Θέατρο|19.05.2020 17:23

Ιεροκλής Μιχαηλίδης στο ethnos.gr: «Ελπίζω η "δίνη" να μην μας καταπιεί»

Βίκη Κουτρή

Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης είναι ένας ευφάνταστος δημιουργός που έχει καταφέρει στα 30 χρόνια συνεχούς παρουσίας στα πολιτιστικά δρώμενα της χώρας μας να καθιερώσει ένα ιδιαίτερο δείγμα γραφής της προσωπικότητας και της τέχνης του, μέσω μιας πολυδιάστατης σύνθεσης δημιουργικών εμπνεύσεων και υλοποιημένων δράσεων που ουδόλως αμφισβητούνται, τουναντίον καταχωρούνται επιτυχώς, εξελίσσοντας εντυπωσιακά την πορεία της διαδρομής του.

Σεμνός, ευφυής, επίμονος, αστείρευτος και προπάντων καλός συζητητής πιστοποιεί τις ικανότητες που διαθέτει με μια φυσική απλότητα που ξαφνιάζει ευχάριστα τον συνομιλητή του. Έχοντας ασχοληθεί με θέατρο, κινηματογράφο, τηλεόραση αλλά και ραδιόφωνο δηλώνει ότι έχει πολλά ακόμα να προσφέρει στο ευρύ κοινό. Το ethnos.gr συνταξιδεύει μαζί του, συμμετέχει νοερά στις θεατρικές (και όχι μόνο) επιλογές του, μοιράζεται τις επιτυχίες του, γελάει με την χαρακτηριστική γιαγιά «Τσιορδίτσα» του (εκ των Αγάμων), αφουγκράζεται τις ανησυχίες και τους «κύκλους» του και όλα αυτά μέσα σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης που διδάσκει ότι τίποτα δεν έχει νόημα στη ζωή μας χωρίς αγώνα.

Στην ευαίσθητη ηλικία των 6 ετών βρεθήκατε από τη μακρινή Αυστραλία στη Χαραυγή, ένα χωριό μεταξύ Πτολεμαΐδας και Κοζάνης που δεν υπάρχει πια στον χάρτη. Το ταξίδι της «αναζήτησης» ξεκίνησε από εκεί;

Έχω έντονα «φυλαγμένες» εικόνες από το ταξίδι αυτό. Ήταν πολιτισμικό σοκ η μετακίνηση μου από ένα αστικό -εκτός Ελλάδας- κέντρο στο "προηγμένο" Κράτος της δεκαετίας του ‘60 και εν συνεχεία σε ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας. Τα εξωτερικά ερεθίσματα που βίωσα μέσω των διαφορετικών εικόνων, αποτυπώθηκαν βαθιά στα παιδικά μου μάτια και λειτούργησε ομαλά όλη αυτή η μετάβαση. Ανεξίτηλη έχει μείνει στη μνήμη μου η μεγάλη προσέγγιση προς την Ελλάδα με το υπερωκεάνιο (αυτή η λέξη ακόμα και σήμερα με συγκινεί..). Εδώ θα ήθελα να προσθέσω τον στίχο του Λεωνίδα Εμπειρίκου: «Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις»... Στην ηλικία των 6 ετών λοιπόν βρέθηκα 28 ημέρες μέσα σε ένα ταξίδι όπου είχε χαρακτηριστικά ονόματα πόλεων: το Κολόμπο που ήταν στην τότε Κελάνη και αργότερα μετονομάστηκε Σρι Λάνκα, το Άντεν το οποίο ήταν στην Αραβική χερσόνησο μπαίνοντας Ερυθρά Θάλασσα που το διέσχιζε η Διώρυγα του Σουέζ και εκεί αγνάντεψα τοπία με άμμο και καμήλες, η στάση στη Βηρυτό και τέλος η άφιξη μας στον Πειραιά. Οι εικόνες αποτυπώθηκαν γιατί ενώ δεν γνώριζα τι ακριβώς έβλεπα, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι τελικά αυτός είναι ο κόσμος και έχει οπτικές γωνίες με εναλλαγές.

