Τεχνολογία|19.02.2023 19:36

Ηλιακή γεωμηχανική: Σανίδα σωτηρίας απέναντι στην κλιματική κρίση ή δρόμος προς μία παγκόσμια πολεμική σύρραξη;

Newsroom

Όταν η αμερικανική startup Make Sunsets απελευθέρωσε δύο μετεωρολογικά μπαλόνια στον ουρανό πάνω από τη χερσόνησο Μπάχα της Καλιφόρνια του Μεξικού πέρυσι, ξεκίνησε η έντονη συζήτηση για μια από τις πιο αμφιλεγόμενες λύσεις για το κλίμα.

Τα μπαλόνια, γεμάτα με ήλιο και μικρή ποσότητα διοξειδίου του θείου, ήταν σχεδιασμένα να αφεθούν να αιωρούνται ψηλά στη στρατόσφαιρα. Εκεί θα εκρήγνυνταν, και τα σωματίδια του θείου, τα οπία αντανακλούν τον ήλιο, θα διαλύονταν δροσίζοντας, έστω και για λίγο, τη Γη. Κάποιοι απέρριψαν τη μέθοδο, ενώ δεν είναι σαφές εάν τα σωματίδια απελευθερώθηκαν ή αν, πράγματι, τα μπαλόνια έφτασαν στη στρατόσφαιρα. Ωστόσο, το πείραμα της Make Sunsets είναι σημαντικό καθώς σηματοδότησε το «πέρασμα» σε μία νέα μέθοδο για το κλίμα: την ηλιακή γεωμηχανική.

Οι υπέρμαχοί της, θεωρούν την ηλιακή γεωμηχανική λύση καθόλου αμελητέα, καθώς ο κόσμος οδεύει προς την κλιματική καταστροφή. Οι επικριτές, θεωρούν ότι πρόκειται για μία τεχνολογία, δυνητικά τόσο επικίνδυνη, που δεν θα έπρεπε καν να τη διερευνήσουμε.

Τι είναι η ηλιακή γεωμηχανική;

Στην απλούστερη εκδοχή της η ηλιακή γεωμηχανική, γνωστή και ως διαχείριση της ηλιακής ακτινοβολίας, αποτελεί μία προσπάθεια να μειωθεί η θερμοκρασία του πλανήτη, μέσω της ανάκλασης του ηλιακού φωτός, ή μέσω μεθόδων διαφυγής περισσότερης θερμότητας στο διάστημα.

Για την εφαρμογή της υπάρχουν τρεις τεχνικές:

  • Ο θαλάσσιος φωτισμός των σύννεφων, στην προσπάθεια τα χαμηλά σύννεφα πάνω από τον ωκεανό να γίνουν πιο ανακλαστικά, ψεκάζοντάς τα με θαλάσσιο αλάτι.
  • Η αραίωση των σύννεφων στα μεγάλα υψόμετρα της ατμόσφαιρας, με τον ψεκασμό τους με σωματίδια αερολύματος, ώστε να «παγιδεύουν» λιγότερη θερμότητα.
  • Ωστόσο, η περισσότερο διερευνημένη μέθοδος, είναι η έγχυση στρατοσφαιρικού αερολύματος. Πρόκειται για τον ψεκασμό αερολυμάτων - όπως σωματίδια διοξειδίου του θείου - στη στρατόσφαιρα, σε ύψος άνω των 20 χιλιομέτρων πάνω από την επιφάνεια της Γης, για την ανάκλαση του ηλιακού φωτός πίσω στο διάστημα. Θα μπορούσε να γίνει με αερόστατα ή εξειδικευμένα αεροπλάνα που μπορούν να πετάξουν σε μεγάλο ύψος.

Πίσω από την ιδέα βρίσκεται το πρότυπο των ηφαιστείων. Όταν, το 1991, εξερράγη το όρος Πινατούμπο στις Φιλιππίνες, το διοξείδιο του θείου που εκτόξευσε ψηλά στην ατμόσφαιρα είχε ως αποτέλεσμα να ψύξει προσωρινά τον πλανήτη κατά μισό βαθμό Κελσίου.

