Θέατρο|29.06.2020 17:06

Τάσος Νούσιας στο ethnos.gr: «Φοβάμαι μήπως συρρικνωθούμε»

Βίκη Κουτρή

Σε έναν ιδεωδέστερο κόσμο, φτιαγμένο κατά βάση από αξίες και ιδανικά οι κοινωνίες θα περιστοιχίζονταν από τέτοιου είδους προσωπικότητες όπου τα καλύτερα συστατικά υλικά τους θα αποτελούσαν αποστάγματα και πρώτες ύλες στην δημιουργία μιας πάστας πλασμάτων που δεν θα μπορούσαν να είναι η εξαίρεση αλλά ο χρυσός κανόνας της. Σήμερα, στο κομμάτι της «ασφάλειας» αυτού του απέραντου «τίποτα» που βιώνουμε καθημερινά το να υπάρχουν φωνές και δη καλλιτεχνών που να εκφράζονται με απόλυτη σαφήνεια περιγράφοντας με αιχμηρές γωνίες την πραγματικότητα που υφίσταται γύρω μας - είναι κάτι σπάνιο αλλά όχι μη πραγματικό.

Ήταν Παρασκευή απόγευμα κάπου στο κέντρο της Αθήνας όταν το ethnos.gr συνάντησε τον Τάσο Νούσια, τον βραβευμένο ηθοποιό ο οποίος διαγράφει μία σεμνή και ιδιαίτερα επιτυχή πορεία στο χώρο της τέχνης του, τον καλλιτέχνη που δημιουργεί πολιτισμό επιλέγοντας το κάθε επόμενο βήμα του βάσει ποιότητας, τον άνθρωπο που δεν φοβάται να περιγράψει τους προβληματισμούς - αλλά και τα θέλω του - ορίζοντας τους δικούς του αυθεντικούς κώδικες, οι οποίοι αποτελούν και τη γραφή του χαρακτήρα του. Η συνομιλία μας με τον Τάσο Νούσια ήταν εφ’ όλης της ύλης και το αποτέλεσμα αυτής «διαδηλώνει» ότι ο ρόλος της θεατρικής επιλογής του ως Ίων Δραγούμης δεν ήταν τυχαίος αλλά καρμικός γιατί όντως του ταιριάζει «γάντι».

Γιάννενα: «πρώτα στ’ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα»;

Ακριβώς. Είμαι βέρος Γιαννιώτης, γέννημα θρέμμα. Εκεί έζησα μέχρι τα 18 μου χρόνια και έχω πολλές όμορφες παιδικές μνήμες. Τότε ήταν μια πόλη που ο κόσμος «αλώνιζε». Εμείς σαν παιδιά την γυρνoύσαμε από άκρη σ’ άκρη. Κάναμε χιλιόμετρα μακριά από τα σπίτια μας χωρίς καμία ανησυχία αφού εκεί η ελευθερία ήταν 24ωρη. Όλο και κάποια μάνα ή γιαγιά θα έβγαινε τα μεσάνυχτα να μας μαζέψει. Το μόνο που μπορούσε να μας συμβεί ήταν να τσακωθούμε, να χτυπήσουμε, να γυρίσουμε ματωμένοι και να φάμε και ξύλο από πάνω γιατί πέσαμε με το ποδήλατο ή πλακωθήκαμε. Ήμασταν 8χρονα-10χρονα αλλά τα βγάζαμε πέρα μόνοι μας. Εκεί χτίσαμε τις προσωπικότητες μας γιατί δεν υπήρχε το «καπέλωμα» του μεγάλου με την έννοια της επιστασίας που φρενάρει ένα παιδί που προσπαθεί να βρει τα όρια του σε σχέση με τον εαυτό του, τον διπλανό του ή τον συμπαίκτη του. Παίζοντας μέσα στην ελευθερία μας μαθαίναμε πως να αντιδράμε στα «δύσκολα» για να ανταπεξέλθουμε και να σταθούμε στα πόδια μας. Αυτή η ελευθερία στις ημέρες μας δυστυχώς έχει πια χαθεί.

