Απόψεις|13.01.2020 22:43

Εθνικό και όχι μικρομματικό το ζήτημα της ενίσχυσης της ομογένειάς μας στις ΗΠΑ

Μαρίνα Ζιώζιου

Δεν ήταν, σε καμία περίπτωση, μια κίνηση που θα μπορούσε να συνδεθεί ή, με οποιοδήποτε τρόπο, συνδέεται με οποιοδήποτε αλισβερίσι στη «λογική» του εξευμενισμού - χαϊδέματος της ομογένειας των ΗΠΑ ή της προσπάθειας προσέλκυσης της ψήφου των ομογενών στις επόμενες εθνικές εκλογές.

Με απλά λόγια, η κυβέρνηση δεν πήγε να κάνει ένα δόλιο και «υπόγειο» deal με την ομογένεια, όπως τουλάχιστον η αξιωματική αντιπολίτευση υπονόησε, και φυσικά, ούτε κινήθηκε μ' ένα πνεύμα «δούναι και λαβείν». Και αυτό γιατί είδε το όλο ζήτημα μέσα από τη μοναδική οπτική που θα μπορούσε να το δει, δηλαδή αυτήν της εξυπηρέτησης του εθνικού συμφέροντος.

Μη γελιόμαστε. Για όλους όσοι έχουν ζήσει στην Αμερική και έχουν αποτελέσει για ένα μικρό διάστημα, είτε ως φοιτητές, είτε ως εργαζόμενοι, ενεργό τμήμα της ομογένειας, είναι γνωστό ότι η Θεολογική Σχολή της Βοστώνης και το Ελληνικό Κολλέγιο αποτελούν ουσιαστικά «φυτώρια» του Ελληνισμού.

Κάποιοι, εύλογα, θα αναρωτηθούν γιατί είναι «φυτώρια» του Ελληνισμού. Απλή η απάντηση. Η Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού «δημιουργεί» Ορθόδοξους κληρικούς μέσα στην αμερικανική επικράτεια, οι οποίοι είναι κάτοχοι πτυχίου από ένα πιστοποιημένο πανεπιστήμιο που εξακολουθεί να χαίρει εκτίμησης και σεβασμού από την ακαδημαϊκή κοινότητα της φοιτητούπολης Βοστώνης, αλλά και από τη σύνολη αμερικανική πανεπιστημιακή κοινότητα.

Οι κληρικοί αυτοί είναι άριστοι γνώστες της αμερικανικής κοινωνικής πραγματικότητας και μέσα από τη θεολογική εκπαίδευση που λαμβάνουν σε ένα ελληνοαμερικανικό εκπαιδευτικό Ίδρυμα -άμεσα συνδεδεμένο με την Αρχιεπισκοπή Αμερικής- προετοιμάζονται για να αναλάβουν, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τον κομβικό ρόλο τους σε μια δυναμική ομογένεια της οποίας, όμως, πολλά από τα μέλη ή δεν γνωρίζουν καθόλου την ελληνική γλώσσα ή την γνωρίζουν ελάχιστα.

Κάθε επένδυση στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού και στο Ελληνικό Κολλέγιο είναι μια επένδυση υψηλής απόδοσης για το μέλλον, που ενισχύει απόλυτα την ελληνικότητα της Σχολής και ταυτόχρονα προάγει την εθνική, θρησκευτική και γλωσσική ταυτότητα των Ελληνοαμερικανών συμπατριωτών μας.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν τον θεμέλιο λίθο για την εμπέδωση του διακριτού ρόλου της ομογένειάς μας στην αμερικανική κοινωνία και στη δεύτερή της πατρίδα. Αλλά, ταυτόχρονα, και τη συγκολλητική ουσία με την μητέρα -πατρίδα, την Ελλάδα, καθώς οι δεσμοί πρέπει και αδιατάρακτοι να είναι και άρρηκτοι. Ως εκ τούτου, αυτή είναι η εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος στην οποία κατατείνει η συγκεκριμένη ενέργεια της ελληνικής κυβέρνησης.

