Απόψεις|25.12.2019 09:16

Τα γιατί του Στεφανάκου - Μία χριστουγεννιάτικη ιστορία

Γιάννης Μυλόπουλος

«Μαμά, ο κύριος έξω από το ζαχαροπλαστείο γιατί ρώτησε αν μπορούμε να του δώσουμε λεφτά για να πάρει κι αυτός μια βασιλόπιτα; Δεν έχει στο σπίτι του; Και γιατί του φώναξε τόσο δυνατά εκείνη η θυμωμένη γιαγιά που έψαχνε στα σκουπίδια;

Μαμά, ο μπαμπάς είπε ότι από τη νέα χρονιά θα έχει πιο πολύ χρόνο για μένα και θα με βλέπει περισσότερο. Μπορεί και κάθε σαββατοκύριακο! Εσένα σου είπε κάτι άλλο; Μήπως τότε που μιλούσατε δυνατά στο δρόμο και μας βλέπανε όλοι; Και ήρθε εκείνος ο κύριος με το σκούρο πρόσωπο και μου έδωσε τρία κάστανα καθαρισμένα, όπως ακριβώς τα φτιάχνει και η γιαγιά. Αλλά ο μπαμπάς τον έσπρωξε. Είχε και κρύο και γλιστρούσε κάτω. Θυμάσαι που ο κύριος τρόμαξε και έπεσε ξαφνικά και άρχισε να τρέχει; Κι εγώ τρόμαξα πολύ τότε. Μετά, όταν γυρίσαμε σπίτι, στο δωμάτιο μου έβαλα τα κλάματα.

O θείος του Κωστάκη είπε ότι θα ντυθεί Άγιος Βασίλης και θα μας βάλει στο έλκηθρο του. Δε θα στεναχωρηθεί ο Άγιος Βασίλης αν γίνει αυτό; Τόσο δρόμο θα κάνει από εκεί που θα ‘ρθει. Αφού μόνο αυτός ξέρει να οδηγεί το έλκηθρο με τα δώρα. Και πως θα περάσει από την καμινάδα; Θα ξέρει να βρει τις κάλτσες; Δύσκολο δεν είναι; Άσε τον Κωστάκη να φαντάζεται! Όλο υπερβολές λέει, έτσι του είπε η δασκάλα μας.

Όμως γιατί κάτι άλλα παιδιά στο σχολείο δε θα πάνε εκδρομή τα Χριστούγεννα; Αφού η γιαγιά είπε ότι τις άσπρες μέρες τις περνάμε με την οικογένεια και πηγαίνουμε κάθε φορά ένα μαγικό ταξίδι! Μήπως δεν έχουνε λεφτά; Γιατί ο μπαμπάς είπε πως τα λεφτά είναι το παν και πρέπει να γίνω ο καλύτερος σε ότι κάνω για να βγάλω πολλά λεφτά. Για να είμαι ευτυχισμένος και να μην έχω ανάγκη κανέναν. Έτσι είπε. Μαμά εσύ τι λες; Κρυώνεις τόσο πολύ και δεν μιλάς; Μαμά τι είναι το σαλέπι;

Ξέρεις, θυμάμαι τον παππού που δεν είναι πια εδώ και ζει παρέα με τους αγγέλους. Στον ουρανό έχει τόσα πολλά σπίτια ρε μαμά; Εγώ γιατί δεν τα βλέπω; Μάλλον θα είναι πολύ μακριά. Είναι αόρατα σαν τον παππού. Που με βλέπει πάντα και είναι μαζί μου και με προστατεύει αλλά εγώ δεν μπορώ να τον δω. Άντε, πότε θα ψηλώσω...

Εσύ το βράδυ της παραμονής Πρωτοχρονιάς θα είσαι μαζί μου; Ο μπαμπάς είπε πως θα είμαστε μαζί την άλλη μέρα, γιατί θα βγει με την καινούργια μου μαμά. Και θέλει να μου τα λέει όλα. Με βλέπει σα φίλο του, έτσι είπε. Μαμά γίνεται να έχω φίλο τον μπαμπά; Δεν είναι λίγο μεγάλος; Και να σου πω. Πόσες μαμάδες θα έχω; Εγώ θέλω μόνο μία. Εσένα, αγαπημένη μου μαμά!