Φωτό Βίκη Κουτρή

Οι σημαντικότερες αποφάσεις για τον μετέπειτα επαγγελματικό σας προσανατολισμό πάρθηκαν στα Γιάννενα;

Ναι. Εκεί τελείωσα το Τεχνικό Λύκειο παίρνοντας πτυχίο Μηχανολόγου Βιομηχανικής Παραγωγής. Τα Λύκεια αυτά έκαναν πολύ σοβαρή δουλειά γιατί τελειώνοντας την Α’ Λυκείου διαλέγαμε κατεύθυνση για τα επόμενα 2 χρόνια και αποφοιτούσαμε έχοντας πτυχίο. Δυστυχώς υπάρχουν τέχνες και τεχνικές που τις αφήσαμε πίσω σε επίπεδο εκπαίδευσης και επαγγελματικού προσανατολισμού απαξιώνοντάς τες και απογυμνώνοντας σταδιακά όλη την εγχώρια παραγωγή-βιομηχανία.

Πότε έγινε η πρώτη επαφή με την τέχνη σας;

Λίγο πριν τελειώσω το Λύκειο ανακάλυψα το Θεατρικό Εργαστήρι Ηπείρου. Ήταν ο φορέας που κάποια πιτσιρίκια, συνομήλικοι-έφηβοι όλοι, μαζευόμασταν εκεί και ξεδίναμε. Το Εργαστήρι το γνώρισα από έναν πολύ καλό μου φίλο τον Νίκο Βαδαλούκα του οποίου ο πατέρας είχε το χώρο και τον παραχώρησε στον «δάσκαλο» μας τον Γιώργο Νάκο. Όταν ο Γιώργος γύρισε στα Γιάννενα από την Αθήνα μάζεψε αφιλοκερδώς εμάς τα ανήσυχα πιτσιρίκια (περίπου 10 στον αριθμό) και ενώ ήμασταν με τα μυαλά στα «κάγκελα» και σκόρπιοι, μας βοήθησε να τα μαζεύουμε εκεί μέσα με μουσική, θεατρικά κομμάτια και αυτοσχεδιασμούς. Ήταν εξαιρετικά ψυχοφελές και άνοιγε για τον καθένα μας ένας καινούργιος κόσμος.

Ασχοληθήκατε και με πρωταθλητισμό;

Ναι, μαζί με τα παραπάνω έκανα και πρωταθλητισμό. Στίβο, μεσαίες και μεγάλες αποστάσεις. Κάπου εκεί στο τέλος της Γ’ Λυκείου ανοίχτηκαν μπροστά μου αυτές οι τρεις μεγάλες κατευθύνσεις (Γυμναστική Ακαδημία, ΤΕΙ Μηχανολογίας και Υποκριτική). Δεν θέλησα να δώσω Πανελλήνιες γιατί δεν πίστευα αυτό το σύστημα αν και θα μπορούσα να περάσω ή στη Γυμναστική Ακαδημία λόγω των μορίων του στίβου ή σε κάποιο κλάδο Μηχανολογίας επειδή ήδη είχα το πτυχίο του Τεχνικού Λυκείου. Τότε σκέφτηκα: δεν δίνεις εξετάσεις στις Δραματικές Σχολές ανά την επικράτεια; Κι έτσι βρέθηκα να φοιτώ στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.

 

Πώς προέκυψε εν τέλει η μετάβαση;

Οι προσλαμβάνουσες ήταν ο Ελληνικός Κινηματογράφος, το σταριλίκι και η ομορφιά του. Έδωσα λοιπόν εξετάσεις παντού και πέρασα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη. Εγώ ο 18άρης, το επαρχιωτάκι, το αναρχοαυτόνομο παιδί του ’85-‘86 ο οποίος είχε μια μακριά αλογοουρά πλεγμένη με κόκκινη κλωστή, που φορούσε ολλανδικές αρβύλες με κόκκινα κορδόνια και κολλητά παντελόνια σωλήνες και που ήταν ακόλουθος της ελληνικής γενιάς του χάους (Ex-Humans, αδιέξοδα, Sex Pistols, Jonny Roden, του ξύλου και της έντασης) βρέθηκα στους διαδρόμους του Κρατικού Θεάτρου.

