Αθλητισμός|14.07.2019 16:36

Πολιτική & ποδόσφαιρο: Η δικτατορία της μπάλας και το όπιο του λαού

Αλέξανδρος Λοθάνο

Οι πειθαρχικοί κώδικες της FIFA και της Conmebol (ποδοσφαιρική συνομοσπονδία της Νοτίου Αμερικής) το επισημαίνουν ξεκάθαρα: «Απαγορεύεται ρητά η προώθηση ή διαφήμιση με οποιοδήποτε μέσο, πολιτικών ή θρησκευτικών μηνυμάτων ή οποιαδήποτε άλλη πολιτική ή θρησκευτική ενέργεια στο γήπεδο ή στον περιβάλλοντα χώρο πριν, στην διάρκεια ή μετά τους αγώνες».

Αυτό δεν εμπόδισε (πως θα μπορούσε, άλλωστε;) τον Ζαΐρ Μπολσονάρο, τον ακροδεξιό, ρατσιστή και σεξιστή πρόεδρο της Βραζιλίας, να «πολιτικοποιήσει» το Copa America που ολοκληρώθηκε πριν από μια εβδομάδα, με τον θρίαμβο της οικοδέσποινας «Σελεσάο».

Στην ανάπαυλα του ημιτελικού με την Αργεντινή, ο Μπολσονάρο έκανε τον γύρο του θριάμβου (!) στο «Μινεϊράο» του Μπέλο Οριζόντε, εν μέσω αποθέωσης, αλλά και αποδοκιμασιών από τους φιλάθλους.

Μετά τον τελικό κόντρα στο Περού, ο πρόεδρος της χώρας δεν δίστασε να ποζάρει με το τρόπαιο αγκαλιά, παρέα με τους ποδοσφαιριστές. Από αυτή την φωτογραφία, όμως, απουσίαζε ο ομοσπονδιακός προπονητής Τίτε, ο οποίος αρνήθηκε να αγκαλιάσει και να συζητήσει για λίγο με τον Μπολσονάρο, όταν αυτός το επιχείρησε στην διάρκεια της απονομής.

Από εκείνη την στιγμή, ο πολύ αγαπητός στο ευρύ κοινό τεχνικός, «προήχθη» σε εθνικό ήρωα. Η συμπεριφορά του Μπολσονάρο, παρ’ ότι προκάλεσε βροχή αρνητικών σχολίων, δεν ήταν η πρώτη, ούτε βεβαίως η τελευταία προσπάθεια ενός πολιτικού να χρησιμοποιήσει το ποδόσφαιρο ως άρμα προπαγάνδας και αποπροσανατολισμού.

«Νίκη ή θάνατος»

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος άνοιξε βαθιές πληγές στην Ιταλία, η οποία χρειάστηκε πολύ καιρό για να συνέλθει. Ο φασίστας Μπενίτο Μουσολίνι, πολιτικός ηγέτης της χώρας από το 1922, είδε το ποδόσφαιρο ως ένα ιδανικό μέσο προβολής της «αναγεννημένης και δυνατής Ιταλίας», υπό το καθεστώς του βεβαίως.

Και η μεγάλη ευκαιρία του δόθηκε το 1934, όταν η χώρα του ανέλαβε να διοργανώσει το δεύτερο Παγκόσμιο Κύπελλο της ιστορίας, μετά την απόσυρση της Σουηδίας.

Με εντολή του «Ντούτσε», τα γήπεδα κατασκευάστηκαν σε χρόνο ρεκόρ, για την πρώτη διοργάνωση στην οποία υπήρχε ζωντανή ραδιοφωνική μετάδοση, και μάλιστα, στις δώδεκα από τις 16 χώρες που πήραν μέρος στην τελική φάση. Τα έξοδα μετακίνησης και διαμονής καλύφθηκαν εξ’ ολοκλήρου από το καθεστώς!

Η εθνική ομάδα είχε χτιστεί σε στέρεες βάσεις και διέθετε ταλέντο, το οποίο ανέβαινε επίπεδο χάρη στους oriundi, τους μετανάστες με ιταλικές ρίζες που έγιναν «Ιταλοί» με συνοπτικές διαδικασίες. Ο στόχος επετεύχθη ύστερα από «εντολή» του δικτάτορα στον πρόεδρο της ομοσπονδίας, Τζόρτζιο Βακάρο, και ο Μουσολίνι, περιχαρής και περήφανος, απένειμε στους παίκτες και το Κύπελλο του «Ντούτσε», εκτός από το παγκόσμιο στέμμα.

