Απόψεις|24.02.2020 22:33

Πατρίδα και γλώσσα

Βασίλης Νιτσιάκος

O ήρωας του νέου μυθιστορήματος του Β. Γκουρογιάννη «Αναψηλάφηση», αντιστασιακός του αντιδικτατορικού αγώνα, επιστρέφει στην Ελλάδα έπειτα από 50 χρόνια αυτοεξορίας, της πιο σκληρής ξενιτιάς, της ξενιτιάς που επιλέγει κανείς γιατί η πατρίδα του του είναι ξένη, μια κακιά μητριά των παραμυθιών. Στον νόστο, αν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει έτσι μια τέτοια επιστροφή, μαζί με μιαν άλλη πατρίδα ακούει και μιαν άλλη γλώσσα. Η γλώσσα έτσι κι αλλιώς είναι πατρίδα. Αυτή, λοιπόν, η πατρίδα της πατρίδας δεν έχει εξελιχθεί, δεν έχει υποστεί απλά τις αλλαγές του χρόνου. Είναι μια άλλη γλώσσα. Είναι μια γλώσσα ενός άλλου κόσμου από αυτόν της δικής του μνήμης. Βεβαίως. Γιατί η γλώσσα δεν είναι απλά μέσο έκφρασης σκέψεων και συναισθημάτων. Η γλώσσα παράγει και σκέψη και συναισθήματα.

Και η γλώσσα που ακούει γύρω του δεν είναι η γλώσσα πατρίδα. Δεν είναι η γλώσσα που είναι ο ίδιος ο πολιτισμός της πατρίδας. Είναι μια γλώσσα ξένη και βάρβαρη, σαν την πραγματικότητα που βρίσκει, την πραγματικότητα της κρίσης, που έχει ανατρέψει ακόμα και τους γνωστούς διχασμούς, τις γνωστές διαιρέσεις και κυρίως έχει σπάσει το αβγό του φιδιού.

Και έτσι η λέξη πατρίδα περνά σε χείλη βέβηλα, γίνεται υποκριτική αγοραία κραυγή και πρόσχημα για την έκφραση ακραίων εθνικιστικών κηρυγμάτων που καμία σχέση δεν έχουν με τον πατριωτισμό που ο ήρωας και η γενιά του πίστεψαν και αγωνίστηκαν, τον πατριωτισμό που πάει χέρι χέρι με τη δημοκρατία, την κοινωνική δικαιοσύνη και την ελευθερία.

«Είναι περίεργο, αλλά λέει τη λέξη πατρίδα όλο και συχνότερα, και τη λέει ακόμη με μητρική προφορά, η ισπανική γλώσσα δεν της έφαγε κανένα γράμμα. Ολόκληρη η λέξη απαρτίζεται ευτυχώς από γράμματα που δεν τα χωνεύει το στομάχι της ισπανικής. Ενώ όμως πρέπει να νιώθει περήφανος για τη χρήση αυτής της λέξης, εντούτοις αισθάνεται ένα είδος αηδίας όταν η λέξη βρίσκεται στο στόμα του, σαν να έχει αρπάξει μασημένη τσίχλα από το στόμα των υπερπατριωτών, των χρυσαυγιτών, και συνεχίζει να τη μασάει αυτός! Εχει μνήμες. Τις έχει γευθεί αυτές τις ιδεολογικές τσίχλες: Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια. Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών. Πρέπει να δημιουργηθεί άλλη λέξη αγάπης για την πατρίδα, αυτή η όμορφη ομηρική λέξη πάτρης έχει καεί».

Εχει καεί η λέξη. Εχουν καεί οι λέξεις. Και όταν καίγονται οι λέξεις που κουβαλούν το φορτίο ενός αρχαίου πολιτισμού, καίγεται και η συλλογική μνήμη. Επικρατεί η εθνική άνοια, ακόμα και η παράνοια. Και μπορεί άλλα πράγματα να ξαναφτιάχνονται.

Η γλώσσα και η μνήμη σαν καούν, γίνεται στάχτη η ίδια η συλλογική ταυτότητα. Το πρόβλημα της γλώσσας είναι το ίδιο το πρόβλημα της ταυτότητας που παραπέμπει στην παρακμή, στο έλλειμμα παιδείας, στην αποσάθρωση του πολιτισμικού ιστού πάνω στον οποίο υφαίνονται η κοινωνική συνοχή και η συνέχεια. Ολα αυτά βεβαίως έχουν την ιστορικότητά τους και τις δομικές τους αιτιότητες. Εχουν να κάνουν με τη συγκρότηση της νεοελληνικής κοινωνίας και τους χωροχρονικούς μετασχηματισμούς της, με τις εσωτερικές συναρθρώσεις αλλά και τις εξωτερικές σχέσεις. Οι ποικίλες μεταβάσεις και απότομες ρήξεις στις οικονομικές δομές και στους κοινωνικούς ιστούς προκάλεσαν αντιφάσεις στο επίπεδο των κοσμοαντιλήψεων και συγχύσεις σε επίπεδο αξιακών προσανατολισμών.

Η αρρώστια της κοινωνίας εκδηλώνεται σαν αρρώστια της γλώσσας. Και η αρρώστια της γλώσσας δεν είναι παρά σύμπτωμα κατάρρευσης των θεμελιωδών αξιακών κωδίκων ενός πολιτισμού. Πρόκειται για μια ασθένεια συμβολική, αφού χτυπά τα κύτταρα των συμβόλων που συγκροτούν το αξιακό πλαίσιο με το οποίο επενδύουμε με νόημα τον συλλογικό μας βίο. Προκειμένου να υπερβούμε την κρίση, ας αρχίσουμε από την κρίση της γλώσσας, δηλαδή του συμβολικού εκείνου κώδικα όπου εδράζεται ο πολιτισμός.

ακροδεξιάαβγό του φιδιούγλώσσαπατρίδα