Πόσο δυσκολευτήκατε στα πρώτα σας χρόνια;

Στο Κρατικό τα βρήκα σκούρα γιατί διέφερα από τα «στεγανά» που ήταν ήδη καθιερωμένα με το αυστηρό πρόγραμμα και με τις κλίκες του. Όταν ξεκίνησα δεν ήξερα κανέναν και αυτό που είχα στο μυαλό μου ήταν ότι θα μπω εκεί μέσα και θα ανοίξω την ψυχή μου. Ξαφνικά διαπίστωσα παιχνίδια, ανταγωνισμούς, συμπάθειες, εύνοιες, φιλοκρατίες… Όλο αυτό με πίεζε γιατί τα δικά μου ζητήματα ήταν αξιακά. Στη Σχολή ήμουν άτακτο παιδί. Μετά από χρόνια σε μια παράσταση που έκανα στη Θεσσαλονίκη ήρθε ο Διευθυντής και μου είπε: «παιδί μου συγχώρεσε μας, τότε σου είχαμε φερθεί αυστηρά..». Αυτή ήταν πολύ μεγάλη κουβέντα που ειπώθηκε από το στόμα του. Δεν έχουν σημασία οι λεπτομέρειες αλλά το ότι μετά από χρόνια συναισθάνθηκε το πως αισθανόμουν τότε εγώ.

Φωτό Βίκη Κουτρή

Ποιο είδος θεατρικής έκφρασης σας έλκυσε περισσότερο και γιατί;

Με κατατεθειμένη εμπειρία σε διαφορετικά είδη κατέληξα δραματικός ηθοποιός. Ήταν η αντίσταση προς την κωμική μου πλευρά η οποία υπερτερούσε. Η υποκριτική τέχνη είναι ένα φάσμα που τα εμπεριέχει όλα. Η κωμωδία έχει λάμψη και σπιρτάδα, έχει τον αυτοματισμό της. Διαθέτει ταχύτητα στην ατάκα και στον τρόπο που δουλεύει το μυαλό επί σκηνής. Η τραγωδία πάλι απαιτεί άλλους κανόνες. Πιο βαθιά εννόηση του κειμένου, μεγαλύτερη σχέση με τη γλώσσα, με τις λέξεις ή με τις έννοιες και τις καταβολές τους. Από κει και πέρα υπήρχουν και τα παρεμφερή γύρω από τα δύο αυτά κέντρα που αναπτύχθηκαν για χρόνια παράλληλα. Αρχής γενομένης από την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία (Δράμα, κωμωδία, σατυρικό Δράμα) στο μετέπειτα εκκλησιαστικό δράμα, το μπουλβάρ, το μπουφόνικο θέατρο το οποίο έκαναν οι Ιταλοί μέχρι το ψυχολογικό Αμερικάνικο θέατρο και την αποστασιοποίηση του Μπρέχτ. Θα μπορούσα να πω πως δεν υπάρχει μεγαλύτερο σχολείο για έναν ηθοποιό από το να υπηρετεί όλες τις τάσεις και τις φόρμες του θεάτρου και να μην επιτρέπει στον εαυτό του να εγκλωβίζεται μόνο σε ένα είδος. Κάνοντας λοιπόν το δικό μου ταξίδι μέσα από φαρσοκωμωδίες, μπουλβάρ, αρχαίες ελληνικές τραγωδίες κ.λ.π αισθάνομαι ότι στο ανταγωνιστικό περιβάλλον του θεάτρου έχω πια αποκτήσει μεγαλύτερη σιγουριά και επάρκεια όσον αφορά την τέχνη μου.

Ποιες μορφές αποτέλεσαν μεγάλες εμπνεύσεις σας;

Η παλιά γενιά ήταν αυτό που λέμε η «μανιέρα». Τους έβλεπες που έκαναν το ίδιο πράγμα και δεν τους βαριόσουν ποτέ γιατί είχαν ήθος και αμεσότητα. Γι’ αυτό και ήταν μοναδικοί. Κάποιοι όμως από εμάς αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε έναν άλλο δρόμο. Εμπνευστήκαμε από τον Αλ Πατσίνο και από Ντε Νίρο που έκανε μεγάλες μεταμορφώσεις. Από τον Ταξιτζή στο Ακρωτήρι του φόβου και από το Νονό στον Δαιμονισμένο Άγγελο μετράμε «κιλά» μεταμορφώσεων. Αυτοί έσπασαν την υποκριτική ασφάλεια. Αυτό ήταν που με γοήτευσε γιατί δεν μιλάμε μόνο για μια εμφανισιακή μεταβολή αλλά για κυτταρική. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν φορτώσει στα δεδομένα τους την αλλαγή σύστασης. Ανέκαθεν με ενθουσίαζαν οι μεταβολές των ηθοποιών. Αν μένεις εγκλωβισμένος αποκλειστικά στην εικόνα σου και δεν εκτεθείς, αν δεν τσαλακωθείς (αυτή είναι μια φράση πολύ συνηθισμένη σε εμάς), τότε περιορίζεται το υποκριτικό πεδίο σου και όσο αυτό κακοφορμίζει με τα χρόνια και δεν το δουλέψεις, αν δηλαδή δεν αντισταθείς στη γοητεία του εγκλωβισμού της εικόνας του ωραίου και δεν τη σπάσεις τότε μένεις στάσιμος. Πραγματικά πόσο ενδιαφέρον, πόσο εκπληκτικό και πόσο δύσκολο ή επώδυνο είναι αυτό για να το πετύχει κάποιος;