Επειδή, όμως, η κατάκτηση του Μουντιάλ από την Ιταλία αμφισβητήθηκε πολύ (και όχι άδικα), το τρίτο Παγκόσμιο Κύπελλο, τέσσερα χρόνια αργότερα στην Γαλλία, έγινε εμμονή στον Μουσολίνι. Η «Σκουάντρα Ατζούρα» έφτασε ξανά στον τελικό.

Πριν από το μεγάλο ραντεβού με την Ουγγαρία, ένα τηλεγράφημα έφτασε στα χέρια του ομοσπονδιακού προπονητή, Βιτόριο Πότσο. Είχε αποστολέα τον δικτάτορα και περιλάμβανε μόλις τρεις λέξεις: «Νίκη ή θάνατος». Οι Ιταλοί δεν χάλασαν το χατίρι στον «Ντούτσε», ο οποίος δεν αγάπησε ποτέ το ποδόσφαιρο, αλλά το έβλεπε μόνο ως μέσο προπαγάνδας.

«Ποτέ στην ζωή μου δεν ένιωσα τόσο ευτυχισμένος που έχασα. Με τα τέσσερα γκολ που δέχθηκα, έσωσα την ζωή σε έντεκα ανθρώπους» έλεγε χρόνια αργότερα ο τερματοφύλακας της Ουγγαρίας, Αντα Σάμπο

Η διάλυση της ομάδας – θαύμα

Ο Αδόλφος Χίτλερ χρησιμοποίησε τα σπορ γενικότερα και το ποδόσφαιρο ειδικότερα ως μέσο προβολής της ναζιστικής κυριαρχίας και της «καθαρότητας» της Αριας φυλής.

Οι ποδοσφαιριστές, ακόμα και των ξένων εθνικών ομάδων, υποχρεώνονταν να χαιρετούν ναζιστικά στα παιχνίδια επί γερμανικού εδάφους, όπως έκανε η Εθνική Αγγλίας, με επικεφαλής τον Στάνλεϊ Μάθιους, τον Σεπτέμβριο του 1938.

Τρία χρόνια νωρίτερα, η επίσκεψη της Εθνικής Γερμανίας στο Λονδίνο για φιλικό με την Αγγλία, παρά τις αντιδράσεις και τις αντιφασιστικές διαδηλώσεις, πέτυχε τον στόχο του Χίτλερ. Η Γερμανία δεν έδωσε δικαιώματα, είχε άψογη συμπεριφορά και, μάλιστα, μια βρετανική εφημερίδα της εποχής είχε γράψει ότι «οι Γερμανοί έπαιξαν αγγλικό ποδόσφαιρο και αγωνίστηκαν ως κύριοι».

Συνολικά, πάντως, οι Ναζί δεν πέτυχαν να κυριαρχήσουν μέσω του ποδοσφαίρου, όπως έκαναν οι φασίστες στην Ιταλία, κάτι που κατάφεραν, σε ότι έχει να κάνει με την προπαγάνδα, με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936. Ο Αυστριακός Χίτλερ, όταν η Γερμανία προσάρτησε την Αυστρία, διέλυσε την εθνική ομάδα της χώρας, γνωστή εκείνη την εποχή ως η ομάδα – θαύμα.

Το μείγμα Αυστριακών και Γερμανών δεν πέτυχε ποτέ, αφού συν τοις άλλοις υπήρξαν και αθλητές που αρνήθηκαν να παίξουν με τη νέα, ενοποιημένη εθνική ομάδα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το αστέρι των Αυστριακών, Ματίας Ζίντελααρ, ο οποίος σε ηλικία 36 ετών δολοφονήθηκε από την Γκεστάπο ως φίλος των Εβραίων και σοσιαλδημοκράτης.

Επισήμως, βεβαίως, ο θάνατός του καταγράφηκε ως «ατύχημα», αφού φέρεται να πέθανε στο διαμέρισμα της φίλης του από δηλητηρίαση με μονοξείδιο του άνθρακα. Για τους Αυστριακούς είναι, μέχρι και σήμερα, σύμβολο πατριωτισμού.