Γιατί είναι τόσο αμφιλεγόμενο θέμα;

Η μεθοδολογία της έχει ήδη αναπτυχθεί από τη δεκαετία του 1960. Όμως, τα τελευταία χρόνια συζητείται όλο και περισσότερο επειδή η πρόοδος που σημειώνει η επιστήμη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι πολύ βραδύτερη από τους ρυθμούς που αυτή συντελείται.

Ο πλανήτης βρίσκεται ακριβώς στο σημείο να ξεπεράσει αυτό το όριο της θερμοκρασίας, πέρα από το οποίο αυξάνονται δραματικά οι πιθανότητες ακραίων πλημμυρών, ξηρασίας, πυρκαγιών και έλλειψης τροφίμων. Οι επιστήμονες έχουν φτάσει στο σημείο να προτείνουν ακόμη και την εκτόξευση σκόνης από τη σελήνη προς τη Γη. Αυτή η σκόνη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «ασπίδα» απέναντι στον ήλιο, μειώνοντας την ποσότητα ηλιακού φωτός που φτάνει στον πλανήτη.

«Μακάρι να μην υπήρχε η ανάγκη για την γεωμηχανική. Αλλά δεν υπάρχουν άλλες, ρεαλιστικές επιλογές ώστε η αύξηση της θερμότητας να παραμείνει κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου», σημείωσε στο CNN ο ιδρυτής της Make Sunsets, Luke Iseman.

Σχεδόν κανείς δεν ισχυρίζεται ότι, η μέθοδος, θα μπορούσε να είναι εξίσου αποτελεσματική με τη μείωση της παραγωγής των ρύπων, ή ότι από μόνη της είναι μία λύση απέναντι στην κλιματική κρίση. Οι υπέρμαχοι της ηλιακής γεωμηχανικής, όμως, υποστηρίζουν ότι θα μπορούσε να παράγει σημαντική μείωση της θερμοκρασίας, με σχετικά μικρό κόστος. Σύμφωνα με μελέτη του 2018 που πραγματοποιήθηκε στο Harvard, η εφαρμογή της μεθόδου, για μία περίοδο 15 ετών θα στοίχιζε περίπου 2,25 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.

Όπως τονίζει ο καθηγητής εφαρμοσμένης φυσικής και δημόσιας πολιτικής, στο Harvard, David Keith, «χωρίς αμφιβολία» ο κόσμος οφείλει να μειώσει τις εκπομπές ρύπων. Αυτό, προσθέτει, δε σημαίνει ότι έχουμε την πολυτέλεια να αγνοήσουμε άλλες πιθανές λύσεις για το κλίμα. «Δε λέω ότι πρέπει να εφαρμόσουμε την ηλιακή γεωμηχανική, αλλά νομίζω ότι αξίζει να εξετάσουμε όλα τα διαθέσιμα εργαλεία», τόνισε.

Από την πλευρά του, ο διευθυντής του Ινστιτούτου Περιβάλλοντος του Stanford Woods, Chris Field, σημειώνει ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στην ηλιακή γεωμηχανική. «Θα μπορούσε να προσφέρει ένα μονοπάτι προς τη μείωση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής σε εκατομμύρια από τους πιο ευάλωτους ανθρώπους στον κόσμο (και στα οικοσυστήματα), αλλά έχουμε και την ευθύνη να διερευνήσουμε, εκτός από τις διαθέσιμες ευκαιρίες, και τούς κινδύνους που αυτές εγκυμονούν», τόνισε.

Η κλιματική κρίση ήδη απειλεί την ύπαρξη ορισμένων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των νησιωτικών χωρών με χαμηλό υψόμετρο. Έρευνα του  2019 που πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή περισσότερων από 700 εμπειρογνωμόνων σε θέματα κλίματος διαπίστωσε ότι, όσοι ανέμεναν σοβαρές ζημιές από την κλιματική κρίση στις χώρες τους, ήταν σε μεγάλο βαθμό υπέρμαχοι της μεθόδου.