Ποια συνεργασία αποτέλεσε σταθμό στο ξεκίνημά σας;

Το «καλώς ήρθες επαγγελματικά στο χώρο» το είχα από τον Γιώργο Μιχαηλίδη. Από αυτόν τον τεράστιο θεατράνθρωπο ήρθε η πρώτη-πρώτη επιβράβευση και η πρώτη-πρώτη δουλειά μου. Ήμουν στο τρίτο έτος και μαθαίνω ότι κάνει οντισιόν για μια σειρά που θα παιχθεί όταν θα τελείωνα τη σχολή. Κατέβηκα νύχτα από Θεσσαλονίκη. Με δοκίμαζε, μου έδινε κείμενα prima vista και ήταν ενθουσιασμένος μαζί μου. Εν τέλει, μου έδωσε πρωταγωνιστικό ρόλο στο 8ο επεισόδιο. Αυτή ήταν η έναρξη. Μετά ήρθε η ταινία «Απόντες» του Γραμματικού το ’96 και εκεί κατάλαβα ότι ο χώρος με θέλει. Η πρώτη κριτική στο θέατρο ήρθε το ’97 και ήταν διθυραμβική. Έκτοτε όλα πήραν το δρόμο τους.

 

Ενσαρκώσατε δυναμικά τον Ίωνα Δραγούμη στην παράσταση «Ιστορία χωρίς όνομα» που πήρε διπλή διάκριση στα 10α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2020 α) με Βραβείο Καλύτερου Ερμηνευτικού Συνόλου και β) Καλύτερων Σκηνικών της Χρονιάς 2020. Μιλήστε μας για την βράβευση αυτή.

Υπάρχουν και άλλες. Το 1996 πήρα το Βραβείο Β’ Ανδρικού Ρόλου στο 37ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ταινία «Απόντες» του Γραμματικού και το 2008 πήρα το Α’ Βραβείο Ανδρικού Ρόλου στην ταινία μικρού μήκους «Το πέρασμα» του Κατσάμπουλα στο 16ο Μεσογειακό Φεστιβάλ Νέων Κινηματογραφιστών στη Λάρισα. Δεν ήμουν όμως ποτέ παρών για να τα παραλάβω. Μάλιστα του Γραμματικού μου το έστειλαν και το έχει η μάνα μου πάνω στα Γιάννενα. Το άλλο δεν το πήρα ποτέ στα χέρια μου. Σχετικά με αυτό της Θεσσαλονίκης που είναι πρόσφατο θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους συντελεστές και τους ανθρώπους που μας πρότειναν και μας βράβευσαν. Ένα βραβείο είναι πάντα μία καταξίωση για τον ηθοποιό, ένας «σταθμός» που δίνεται από τους ειδικούς του χώρου. Κατά την άποψή μου όμως ο πιο ειδικός όλων είναι πάντα το κοινό. Η προσέλευση του κόσμου που πληρώνει εισιτήριο και δεν σταματά να έρχεται. Αυτό είναι το μεγαλύτερο βραβείο.

Ταυτιστήκατε με τον Ίωνα Δραγούμη;

Ο Ίων νομίζω ότι ήθελε να παρασταθεί και να μιλήσει. Μετενσάρκωση; Μετεμψύχωση; Είναι πιο ζωντανοί από ποτέ αυτοί οι άνθρωποι. Ο ίδιος δεν ήταν απλά μια πολιτική μορφή που είχε τη φιλοδοξία να καταλάβει την πολιτική σκηνή και να γίνει Πρωθυπουργός. Ήταν οραματιστής. Ήταν ο άνθρωπος που δούλευε επί τον τύπον των ήλων και έφαγε το κεφάλι του. Οι άνθρωποι όπως ο Ίων ήταν μάχιμοι. Δεν ήταν πολιτικάντηδες που έκοβαν βόλτες πίσω από ένα κομματικό μηχανισμό και λέγανε παπάτζες. Δούλευαν. Σήμερα στο κομμάτι της ασφάλειας αυτού του απέραντου τίποτα, επικρατούν χλιαρές προσωπικότητες οι οποίες νοιάζονται μόνο για τα ήδη υπάρχοντα κεκτημένα της πολύ κλειστής «σέχτας» τους και όχι για τα κομμάτια του Ελληνισμού. Τότε, η Ελλάδα ακόμα μεγάλωνε και ο Ίων ως πρόξενος έκανε έργο ουσίας για τον ελληνισμό. Αντιθέτως σήμερα πολύ φοβάμαι μήπως συρρικνωθούμε.