Αργότερα διαπίστωσα ότι το συγκεκριμένο ταξίδι ήταν μια μεγάλη εξαίρεση την οποία δεν πρόκειται να ξαναζήσω και δεν θα έχω την δυνατότητα επαφής των τόπων αυτών με τον ίδιο τρόπο, ειδικά την συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Σημαντικό ήταν και το Λιμάνι του Πειραιά, η Ομόνοια της Αθήνας, τα Βόρεια Προάστια με επισκέψεις στους συγγενείς όταν μετά, φτάσαμε στο μεγαλύτερο, στο χωριό, στην ελληνική ύπαιθρο, με άλλους ανθρώπους διαφορετικούς, οι οποίοι είχαν άλλες συμπεριφορές και τρόπο ζωής που μέχρι τότε δεν γνώριζα.

Αργότερα, μετακινηθήκατε από το «λιλιπούτιο» χωριό στη «μεγάλη» Θεσσαλονίκη. Κατά την άποψή σας ήταν αυτό υπέρβαση;

Απολύτως. Δεν ήταν μόνο υπέρβαση, ήταν κάτι αδιανόητο αλλά απόλυτη επιλογή μου. Επιπόλαιη και χωρίς βαθύτερη σκέψη. Για τον περίγυρο ήταν εξωφρενική αλλά για εμένα μονόδρομος και το συνειδητοποίησα πολύ νωρίτερα της Γ’ Λυκείου. Μετά από μια δύσκολη εφηβεία και παρόλο που υπήρξα πολύ καλός μαθητής στο σχολείο, αποφάσισα να τα εγκαταλείψω όλα και να πάω σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Δέχτηκα και την φυσιολογική αντίδραση των γονέων μου γιατί θεωρούσαν δικαίως ότι το θέατρο δεν είναι επαγγελματικός προσανατολισμός. Ήταν πολύ μεγάλο σοκ για την τότε εποχή. Ήταν εσωτερική η παρόρμηση (ίσως και για ψυχολογικούς λόγους) γιατί μόνο εκεί θα έβρισκα την όρεξη για δουλειά και ηρεμία. Οι αβεβαιότητες εκείνης της ηλικίας φαίνεται ότι δεν ανέστειλαν την εμμονή να κάνω αυτό που ήθελα. Στη Θεσσαλονίκη ανοίγει ένα άλλο πεδίο σε επίπεδο ψυχολογικό και πνευματικό και κλείνει μία περίοδος τρικυμιώδους ωρίμανσης μετά την εφηβεία. Η εκεί ενασχόληση μου βρίσκει ένα είδος γαλήνης, κατεύθυνσης και σκοπού ζωής. Έχει καθαρά υπαρξιακή διάσταση γιατί ξαφνικά όλα μεταβάλλονται θετικά παρά τις όποιες δυσκολίες.

(Φωτογραφία: Γεωργία Σιέττου, Στέλιος Δανιήλ)

Κάνοντας αναδρομή στα τότε χρόνια της επαγγελματικής σας έναρξης στη Θεσσαλονίκη και φιλοσοφώντας τα σήμερα σε πλαίσια απολογισμού, εν τέλει όλα όσα κάνατε λειτούργησαν;

Το 1982 αποφοίτησα από την Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Για 7-8 χρόνια κάναμε καμιά 15άρια παραστάσεις που είχαν ενδιαφέρον, σε ένα χώρο συντηρητικό όμως όπως ήταν το κοινό της Θεσσαλονίκης, δεν υπήρξε ανταπόκριση. Τα χρόνια εκείνα ήταν δύσκολα. Λειτούργησαν ως βάσεις της μετέπειτα πορείας μου επειδή ήταν χρόνια μαθητείας ή περισυλλογής αποτελούμενα από τεράστιο προσωπικό αγώνα και πολλές απορρίψεις. Είχε όμως πολύ πάθος, ενθουσιασμό και μεγάλο ρίσκο το οποίο δεν το αντιλαμβανόμασταν. Ήταν ένα είδος «αγροτικού» και αποτέλεσε σπουδή. Ήταν «ώρες πτήσης» που χρειάστηκαν πολύ δουλειά -παρά τις δυσκολίες- και αν τώρα φαντάζουν τεράστιες τότε δεν ήταν. Κάνοντας απολογισμό τεράστιο ενδιαφέρον είχαν και οι άνθρωποι που δούλεψα μαζί τους. Ο δάσκαλός μου Ζντένεκ Ποσπίσιλ από την Τσεχία και αργότερα ο μετέπειτα σκηνοθέτης και βοηθός του ο Σόλων Αρτσανίδης (ελληνικής καταγωγής) προερχόμενοι από την Τσεχοσλοβακία εκείνη την εποχή είχαν δημιουργήσει μια μικρή ομάδα που έκανε πολύ προηγμένο θέατρο. Εκ των υστέρων διαπίστωσα ότι η γραφή, η αφήγηση, ο θεατρικός κώδικας ή η θεατρική γλώσσα που τότε χρησιμοποιούσαμε έγιναν αποδεκτά πολλά χρόνια αργότερα και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία από ενδιαφέροντες σκηνοθέτες.