Δεν χωρά αμφιβολία ότι η απόφαση ενίσχυσης της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού δυναμώνει και τα χέρια της Αρχιεπισκοπής Αμερικής και του Αρχιεπισκόπου Ελπιδοφόρου προσωπικά στο τιτάνιο έργο που έχει αναλάβει. Είναι κομβική για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης της ομογένειας στην Εκκλησία μας στην Αμερική η πιστή τήρηση κανόνων της χρηστής διοίκησης, που δυστυχώς, δεν τηρήθηκαν στο παρελθόν, η διαλεύκανση όλων αυτών των οικονομικών σκανδάλων που ταλάνισαν την Εκκλησία με απόδοση δικαιοσύνης, αλλά και η διαφανής διαχείριση κάθε σεντ που μπαίνει στα ταμεία της. Είτε αυτό προέρχεται από τους ομογενείς μας και αφορά στην ανοικοδόμηση του Ναού του Αγ. Νικολάου στο σημείο «Μηδέν», είτε αυτό προέρχεται από την ελληνική κυβέρνηση και αφορά στην ενίσχυση της Θεολογικής Σχολής.

Ο νέος Αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος έδειξε ξεκάθαρα από την πρώτη στιγμή ότι τα χρήματα που εισρέουν στα ταμεία της Αρχιεπισκοπής για ιερό σκοπό και από το υστέρημα τις περισσότερες φορές των ομογενών μας ή της ελληνικής κυβέρνησης πρέπει και να αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης με ιερό τρόπο. Που δεν συγχωρεί καμία αβελτηρία, καμία αμέλεια, πολλώ δε μάλλον καμία ατασθαλία.

Σε κάθε περίπτωση πάντως είναι απόλυτα άδικο να συνδέεται η συγκεκριμένη κίνηση στήριξης της ελληνικής θεολογικής παιδείας στις ΗΠΑ με την ψήφο των ομογενών. Το ζήτημα είναι καθαρά εθνικό και κανένα εθνικό ζήτημα δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο πολιτικής ή μικροκομματικής αντιπαράθεσης.

Ίσως η θρυαλλίδα που οδήγησε στο ξέσπασμα αυτής της «φωτιάς» να ήταν οι συγκρουσιακές σχέσεις που υπάρχουν σε τμήματα της ομογένειας. Δεν είναι τυχαίο ότι ορισμένοι άνθρωποι στην ομογένεια θεωρούν τον πρώην υφυπουργό Εξωτερικών Αντώνη Διαματάρη «εθνικό κεφάλαιο» και κάποιοι άλλοι «κόκκινο πανί». Άλλωστε από τη στιγμή που φάνηκε ότι η ενίσχυση της Θεολογικής Σχολή του Τιμίου Σταυρού από την ελληνική κυβέρνηση αποτέλεσε εισήγηση του εκδότη του Εθνικού Κήρυκα η αναζωπύρωση συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων που υπάρχουν ριζωμένα στην ομογένεια εδώ και πολλά χρόνια ήταν, σχεδόν, προβλέψιμη.

Πολύ σοφά ο Αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος δεν ενεπλάκη στο όλο ζήτημα, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ένα εθνικό θέμα επιχειρήθηκε να μετατραπεί σε πολιτικό και να αποτελέσει πεδίο κομματικής αντιπαράθεσης. Διότι με την παρουσία, με τις πράξεις του και με τα λόγια του, από τη στιγμή που ανέλαβε τα καθήκοντά του μέχρι και σήμερα, αποδεικνύει ότι είναι Αρχιεπίσκοπος όλης της ομογένειας και όλων των Ελληνοαμερικανών, ανεξαρτήτως των πολιτικών πιστεύω τους και των ιδεολογικών τους τοποθετήσεων.

Αρχιεπισκοπή ΑμερικήςΕλπιδοφόροςΚυριάκος ΜητσοτάκηςΗΠΑ