Τι εννοείτε;

Προσωπικά ήμουν, είμαι και θα είμαι κάθετα αντίθετος για την εκχώρηση του ονόματος Μακεδονία στα Σκόπια. Δεν θα μπορέσω ποτέ να αποκαλέσω την γείτονα χώρα Βόρεια Μακεδονία. Οι άνθρωποι εκεί ουδεμία σχέση έχουν με την ιστορική Μακεδονία μας. Δεν ξέρω πώς το φτάσαμε εδώ και αν αυτό έγινε υπό πίεση. Πρόκειται όμως για αλλοίωση της Ιστορίας και εκχώρηση. Ο πληθυσμός είναι Σλαβικός και η γλώσσα έχει βουλγαρικές καταβολές οπότε για ποια μακεδονική γλώσσα μιλάμε; Η μακεδονική γλώσσα έχει αυστηρά ελληνική καταγωγή. Όμως αλλιώς κοιτάμε τον κόσμο εμείς και αλλιώς τα Κέντρα Εξουσίας τα οποία μπορεί να μη είναι καν πολιτικά πια. Καιρό τώρα οι μεγάλοι κυρίαρχοι αυτού του κόσμου είναι τα μεγάλα trust, τα μεγάλα fands τα οποία έχουν τους πολιτικούς ως κατευθυντήρια όργανα σε λίστες «payroll». Μήπως αυτό το σύστημα έχει τερματίσει; Γιατί το πρόσταγμα της ιδεολογίας είναι ο φερετζές.

Πιστεύετε ότι υπάρχουν στους καιρούς μας παρόμοιες ισχυρές προσωπικότητες;

Σίγουρα υπάρχουν απλά δεν «φωτίζονται». Διαχρονικά μέσα στην πολιτική σκηνή υπήρχε η έπαρση και η αλαζονεία της εξουσίας. Υπάρχουν και οραματιστές όπως ο Ίων που δυστυχώς όμως δεν αποκτούν βήμα γιατί η Ιστορία σήμερα δεν έχει τέτοια κατεύθυνση. Όμως η ανθρωπότητα διψά όσο ποτέ άλλοτε να βρει τον Σοφό ή τους Σοφούς που θα την οδηγήσουν έξω από την έκπτωτη πορεία της και για να συμβεί αυτό θα πρέπει η κρίσιμη μάζα της (λαοί) να συντονιστεί και να έχει την ίδια αναγκαιότητα.

Η «ΔΕΗΣΗ» ήταν μια αναφορά στη Γενοκτονία του Πόντου. Γιατί κατά την άποψή σας συγκίνησε η συγκεκριμένη μουσική παράσταση;

Γιατί είναι ένα κομμάτι του Ελληνισμού που ζητάει δικαίωση. Αυτή η παράσταση της Δέησης είχε χαρακτήρα μνημόσυνου. Μαζευτήκαμε και συντονιστήκαμε για να μεταφέρουμε το μήνυμα τους. Κατά κάποιον τρόπο γίναμε οι φωνές τους. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: Αναγνώριση από την Παγκόσμια Κοινότητα της «Γενοκτονίας των Ποντίων» άμεσα.

Πώς αντιλαμβάνεστε την κατάσταση που επικρατεί σήμερα με τις προκλήσεις που δεχόμαστε από τους εκ δεξιών γείτονες;