Έκτοτε βρίσκεστε ανελλιπώς στο χώρο του θεάματος εναλλάσσοντας κινηματογράφο, τηλεόραση και θέατρο. Που επικοινωνήσατε καλύτερα με το κοινό σας;

Το ’88 παράλληλα της θεατρικής μου δράσης σε μικρά καφέ θέατρα με κωμικά κείμενα όπως αυτά που θα δούμε αργότερα στους Άγαμους Θύτες, μπαίνω σαν συντάκτης στην ομάδα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη στο Ραδιόφωνο της ΕΡΤ στην Θεσσαλονίκη κάνοντας μια εκπομπή στο 102 FM Stereo. Λόγω αυτής της ενασχόλησης γνώρισα διάφορους μουσικούς και αποφάσισα ότι θέλω να κάνω κάτι (τότε με ενδιέφερε ο χώρος του καμπαρέ που είναι σαν επιθεώρηση και ήδη δούλευα ως ανεξάρτητος performer σε μουσικά σχήματα) έχοντας ολοκληρωτικά την εποπτεία και την σκηνοθεσία και αυτό να διαμορφωθεί ως μια παράσταση με ενιαίο ύφος, με πολλά κείμενα και βέβαια με πολλά τραγούδια. Κάπως έτσι στήθηκε ο πυρήνας για να ξεκινήσουν οι Άγαμοι Θύται. Πέρασα και στην Τηλεόραση (ως μαθητεία γιατί έχω σπουδάσει μόνο θέατρο) και έτσι όλη αυτή την τριετία με αιχμή και εφαλτήριο τους Άγαμους, ανοίγονται κάποιοι δρόμοι. Γύρω στο ’98 όλο αυτό παίρνει μια μεγάλη διάσταση. Μετά δηλαδή από 10 χρόνια απομόνωσης ξαφνικά το project αρχίζει να ενδιαφέρει πολύ περισσότερο κόσμο.

Υπήρξε ανταγωνισμός;

Ανταγωνισμό δεν έχουμε ποτέ. Πάντα ο ανταγωνιστής μας είναι ο εαυτός μας. Θέλω να πω ότι στο είδος αυτό, παρόλο που είμαστε επίγονοι όταν οι εμβληματικές μορφές και σαφέστατα πηγές επηρεασμού τα πρώτα χρόνια ήταν ο Χάρρυ Κλυνν και ο Γιώργος Μαρίνος, εμείς προσπαθήσαμε να αναπτύξουμε μια προσωπική γλώσσα, μια δική μας αισθητική γραμμή και να πάμε «αλλού». Γενικά έως σήμερα σε αυτόν το χώρο δεν έγιναν πολλές απόπειρες από σχήματα για να μπορέσουμε να έχουμε ανταγωνισμό και αυτό με λυπεί γιατί περίμενα ότι θα αρχίσουν να ξεφυτρώνουν παντού ανάλογες δουλειές. Εμείς είχαμε μπει σε έναν άλλο χώρο που άγγιζε και το Stand Up Comedy ή το καμπαρέ.

Κατόπιν ήρθε η βράβευση. Πήρατε το 2ο Βραβείο Ανδρικού Ρόλου στην ταινία «Πίσω πόρτα» το 2000. Νιώσατε ότι κερδίσατε μια προσωπική μάχη;

Όχι, δεν νομίζω. Εκεί λειτούργησε η χαρά της επιβράβευσης όπως όταν σου λέει κάποιος: «συγχαρητήρια μου άρεσες πολύ» ή «είσαι αυτό που έκανες». Σαφώς ήταν πολύ μεγάλη ικανοποίηση αλλά μέχρι εκεί. Οι μικρές αυτές επιβραβεύσεις απλώς σου δίνουν κουράγιο να συνεχίσεις. Λειτουργούν και σαν ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη που σου λέει: «μπορεί και να αξίζεις, συνέχισε..».