Ο «μαθητής» Βιντέλα

Τα απολυταρχικά καθεστώτα πάντα χρησιμοποιούσαν το ποδόσφαιρο ως μέσο προπαγάνδας, ακόμα και αν δεν είχαν πάντα άμεση εμπλοκή και επιρροή σε αυτό. Η προέλαση της Ρεάλ Μαδρίτης στην γέννηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών χρησιμοποιήθηκε τεχνηέντως από τον δικτάτορα Φρανθίσκο Φράνκο, όπως επιχείρησε να κάνει και η Χούντα στην Ελλάδα με την ιστορική πορεία του Παναθηναϊκού μέχρι τον τελικό του «Γουέμπλεϊ».

Οι δικτάτορες των πρώτων δεκαετιών του 20ού Αιώνα βρήκαν «άξιο διάδοχο» στο πρόσωπο του στρατηγού Χόρχε Ραφαέλ Βιντέλα. Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978 στην Αργεντινή, το οποίο ολοκληρώθηκε με τον θρίαμβο της ομάδας του Σέζαρ Λουίς Μενότι και του Μάριο Αλμπέρτο Κέμπες, λειτούργησε ως «απάντηση» στις εκστρατείες των οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα για τις εξαφανίσεις, τα βασανιστήρια και τις δολοφονίες του καθεστώτος με θύματα τους αντιφρονούντες και τις οικογένειές τους (υπολογίζονται σε πάνω από τριάντα χιλιάδες).

Συγκλονίζει το γεγονός ότι το κεντρικό κρατητήριο του Μπουένος Αϊρες όπου γίνονταν ως επί το πλείστον τα περισσότερα βασανιστήρια, βρίσκονταν πολύ κοντά στο «Μονουμεντάλ», το γήπεδο όπου στέφθηκε παγκόσμια πρωταθλήτρια η Αργεντινή. Οι φωνές και οι πανηγυρισμοί των φιλάθλων κάλυπταν τις κραυγές πόνου και απόγνωσης των φυλακισμένων…

Τραμπ και Τσι Γινπίνγκ

Το 1969, ο πόλεμος των εκατό ορών μεταξύ Σαλβαδόρ και Ονδούρα άφησε πάνω από πέντε χιλιάδες νεκρούς και δεκάδες χιλιάδες μετανάστες. Ονομάστηκε «ο πόλεμος του ποδοσφαίρου», επειδή ακολούθησε αναμετρήσεων των δύο ομάδων με έπαθλο ένα εισιτήριο για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970.

Το ποδόσφαιρο, όμως, δεν είχε καμία ουσιαστική σχέση με τον πόλεμο, όπως δεν είχε με τον εμφύλιο στην Γιουγκοσλαβία, ο περιβόητος αγώνας – σύρραξη μεταξύ Ντινάμο Ζάγκρεμπ και Ερυθρού Αστέρα, τον Μάιο του 1990.

Το ποδόσφαιρο λειτούργησε (σχεδόν) πάντα ως ειρηνικό μέσο, έστω και αν οι πολιτικοί, όπως πρόσφατα ο Ζαΐρ Μπολσονάρο, δεν το αφήνουν σε ησυχία. Ο Ντόναλντ Τραμπ, ο πιο αμφιλεγόμενος πρόεδρος στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, είχε δηλώσει με νόημα ότι θα «τσεκάρει» ποιες ομοσπονδίες δεν θα στήριζαν το όνειρο της τριπλής συνδιοργάνωσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2026, από Ηνωμένες Πολιτείες, Καναδά και Μεξικό. Η ανάθεση της διοργάνωσης μάλλον… καθησύχασε τον Τραμπ.

Ο Κινέζος ομόλογος του, Τσι Γινπίνγκ, έδωσε εντολή τα τελευταία χρόνια για επένδυση δισεκατομμυρίων στο ποδόσφαιρο, ώστε η κινεζική αγορά να ανοίξει διάπλατα για την Ευρώπη και την Αμερική. Το πέτυχε εν μέρει, όχι όμως απόλυτα. Η FIFA, στο πλαίσιο της επεκτατικής πολιτικής της, επιλέγει πολύ προσεκτικά τις χώρες που διοργανώνουν τα Μουντιάλ.

Η επιλογή της Ρωσίας το 2018 και του Κατάρ για το 2022 δεν είναι διόλου τυχαίες. Και, δεδομένα, δεν θα είναι οι τελευταίες που θα εξυπηρετήσουν συγκεκριμένα συμφέροντα. Το ποδόσφαιρο, άλλωστε, θα είναι πάντα το όπιο του λαού, όπως λέει η παράφρασης της ιστορικής ατάκας του Καρλ Μαρξ για την θρησκεία…

Αδόλφος ΧίτλερΖαΐχ Μπολσονάρουποδόσφαιρο