατά την άποψή µας, όσο ατεκµηρίωτο είναι το επιχείρηµα ότι το κράτος φτιάχνει το έθνος, άλλο τόσο έωλο είναι το επιχείρηµα ότι το έθνος είναι αιώνιο και είναι µια υπεριστορική κατηγορία.

Σε ό,τι αφορά την ελληνική περίπτωση, η ελληνική πολιτιστική κοινότητα έχει µια διαχρονική παρουσία, δίχως να παραµένει βεβαίως αναλλοίωτη (σε αυτήν την πορεία υπάρχουν παράλληλα µε τη συνέχεια και οι ρήξεις και οι τοµές), και αυτή η κοινότητα συγκροτεί το νεωτερικό ελληνικό έθνος µε την εθνεγερσία του 1821 και ό,τι επακολούθησε. Ο Ελληνισµός υπήρξε µια πολιτιστική κατηγορία και όχι βιολογική. Με αυτήν την έννοια δέχθηκε επιρροές και κυρίως ενσωµάτωσε και αφοµοίωσε πλείστα όσα στοιχεία άλλων πολιτισµών, διατηρώντας τα βασικά του κοσµοθεωρητικά χαρακτηριστικά και βεβαίως τη γλώσσα, η οποία µε όλες τις αλλαγές παραµένει ίδια. Η πολιτισµική συνέχεια δεν σηµαίνει την απουσία ωσµώσεων και αλληλεπιδράσεων. Το αντίθετο. Η συνέχεια υπάρχει µέσα από τις ρήξεις, τις τοµές, τις ωσµώσεις µε τις ετερότητες. Και αυτό είναι το µεγαλείο της ελληνικότητας.

Ελλάδα 2021