Και στιχουργός;

Είμαι ένας από τους κειμενογράφους των Αγάμων και σπανίως στιχοπλόκος. Μόνο ένα τραγούδι έχω γράψει που δεν είναι κωμικό, το μελοποίησε ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και το τραγούδησε ο Δημήτρης Μητροπάνος. Όταν βγάλω τα απάντα μου δεν θα είναι ολόκληρο φύλλο αλλά μια σελίδα που από πίσω θα είναι λευκή.(γέλια). Το τραγούδι αυτό λέγεται «Αγάπη γυαλί» από το δίσκο του Μητροπάνου «Στης ψυχής το παρακάτω» και ήταν μια ευτυχής και μεμονωμένη συγκυρία.

Θέατρο. Υπάρχει κάποιο πρόσωπο που σας καθόρισε;

Ξέρετε υπάρχουν άνθρωποι από το παρελθόν που φέρεις μέσα σου. Καταγράφηκαν βαθιά ως σημαντικοί γιατί άλλαξαν την πορεία της ζωής σου ή και τη ίδια σου την ματιά στην δουλειά που κάνεις. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου, ο Ρόμπερτ Σούρουα, ο Τσέζαρις Γκραουζίνις καθώς και όλοι ανεξαιρέτως οι δάσκαλοι μου στη Δραματική Σχολή ακόμα και εκείνοι που συγκρούστηκα ή είχαμε διαφωνίες. Συγκλονιστική ήταν και η εμπειρία που είχα με τον Μίνωα Βολανάκη που δυστυχώς μετά τη «Μεγάλη μαγεία» έφυγε από τη ζωή. Όλες οι συνεργασίες ήταν σημαντικές. Ίσως να αδικώ κάποιους αλλά όταν είναι ειδικές οι συνθήκες και μέσα από αυτές προκύπτουν άλλου είδους σχέσεις, τότε ανακαλύπτεις άλλα πράγματα σημαντικά που σε καθορίζουν.

Οι «Άγαμοι Θύται» είναι πνευματικό σας παιδί. Μετράει 30 χρόνια ζωής και η έκφρασή τους είχε ένα «ακαθόριστο» σχήμα. Σήμερα τι υποστηρίζει;

Ξεκινήσαμε το ‘90. Ήταν μία θεατρική παράσταση που συμμετείχαν μια ορχήστρα έξι ατόμων, τέσσερις τραγουδιστές και ένας τρελός που μπαινόβγαινε διαρκώς παίζοντας 12 σκετς. Αυτό αποφάσισα να επεκταθεί για να μπουν και άλλοι άνθρωποι. Παίξαμε για μερικά χρόνια συνεχόμενα (3 + 3) και μετά είπα stop, τώρα πρέπει να σκεφτούμε ποιοι θα είναι οι επόμενοι συνεργάτες. Κάθε χρόνο έπρεπε να κάνω ένα casting για όσους θα καλούσα να το πλαισιώσουν, ώστε να ανοίξει η ομάδα με αποτέλεσμα στα 30 χρόνια, τα 20 να είναι ενεργά με παραστάσεις και τα άλλα δέκα να είναι παύσεις περισυλλογής και αγρανάπαυσης και ταυτόχρονα επιλογής νέων συνεργατών (πάνω από 30 εκτός των μουσικών). Καταλαβαίνετε ότι το σχήμα ανοίγει όμως στην ουσία το είδος, η αισθητική και η ταυτότητά του δεν αλλάζει. Δεν είναι ούτε συγκρότημα, ούτε θίασος με εταιρικά χαρακτηριστικά ούτε κάτι τυποποιημένο. Είναι ρευστό σε ότι αφορά τα πρόσωπα σταθερό όμως στον προσανατολισμό του.

Το νέο εμπνευσμένο πρόσωπο είναι η γιαγιά «Τσιορδίτσα». Πως φαντάζεστε το μέλλον της;

Η καθημερινότητα είναι το σχολείο της γιαγιάς των Αγάμων. Η γιαγιά είναι ένα Stand Up Comedy, ένα είδος περίεργου αυτοσχεδιασμού με συγγραφές σχολίων από γεγονότα της καθημερινότητας και της επικαιρότητας. Σκέφτομαι μήπως η γιαγιά ξεκινήσει να κάνει συνεντεύξεις. Έχει περιέργεια και σίγουρα θα θέλει να μιλήσει με πολύ κόσμο, κάνοντας δηλαδή επαφές με επιστήμονες, με πολιτικούς, με δημοσιογράφους, με αθλητές όπως συνομιλεί και με ηθοποιούς ή καλλιτέχνες. Θα επιθυμούσα παραδείγματος χάριν μια ζωντανή «αναμέτρηση» της γιαγιάς με τον κο Τσιόρδα ή τον κο Χαρδαλιά. Αν τελικά το αποφασίσει η γιαγιά και υπάρξει το οργανωτικό κομμάτι, ευχαρίστως θα έκανα συνεντεύξεις μαζί τους, αν φυσικά το επιθυμούσαν και οι ίδιοι.