Σταμάτα να περπατάς τόσο γρήγορα. Κουράστηκα. Να πάμε στη μεγάλη φάτνη; Σε παρακαλώ. Θα είναι και ο Κωστάκης και ο Γιωργάκης. Μαμά, ο Γιωργάκης πήρε καινούργιο τάμπλετ. Και ζήλεψα. Θέλω κι εγώ. Ο μπαμπάς είπε ότι θα μου το πάρει στη γιορτή μου. Τον αγαπώ τον μπαμπά αλλά σπάνια είναι καλός. Συνήθως με μαλώνει. Θα τρέχεις τόσο πολύ και το 2020; Η γιαγιά μου ψιθύρισε ένα μυστικό – ότι θα προσπαθήσεις, λέει, να περπατάς αυτή τη χρονιά με βήμα αργό. Γίνεται να μη τρέχεις; Γιατί άμα τρέχεις, με ξεχνάς. Όπως πριν ένα μήνα που σε περιμέναμε μαζί με τον κύριο Θάνο να έρθεις να με πάρεις από την προπόνηση. Ευτυχώς που έμεινε μαζί μου έξω από το γήπεδο και σε περιμέναμε δύο ώρες. Πεινούσα κιόλας. Και κρύωνα. Ήθελα να φάω σουβλάκια κι αυτός μου έδωσε μανταρίνι. Μπλιαχ! Α ρε μαμά, με ξεχνάς.

Το ξέρεις ότι όταν δεν παίζω καλά στους αγώνες, μου βάζει τις φωνές; Ναι, ο μπαμπάς. Όχι ο κύριος Θάνος. Αυτός πάντα καλός και ευγενικός είναι. Δεν καταλαβαίνω πως είναι χαρούμενος όταν χάνουμε. Είναι ακόμη πιο χαμογελαστός και μας μιλάει πιο πολύ, παρά όταν κερδίζουμε. Λες και θέλει να χάνουμε. Κάτι λέει ότι η νίκη και η προσπάθεια δεν μετριέται στο τελικό σκορ. Έτσι είναι; Σαν τον μπαμπά που παίζει ένα παιχνίδι που λέγεται στοίχημα και θέλει να χάνει η ομάδα που υποστηρίζει. Δεν το καταλαβαίνω. Θα μου το εξηγήσεις, εσύ που τα ξέρεις όλα, χρυσή μου μαμά;

Στο γράμμα που θα στείλω στον Άγιο Βασίλη, η γιαγιά είπε να του γράψω να κάνει ένα δώρο από μένα στον μπαμπά. Αλλά δεν το κατάλαβα ούτε αυτό. Μαμά λες να είμαι χαζός; Να του στείλει, είπε η γιαγιά, ένα δώρο που λέγεται υπομονή. Γιατί είναι λέει, αρετή. Η υπομονή δεν είναι εκείνο το πράγμα που χάνεις εσύ όταν αργώ να βάλω τα ρούχα μου και να πιώ το γάλα μου; Τελοσπάντων, δεν κατάλαβα και πολλά. Αλλά εγώ θα το κάνω. Κι ότι γίνει. Είναι σοφή η γιαγιά και την ακούω. Περίεργο να είσαι μεγάλος ρε παιδάκι μου, ε;

Μαμά, γιατί αυτός ο κύριος κοιμάται με την κουβέρτα του στο δρόμο; Δεν έχει σπίτι; Γίνεται να μην έχεις σπίτι… Δε γίνεται! Μαμά γιατί όποτε ακούς αυτό το Last Christmas κλαις; Μπορείς να μου μιλήσεις τώρα. Μεγάλο παιδί έγινα. Σε δυο βδομάδες έχω γενέθλια και γιορτή. Τα Χριστούγεννα θα γίνω οχτώωω!