Γιατί είναι τόσο αμφιλεγόμενη;

Στα μάτια των πολέμιών της, η ηλιακή γεωμηχανική θα μπορούσε να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου με άπειρες πιθανές αρνητικές συνέπειες. «Το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε σημείο απελπισίας δεν καθιστά ξαφνικά την ηλιακή γεωμηχανική καλή ιδέα, καθώς οι κίνδυνοι είναι τεράστιοι», δήλωσε η Lili Fuhr, από το Κέντρο Διεθνούς Περιβαλλοντικού Δικαίου.

Στην επιστημονική κοινότητα υπάρχουν φόβοι ότι, το πείραγμα του θερμοστάτη του πλανήτη θα μπορούσε να αλλάξει τα πρότυπα βροχοπτώσεων και να μετατοπίσει τους μουσώνες, με δυνητικά καταστροφικές συνέπειες για τις καλλιέργειες. Από περιοχή σε περιοχή οι επιπτώσεις θα μπορούσαν να διαφέρουν, με ορισμένες περιοχές να αποκομίζουν οφέλη, ενώ άλλες να ζημιώνονται, αυξάνοντας την πιθανότητα συγκρούσεων.

«Συνήθως οι φτωχοί είναι αυτοί που υποφέρουν περισσότερο, όταν τα πράγματα πάνε στραβά», υπογραμμίζει ο καθηγητής παγκόσμιας κλιματικής και περιβαλλοντικής διακυβέρνησης στο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο Alex Ekwueme στη Νιγηρία, Chukwumerije Okereke. «Ήδη, οι αφρικανικές χώρες είναι αυτές που προτείνονται ως πεδίο δοκιμών για τις τεχνολογίες. Είναι ένας αντιπερισπασμός από το είδος των πολιτικών και της βοήθειας που θα έπρεπε να έρθει στην Αφρική», πρόσθεσε.

Η μέθοδος θα μπορούσε, ακόμα, να βλάψει το στρώμα του όζοντος, που προστατεύει τη Γη από τις βλαβερές υπεριώδεις ακτίνες, και, επί του παρόντος, βρίσκεται σε καλό δρόμο αποκατάστασης, μετά την επιτυχία της απαγόρευσης των χημικών ουσιών που καταστρέφουν το όζον. Εκτός όλων αυτών, υπάρχουν και οι δυσκολίες στην εφαρμογή.

Με δεδομένο ότι, τα σωματίδια αερολύματος δεν τείνουν να παραμένουν στην ατμόσφαιρα για περισσότερο από περίπου ένα έτος, η εφαρμογή της μεθόδου θα έπρεπε να διατηρείται συνεχώς. Η διακοπή της επιφέρει την πιθανότητα ενός «σοκ τερματισμού», το οποίο θα είχε σαν αποτέλεσμα την απελευθέρωση όλης της συσσωρευμένης θέρμανσης που «περιμένει παρασκηνιακά, έτοιμη να “χαστουκίσει” το πρόσωπο της Γης», εξηγεί ο καθηγητής φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Raymond Pierrehumbert.

Επιπλέον, σημειώνει ο καθηγητής παγκόσμιας διακυβέρνησης της αειφορίας στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης, Frank Biermann, η εφαρμογή της θα απαιτούσε πρωτοφανή διεθνή συνεργασία. «Θα σήμαινε ότι οι χώρες θα πρέπει να συνεργάζονται για πάντα», είπε, σημειώνοντας ότι, η συνεργασία θα συμπεριελάμβανε και χώρες που, σήμερα, βρίσκονται μεταξύ τους σε πόλεμο.

Από τις ισχυρότερες επικρίσεις της ηλιακής γεωμηχανικής είναι ότι, αυτή, θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή από τις χώρες που ρυπαίνουν περισσότερο τον πλανήτη, ως ένας τρόπος να εξακολουθήσουν να λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, αλλά και από τις κυβερνήσεις τους, ως αντιπερισπασμός από τις πολιτικές για τη μείωση της ρύπανσης που θερμαίνει τον πλανήτη.