(Φωτογραφία: Γεωργία Σιέττου, Στέλιος Δανιήλ)

Τι έχουμε ακόμα να δούμε;

Παραστάσεις των Αγάμων για τα 30 χρόνια όταν το επιτρέψουν τα πράγματα. Πάντα η αγωνία μας για τους Άγαμους ήταν να μην εκφυλιστεί και να μην γίνουν πράγματα κατώτερα των προηγούμενων παραστάσεων ή των προσδοκιών μας. Φυσικά ο χρόνος αλλάζει τα πάντα, αλλάζει η εποχή, αλλάζει ο τρόπος που βλέπουν οι άνθρωποι θέατρο, αλλάζει το χιούμορ και αυτό είναι μεγάλο ζητούμενο και στοίχημα.

Τελικά «Μένουμε σπίτι» ή «Βγαίνουμε» και γιατί;

Το μένουμε σπίτι ήταν αναγκαστικό. Το βγαίνουμε σημαίνει επανερχόμαστε στους κανονικούς μας ρυθμούς με μεγάλη προσοχή ελπίζοντας οι καμπύλες και τα νούμερα να είναι θετικά για να μπορέσουμε να βρούμε τον βηματισμό μας. Μέσα στα δυσάρεστα που είχε ο εγκλεισμός ενδεχομένως είχε και μια θετική πλευρά, της ενδοσκόπησης και της ξεκούρασης. Τα δυσάρεστα βέβαια είναι εμφανέστατα γιατί έχουμε σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων που αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και ειδικά οι αρμόδιοι φορείς. Πρέπει να δούμε πώς θα έχουμε λιγότερες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές σχετιζόμενες με τον κοροναϊό καθώς και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων που θα πληγούν βάναυσα. Θέλει εγρήγορση, ευαισθησία και κατανόηση. Οι πολιτικοί φέρουν την κύρια ευθύνη αλλά πρέπει όλοι μαζί να δούμε πως θα αντιμετωπίσουμε τις ανισότητες και τις αδικίες που θα προκύψουν.

Πρόσφατα έγινε στο Σύνταγμα μεγάλη πορεία καλλιτεχνών. Πόση «ζημιά» έκανε ο εγκλεισμός στον χώρο του Πολιτισμού;

Η ζημιά είναι τεράστια. Αν επανερχόμασταν γρήγορα σε πλήρη δραστηριότητα θα έκλειναν άμεσα οι πληγές. Το ζήτημα είναι ότι σε ζωντανές παραστάσεις στο θέατρο, στις μουσικές σκηνές και σε εκδηλώσεις επικρατεί ο απόλυτος συγχρωτισμός και είναι το πρώτο και κύριο που μας ζητάνε να μην κάνουμε οπότε καταλαβαίνετε ότι οι επιπτώσεις αυτονόητα είναι δραματικές. Το θέμα είναι πώς θα το διαχειριστούμε και κυρίως πως θα το διαχειριστεί το Κράτος, οι υπουργοί και όλοι οι αρμόδιοι έχοντας λιγότερες συνέπειες. Θέλει σωφροσύνη, λίγη φαντασία παραπάνω και κυρίως καλή πρόθεση. Ένα όμως είναι σίγουρο πως ό, τι και να κάνουμε δεν θα επανέλθουμε στην πριν κανονικότητα μας.

Ποια μέτρα κατά τη γνώμη σας πρέπει να πάρει η πολιτεία για να υποστηριχθεί ο χώρος της Τέχνη που πλήττεται;

Διαβάζω, συζητώ και συναναστρέφομαι με ανθρώπους που έχουν εξαιρετικές ιδέες με ψύχραιμη στάση και στις πολιτικές τους αναλύσεις αλλά και στις πιο τεχνοκρατικές ιδέες. Οι αρμόδιοι πρέπει να έχουν την ικανότητα και την διάθεση να ακούν και να αντέχουν την κριτική. Λιγότερη μέριμνα για τους κρατικοδίαιτους αλλά νομίζω ότι τώρα πια το κυρίως θέμα μας δεν είναι ο κοροναϊός αλλά η εθνική μας κυριαρχία. Η εξωτερική πολιτική είναι ένα πεδίο που δεν το έχουμε πάρει στα σοβαρά.