Περίμενε λίγο. Μισό λεπτό. Να σου πω κάτι. Σ’ αγαπώ πολύ! Χθες, που γυρνούσα με το σχολικό, σκεφτόμουν όταν κάνεις γιόγκα μοιάζεις με χριστουγεννιάτικο δέντρο. Άρα είσαι επίκαιρη για τη χειροτεχνία που έχω να παρουσιάσω στην κυρία μου στα εικαστικά. Λες να γίνω καλλιτέχνης τελικά και όχι ποδοσφαιριστής που θέλει ο μπαμπάς; Θα σε ζωγραφίσω. Και μετά θα σε πλέξω. Το αποφάσισα. Εσύ θα είσαι το θέμα μου μαμά. Δέχεσαι;

Δεν πειράζει που δεν έχουμε πολλά λεφτά. Είχαμε πέρυσι. Ναι, το άκουσα τις προάλλες που μιλούσες στο τηλέφωνο με τη φίλη σου την κυρία Ντίνα. Δεν πειράζει αν δεν πάμε εκδρομή φέτος. Θα περάσουμε κι εδώ καλά. Σπίτι μας με τη γιαγιά. Θα φορέσω και γραβάτα και θα παίξουμε μάγους και ξωτικά με τον Κωστάκη. Μπορώ να καλέσω κι άλλους συμμαθητές μου; Kαι τη Γεωργία; Αφού την αγαπώ. Δε θέλω να είναι μόνη της. Όταν μεγαλώσουμε και παντρευτούμε θα είναι για πολύ καιρό μόνη γιατί εγώ θα ταξιδεύω και θα λείπω σε δουλειές. Ας είμαστε μαζί τώρα που μπορούμε!

Μαμά γιατί μερικοί άνθρωποι κλαίνε το πρωί που πάνε στη δουλειά τους; Εσύ μου είπες ότι η εργασία είναι χαρά! Με μπερδεύεις ρε μαμά. Αποφάσισε, για να ξέρω. Τελικά η γιαγιά θα συνεχίσει να μου λέει παραμύθια ή θα πάμε να μείνουμε στη Λισαβόνα; Και οι φίλοι μου…; Δεν με πειράζει. Να ξέρεις. Εσύ να είσαι καλά! Τώρα γιατί κλαις; Ο μπαμπάς είπε ότι οι μεγάλοι δεν κλαίνε και πρέπει να μεγαλώσω γρήγορα γιατί βαρέθηκε να με βλέπει έτσι μικρό και νιάνιαρο.

Χθες στα αγγλικά, τραγούδησα αυτό το τραγούδι που είπες να επιλέξω για το song contest. Και ξέρεις τι; Η κυρία Μυρτώ είπε πως έχω ρυθμό μέσα μου. Και τι ωραίο τραγούδι! Μπράβο μαμά που με φροντίζεις και νοιάζεσαι για μένα. Όλα τα προλαβαίνεις τελικά. Με ανακαλύπτεις σιγά σιγά ή μάλλον ανακαλύπτουμε μαζί τα πράγματα. Όπως και οι στίχοι που μου έδωσες από το καινούργιο Kids on the Rainbow, μ’ αυτόν τον Dreamachinery! Και ναι, χόρευε όλη η τάξη μαζί μου. Όπως ακριβώς κάνουμε μαζί το πρωί που ξυπνάμε και γελάμε δυνατά! Και η κυρία Μυρτώ. Τι όμορφη που είναι όμως ρε μαμά. Σαν εσένα. Α ρε μαμά!