Το 2021, ομάδα σχεδόν 400 επιστημόνων ζήτησε μία «διεθνή συμφωνία μη χρήσης», μία δέσμευση για τον περιορισμό της ανάπτυξης της ηλιακής γεωμηχανικής, «πριν να είναι πολύ αργά». Όπως εξηγεί ο Biermann, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να εξετάσουν την ηλιακή γεωμηχανική με τον ίδιο τρόπο που εξετάζουν τα χημικά όπλα, τα βιολογικά όπλα, τις πυρηνικές δοκιμές και τις εξορύξεις στην Αρκτική.

Σε ποιο σημείο βρισκόμαστε;

Ιδίως από μέρους των ΗΠΑ, τα τελευταία χρόνια υπήρξε έξαρση του ενδιαφέροντος για την τεχνολογία. Το 2019, το Κογκρέσο διέθεσε 4 εκατομμύρια δολάρια στην Εθνική Υπηρεσία Ωκεανών και Ατμόσφαιρας για έρευνα στη στρατόσφαιρα, μέρος της οποίας αφορούσε την ηλιακή γεωμηχανική. Την περασμένη χρονιά, η κυβέρνηση Μπάιντεν ανακοίνωσε πενταετές ερευνητικό σχέδιο για τη διερεύνηση της ιδέας.

Έκθεση του κυκλοφόρησε το 2021 η Εθνική Ακαδημία Επιστημών ζητούσε από την αμερικανική κυβέρνηση να διαθέσει έως και 200 εκατομμύρια δολάρια σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα για την καλύτερη κατανόηση της ηλιακής γεωμηχανικής, συμπεριλαμβανομένης της σκοπιμότητάς της, των επιπτώσεών της στην κοινωνία και το περιβάλλον, αλλά και των αντιλήψεων του κοινού.

Χρηματοδότηση παρέχουν επίσης και οι ερευνητικοί οργανισμοί. Τον Φεβρουάριο, η πρωτοβουλία Degrees Initiative με έδρα τη Βρετανία, ανακοίνωσε τη διάθεση 900.000 δολαρίων στην έρευνα σε χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Νότιας Αμερικής, με σκοπό να διερευνηθούν οι τρόποι με τους οποίους η τεχνολογία θα επηρέαζε τον Παγκόσμιο Νότο. Μέχρι στιγμής, είναι δύσκολο να ξεκινήσουν τα υπαίθρια πειράματα και η αντίσταση απέναντί τους είναι σθεναρή.

Το 2021, μετά την κατακραυγή των ιθαγενών Σάμι, ερευνητές του πανεπιστημίου Harvard εγκατέλειψαν τις δοκιμές με ένα αερόστατο μεγάλου ύψους στην Αρκτική της Σουηδίας. Εκ μέρους του συμβουλίου των Σάμι, η επιστολή προς τους ερευνητές ανέφερε ότι, ηλιακή γεωμηχανική, «ενέχει κινδύνους με καταστροφικές συνέπειες». Τον Ιανουάριο, μετά την απελευθέρωση του αερόστατου της Make Sunset, η κυβέρνηση του Μεξικού ανακοίνωσε ότι θα απαγορεύσει τα πειράματα ηλιακής γεωμηχανικής.

Όσο, εντωμεταξύ, η θερμοκρασία της Γης ανεβαίνει και η ηλιακή γεωμηχανική καθίσταται από την επιστημονική φαντασία επικρατούσα τάση, οι διαμάχες μεταξύ εκείνων που λένε ότι υπάρχει υποχρέωση να την ερευνήσουν ως μια πιθανή λύση τελευταίας ευκαιρίας και εκείνων που είναι πεπεισμένοι ότι είναι ο δρόμος προς την καταστροφή είναι πιθανό να αυξηθούν. Οι επικριτές, όπως ο Biermann, ωστόσο, παραμένουν αμετακίνητοι. «Είναι πολύ επικίνδυνη. Δεν μπορεί να ελεγχθεί. Είναι ανήθικη», τονίζει. «Και αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους στις τρέχουσες πολιτικές για το κλίμα», καταλήγει.

κλιματική κρίσημπαλόνιαειδήσεις τώραΚλίμα