Our Network|25.10.2018 23:47

Οι μυρωδιές της παλιάς Αθήνας αντέχουν στον χρόνο

Στέλιος Βογιατζάκης

Ισορροπεί ανάμεσα στο ένδοξο παρελθόν της εμπορικής ακμής του και στην αβεβαιότητα των τεράστιων αλλαγών που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, οι εικόνες και οι μυρωδιές της παλιάς Αθήνας κατάφεραν να αντέξουν στον χρόνο  και παραμένουν μέχρι σήμερα έντονες στους δρόμους του ιστορικού εμπορικού τριγώνου της πόλης, που κάνει άλλη μια προσπάθεια να βρει την παλιά της αίγλη.

Η αλήθεια είναι ότι αυτή η προσπάθεια δεν είναι εύκολη. Σε μεγάλο βαθμό, η Αιόλου, η πλατεία Αγίας Ειρήνης, η Περικλέους, αλλά και οι γύρω δρόμοι έχουν αλλάξει χαρακτήρα και έχουν προσαρμοστεί στα δεδομένα της εποχής, με δεκάδες καφέ, εστιατόρια και μπαρ, ενώ πολλές από τις επιχειρήσεις που ιδρύθηκαν τη δεκαετία του 1910 και του 1920 έχουν κάνει το απαραίτητο λίφτινγκ για να γίνουν μοντέρνες και ελκυστικές.

Όμως, με μια πιο προσεκτική ματιά, εντοπίζει κανείς τα ίχνη των υφασματάδων, των ανθοπωλών και των υπόλοιπων εμπόρων που έγραψαν την ιστορία του εμπορικού τριγώνου της πρωτεύουσας. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, αισθάνεται ότι μπαίνει σε μια χρονοκάψουλα, στην οποία ο χρόνος έχει σταματήσει κάπου στα μέσα του προηγούμενου αιώνα.

«Οι τελευταίες κλωστές»

«Αυτές οι δαντέλες με τη χρυσή κλωστή είναι οι τελευταίες που υπάρχουν. Όταν πουληθούν δεν θα μπορεί να τις βρει κανείς πια, γιατί η παραγωγή τους έχει σταματήσει εδώ και δεκαετίες. Και αν κατέβουμε στο υπόγειο, θα σας δείξω εκατομμύρια αντικείμενα» λέει στο «Έθνος της Κυριακής» η Μαρία Αγγελοπούλου, η οποία, μαζί με την αδελφή της, κρατά ακόμα όρθια την επιχείρηση που δημιούργησε ο πατέρας τους το 1925 και έφερνε από το εξωτερικό ό,τι σχετιζόταν με το πλέξιμο και το ράψιμο.

«Κάθε κλωστή που έμπαινε σε βελόνα σε αυτήν τη χώρα ήταν από το μαγαζί μας» συμπληρώνει. Ο Ηλίας Αγγελόπουλος ήταν ο μεγαλύτερος χονδρέμπορος της εποχής του, έκανε εισαγωγές απ’ όλο τον κόσμο και εφοδίαζε την εκλεκτότερη πελατεία της χώρας. Ήταν αυτός που τη δεκαετία του 1930 έφερε πρώτος τις κλωστές DMC στην Ελλάδα. Ωστόσο, με το πέρασμα των δεκαετιών, οι άνθρωποι στράφηκαν στα έτοιμα ρούχα, η κλωστοϋφαντουργία χάθηκε και τις μοδίστρες τις βλέπουμε μόνο στις παλιές ελληνικές ταινίες.

Το αντικείμενο της επιχείρησης ξεπεράστηκε και ένα τεράστιο στοκ από το παρελθόν έχει μείνει στις βαριές προθήκες και στο υπόγειο του καταστήματος της πλατείας Αγίας Ειρήνης. Βελόνες κάθε μεγέθους, κουμπιά από γυαλί και φίλντισι, κλωστές κάθε είδους και μανικετόκουμπα τα οποία βρίσκονται από το 1930 στο κουτί τους, είναι μερικά από τα εμπορεύματα που προσπαθούν να διαχειριστούν οι κόρες του.

«Προσπαθούμε να τα πουλήσουμε σιγά σιγά, αλλά είναι δύσκολο. Εμείς αγαπάμε την επιχείρηση του πατέρα μας και γι’ αυτό είμαστε εδώ, αλλά το μέλλον δεν θα είναι εύκολο» λέει η κ. Αγγελοπούλου, η οποία προτιμά να θυμάται τις πιο καλές εποχές «που δεν ήμασταν περιτριγυρισμένοι από καφετέριες». Λίγα μέτρα παρακάτω, ο 83χρονος Παύλος Βασιλείου κάθεται στο ανθοπωλείο που δημιούργησε ο ίδιος το 1951. Πλέον έχει απομείνει ο μόνος ανθοπώλης, αλλά πριν από 70 χρόνια ήταν ένας από τους πολλούς της περιοχής.

«Εδώ δούλευαν 35-40 ανθοπωλεία. Και τα Σαββατοκύριακα είχε μια μεγάλη υπαίθρια αγορά που έφτανε εκατοντάδες μέτρα μακριά. Όμως, όταν οι ανθοπώλες μεγάλωσαν και σταμάτησαν, δεν υπήρχαν διάδοχοι για τα μαγαζιά τους. Τώρα έχω μείνει μόνος μου» λέει και επαναφέρει στη μνήμη του τους διάσημους που περνούσαν από το μαγαζί του για να αγοράσουν λουλούδια. 