Ααα! Θα πρέπει να μάθουμε τα λόγια από τα χριστουγεννιάτικα τραγουδάκια για το σχολείο. Μαμά δεν μ’ αρέσουν αυτά τα τραγουδάκια. Είναι πολύ χαζά. Δεν είναι σαν τα δικά μας! Θα τα μάθω όμως, να μη λένε. Αλλά να ξες, εμένα δεν μου αρέσουν. Και να σου πω και κάτι άλλο; Τα βαριέμαι τα κάλαντα. Φοβάμαι μην κολλήσω και δεν τα πω σωστά και με κοροϊδέψουν. Όπως ο μπαμπάς, που με κοροϊδεύει τις φορές που δεν μπορώ να μιλήσω καθαρά. Κάτι σε δυσς, λέξεις, λέκτ... κάτι τέτοια λέει ότι παθαίνω. Φοβάμαι να του δείξω αυτά που γράφω γιατί θα με πει άχρηστο. Πάλι. Μαμά είσαι η καλύτερη μαμά του κόσμου. Μαμά είμαι άχρηστος;

Ίσως όταν μεγαλώσω να μπορώ να σε προστατεύω όταν σε χτυπάει ο μπαμπάς. Αλλά μέχρι τότε θα φάω πολλές πατάτες για να δυναμώσω. Πω πω! Πείνασα πάλι. Πάμε να φάμε μπέργκερ; Και μετά πάμε σπίτι μας να φάμε χριστουγεννιάτικες σιροπιαστές φλογέρες που μου υποσχέθηκε η γιαγιά. Τέλειααα! Δε θέλω άλλα μελομακάρονα. Τα βαρέθηκα. Θ’ ανάψουμε και το τζάκι. Πολύ μ’ αρέσει έτσι που το φτιάχνουμε με τα ξύλα. Το μπουμπουνίζει η γιαγιά και γίνεται φανταστικό. Φέρνει και τα λουκάνικα. Μούρλια σου λέω! Θέλω να κοιτάω τη φωτιά με τις ώρες. Μα γιατί να σβήνει;»

«Γιατί έγινε η σπίθα πυρκαγιά Στεφανάκο μου. Γιατί έγινε η σπίθα πυρκαγιά! Το λέει κι ένα αγαπημένο παλιό τραγούδι της μαμάς. Που της το έμαθε η γιαγιά. Μακάρι να μην το ζήσουμε ποτέ αγόρι μου. Ούτε εσύ αλλά ούτε κι εγώ. Αύριο είναι η μεγάλη μέρα για τη μαμά αλλά κυρίως για σένα. Αυτή η νύχτα θέλω να είναι μοναδική. Ας την περάσουμε όσο πιο γλυκά γίνεται. Από μεθαύριο ξημερώνει μια νέα μέρα που δε θα έχει τόσα πολλά γιατί. Θα έχει επιτέλους αξιοπρέπεια, νέα χαμόγελα και καθαρή συνείδηση. Κάτι που μπορεί να μην υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα αλλά θα παλέψω για να το ζήσεις εσύ! Κάτι που θα σου εξηγήσω στην πορεία, όπου κι αν είμαστε. Χωρίς να αναρωτιέσαι αλλά και να προβληματίζομαι διαρκώς. Ή μάλλον, θα με προλάβεις εσύ στον δρόμο, δίνοντας αρκετές απαντήσεις στα κενά που υπάρχουν μεταξύ μας και σε πολλές λέξεις που φαντάζουν άγνωστες τώρα!

Και μόνο για σήμερα, αλλά μην το πεις στη γιαγιά, θα περάσουμε από το Biscuit Story να πάρουμε μπισκοτάκια βουτύρου σε σχήμα χριστουγεννιάτικου δέντρου με πράσινη και κόκκινη ζαχαρόπαστα! Καλά Χριστούγεννα να έχουμε, ε τι λες; Έλα, φιλί και αγκαλίτσα τη μαμά! Πάμε τώρα ν΄ ανάψουμε τα χρωματιστά φωτάκια».  

«Μαμά, όταν έρθει ο Άγιος Βασίλης μπορώ να τον περιμένω να πιούμε μαζί κόκα-κόλα; Δε θέλω να είναι μόνος του. Θα είναι κουρασμένος. Είναι τόσα πολλά τα μυστικά που θέλω να μοιραστώ μαζί του. Επιτέλους πρέπει να τον γνωρίσω! Θα τον κεράσω και κουραμπιέδες σπιτικούς που έμαθα ότι τους λατρεύει».

Άγιος ΒασίληςΧριστούγεννα 2019