Τι έχουμε να περιμένουμε από εσάς; Τι σχέδια κάνετε;

Υπάρχουν συζητήσεις για πολλά πράγματα. Από μίνι τηλεοπτική σειρά με τεράστιο ενδιαφέρον σε επίπεδο προτάσεων, θεατρικές παραστάσεις και παραστάσεις των Αγάμων. Σχεδιάζουμε όμως χωρίς να ξέρουμε που πηγαίνουμε. Είμαστε αυτό που είναι της μόδας να λέμε τελευταία, σε αχαρτογράφητα νερά. Προς το παρόν το μόνο βέβαιο είναι ότι θα επαναλάβουμε «το Τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη με τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση κι εμένα, σε σκηνοθεσία του Λευτέρη Γιοβανίδη.

Επανέρχεστε άμεσα στο Δεύτερο Πρόγραμμα της ΕΡΤ;

Ναι. Ήταν μια πρόταση του Πάνου Χρυσοστόμου για το Δεύτερο πρόγραμμα που την δέχτηκα με μεγάλη χαρά. Είχα 30 χρόνια να κάνω ραδιόφωνο. Η πρόταση έγινε το Γενάρη, εκκρεμούσαν οι συμβάσεις προς υπογραφή αλλά ήρθε ο κοροναϊός και μετατέθηκε για τώρα. Κατόπιν της τιμητικής αυτής πρόσκλησης για το ιστορικό ραδιόφωνο το οποίο μας μεγάλωσε, μας κράτησε συντροφιά, που κυριολεκτικά διαμόρφωσε το μουσικό μας κριτήριο -και όχι μόνο- που στα χρόνια εκείνα ήταν καθοριστικής σημασίας για τη διάπλαση των παιδιών, εύχομαι να ανταποκριθώ στο κομμάτι της επαφής με τους ακροατές και αν το καταφέρω θα είμαι πολύ ευτυχής.

Τελικά η ζωή μας, κύκλους κάνει;

Εδώ μου βάζετε δύσκολα φιλοσοφικά ερωτήματα. Η ζωή δεν κάνει μόνο κύκλους. Έχει μία πορεία με ανηφόρες και κατηφόρες με μόνο σίγουρο το τέλος της που δεν είναι καθορισμένο, μπορεί όμως ανά πάσα στιγμή να διακοπεί. Πέρα όμως από τους κύκλους έχουμε και τη διαδρομή. Ε, ας κοιτάξουμε να την απολαύσουμε μέσα στη δίνη των κύκλων που πολλές φορές μπορεί να μην είναι ακριβώς κύκλοι γιατί οι κύκλοι περιστρέφονται γρήγορα. Ελπίζω όμως αυτή η «δίνη» να μη μας καταπιεί, για να μπορέσουμε να φτάσουμε όσο γίνεται μακρύτερα.

Είκοσι χρόνια μετά…

Όλα αυτά που αποζητούμε ως διαλείμματα στην ταραχώδη καθημερινότητα θα ήθελα να είναι τακτικότερα στη ζωή μας καθώς μεγαλώνουμε. Μια βόλτα και μια θάλασσα μας λείπει. Χωρίς αυτά δεν έχει νόημα ο αγώνας. Είναι οι σημαντικές ανάσες μας. Σκεφτείτε να μην τις έχετε, θα είναι ένας πρόωρος θάνατος γιατί εκεί είναι η κινητήρια δύναμη της ζωής. Παραίτηση δεν υπάρχει. Ακόμα και η πιο μεγάλη παραίτηση σε κλινική μορφή είναι είδος επιλογής και δραστηριότητας. Θα φροντίσω λοιπόν την διαδρομή μου μέχρι εκεί, να την κάνω ενδιαφέρουσα γιατί σχέδια σε τέτοιο βάθος χρόνου δεν μπορεί να κάνει κανείς. Δεν έχει και νόημα. Να κάνουμε άμεσα σχέδια και να ζούμε μέσα από αυτά. Ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Κωνσταντίνος Τσάτσος είχε πει: «Αύριο θα πεθάνω, σήμερα μαθαίνω ισπανικά»…

Αγαμοι θύταιΙεροκλής Μιχαηλίδης