«Ο Παύλος Βαρδινογιάννης είχε έρωτα με τα λουλούδια. Ερχόταν τα βράδια και σήκωνε όλο το μαγαζί» θυμάται, και μετά από λίγο δείχνει μια φωτογραφία από τη στάση που έκανε στο ανθοπωλείο του ο πρίγκιπας Κάρολος κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψής του στην Ελλάδα. Το εμπορικό τρίγωνο της Αθήνας ήταν γνωστό για τα σημεία στα οποία συγκεντρώνονταν οι επαγγελματίες κάθε κλάδου. Η οδός Βύσσης ήταν το σημείο με τα μαγαζιά των υφασματάδων. Εδώ και πολλά χρόνια αυτό έχει αλλάξει και πλέον κυριαρχούν τα καταστήματα με είδη κιγκαλερίας.

Ο «τελευταίος των Μοϊκανών» είναι το ιστορικό κατάστημα του Μαρουλίδη, του πρόσφυγα από την Τραπεζούντα, που βρίσκεται στο ίδιο σημείο από το 1922. Η επιχείρηση πλέον ανήκει στον Γιώργο Γάσπαρη, ο οποίος μπήκε ως υπάλληλος στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και την αγόρασε όταν ο γιος του ιδρυτή της σταμάτησε να δουλεύει.

«Τα υπόλοιπα υφασματάδικα έφυγαν από εδώ, αλλά ο Μαρουλίδης πίστευε πάντα ότι μια επιχείρηση πρέπει να μένει στο ίδιο μέρος. Αλλά η δουλειά έχει χάσει την παλιά της αίγλη, αφού ο κόσμος έχει σταματήσει να αγοράζει υφάσματα» λέει και προσθέτει ότι έστω και δύσκολα το μαγαζί αντέχει ακόμα και του προσφέρει καλύτερες συνθήκες εργασίας από αυτές που θα είχε αν πήγαινε να εργαστεί ως υπάλληλος.

Τα μαγαζιά της Ευριπίδου με τα μπαχαρικά, τα αλλαντικά και τα χύμα όσπρια κατακλύζονται από κόσμο που αναζητά την επιστροφή σε ένα παρελθόν που σήμερα φαντάζει πιο απλό και πιο αυθεντικό. «Ο κόσμος αναζητά το παλιό» λέει ο Βαγγέλης Σαμπάνης, ο οποίος νοικιάζει εδώ και μερικά χρόνια τον χώρο στον οποίο στεγαζόταν πριν από δεκαετίες το ιστορικό μαγαζί του Ελευθερίου που πωλούσε βούτυρο και τυριά.

Ο κ. Σαμπάνης δεν άλλαξε σχεδόν τίποτα. Ο αγοραστής μπορεί ακόμα να δει την παλιά σκάλα και την πόρτα που οδηγεί στο σπίτι τού πάνω ορόφου αλλά και το δώμα στο οποίο έμεναν κάποτε οι επισκέπτες και οι μπακαλόγατοι της εποχής. «Όταν ήρθα εδώ, υπήρχαν ακόμα πράγματα από το παρελθόν. Βρήκα ένα παλιό χρηματοκιβώτιο μέσα στο οποίο υπήρχαν προπολεμικές χειρόγραφες τραπεζικές καταθέσεις των εισπράξεων της ημέρας» σημειώνει.

Ενίσχυση της ασφάλειας

Οι έμποροι του ιστορικού τριγώνου αντιμετωπίζουν με ενδιαφέρον και θετική διάθεση την απόπειρα του δήμου να αναδείξει την ιστορία της περιοχής. Επισημαίνουν ωστόσο ότι οι καλές προθέσεις δεν αρκούν. Για να ανοίξουν περισσότερα εμπορικά καταστήματα και να πειστούν οι πολίτες να τα επιλέξουν για τις αγορές τους, χρειάζεται να αισθανθούν μεγαλύτερη ασφάλεια και φυσικά να έχουν περισσότερα χρήματα.

«Οταν ήμουν παιδί, ερχόμουν στο μαγαζί του πατέρα μου στις 11 το βράδυ και είχε πολλούς ανθρώπους στον δρόμο. Τώρα αυτό δεν υπάρχει πια. Επιπλέον, το κτίριο όπου βρίσκομαι ήταν κάποτε γεμάτο με επαγγελματίες. Τώρα έχω μείνει μόνο εγώ» λέει ο Θανάσης Κατσαούνης, ο οποίος συνεχίζει την επιχείρηση χονδρικής πώλησης μαντιλιών που ίδρυσε ο πατέρας του πριν από περίπου 60 χρόνια.

Κάτι που αλλάζει τον χαρακτήρα της περιοχής, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα περίοδο ακμής, είναι η δημιουργία πολλών ξενοδοχείων στους δρόμους γύρω από την Αιόλου. «Δεν είμαι σίγουρος ότι οι έμποροι θα επωφεληθούν άμεσα από τους τουρίστες, αλλά η περιοχή θα αποκτήσει ξανά ζωή. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό» τονίζει ο κ. Κατσαούνης.