Δεν ανησυχώ με τους Τούρκους. Ανησυχώ με εμάς. Μέχρι στιγμής παίζουμε μόνο άμυνα. Δεν γνωρίζω τι γίνεται σε επίπεδο διπλωματίας αλλά έχω την αίσθηση μιας καυτής πατάτας που την πετάει ο ένας στον άλλον χωρίς κανείς να αναλαμβάνει να κόψει τον επεκτατισμό του γείτονα. Αναρωτιόμαστε εμείς οι πολίτες αυτής της χώρας, τόσα χρόνια με τόσα εξοπλιστικά προγράμματα και με τόσα δισεκατομμύρια που δώσαμε σε εξοπλισμούς και σε μίζες γιατί δεν τα χρησιμοποιούμε αφού βαλλόμαστε; Γιατί πληρώνουμε αφού αποτροπή δεν γίνεται; Μήπως το δια ταύτα των πολιτικών ελίτ δεν είναι η αποτροπή αλλά οι μίζες; Στην Κύπρο την πάθαμε. Τη δώσαμε. Εκεί σκοτώνονταν οι Ελληνοκύπριοι και η Χούντα του Ιωαννίδη έλεγε ότι οι Τούρκοι κάνουν «ασκήσεις». Ο μετέπειτα δε Εθνάρχης είπε ότι «η Κύπρος κείται μακράν». Και αναρωτιέμαι με το φτωχό μου το μυαλό: μήπως οι Τούρκοι κάνουν πάλι «ασκήσεις» και το σύμπλεγμα της Μεγίστης «κείται μακράν»; Δεν έχει ανακηρυχθεί η ΑΟΖ γιατί το χρήμα δεν έχει σύνορο. Γιατί πίσω από τον επεκτατισμό και τον μεγαλοιδεατισμό του εκάστοτε Σουλτάνου κρύβονται κι οι «δουλειές». Είναι και οι πετρελαιάδες που έχουν τη δική τους ατζέντα. Κι όπου ο μαύρος χρυσός έγινε χώρος αμφισβήτησης και διεκδίκησης τόσο μαύρισαν οι μέρες των Εθνών που βρίσκονται γύρω τους. Εμείς παλεύουμε για την πατρίδα μας και αυτοί παλεύουν για το «Άγιο χρήμα». Άλλα πράγματα παλεύουμε οι μεν και άλλα οι δε, γι’ αυτό δεν συναντιόμαστε και δεν ομονοούμε με τον Τούρκο. Γιατί δεν θέλουν.

Τηλεόραση. Ποιο περιστατικό έχει συγκρατήσει η μνήμη σας;

Θυμάμαι την συνάντηση που είχα στο «Νησί» με τον Μανώλη Φουντουλάκη. Τον τελευταίο των «Μοϊκανών» που στα 90 του χρόνια συμμετείχε στο πλάνο της εξόδου υποβασταζόμενος από τη Βικτώρια Χίσλοπ. Ήταν ο άνθρωπος που έγραψε τη βιογραφία του Προέδρου του νησιού, του Μανώλη Ρεμουντάκη τον οποίο υποδυόμουν. Η συνάντηση μαζί του ήταν συγκλονιστική. Ήταν ένας πράος άνθρωπος. Γαληνεμένος και σοφός. Καθόμασταν με τις ώρες και μου μιλούσε για την ατμόσφαιρα που επικρατούσε τότε, για τον αγώνα τους αλλά και για την αγωνία των δυσθανών αυτών ανθρώπων της Σπιναλόγκα. Των δύο φορές νεκρών. Σωματικά και κοινωνικά. Εκείνος ήταν ένας από τους επιζήσαντες. Όπως μου έλεγε τον βρήκε το κακό 21 ετών παιδί, αστυνόμο στον Πειραιά και μόλις έμαθε ότι είχε λέπρα έκανε προσπάθεια να αυτοκτονήσει αλλά τον έσωσε ο Διοικητής του. Τον έστειλαν στη Σπιναλόγκα όπου έμεινε 2-3 χρόνια εκεί (‘52 με ’55). Η ιστορία και η μορφή του ήταν το βιογραφικό σημείωμα του ρόλου μου. Ήταν όλες μαζί οι δυναμικές του, η σκιαγράφηση του χαρακτήρα ενός υπαρκτού προσώπου που πάνω εκεί έχτισα. Μετά από ένα τρίμηνο πέθανε. Αιωνία του η μνήμη.

Το Νησί

Τι ετοιμάζετε στη συνέχεια;

Καταπιάνομαι με τον «Καποδίστρια» του Καζαντζάκη για να κλείσω αυτό το δίπτυχο των «Αγίων» της πολιτικής. Εύχομαι τα θέατρα να βρουν πάλι τον ρυθμό τους, να απελευθερωθούν τα πρωτόκολλα των αιθουσών και ο κόσμος να τις γεμίσει. Ελπίζω αυτό να καταφέρουμε να το κάνουμε άμεσα γιατί θέατρο χωρίς την ζωντανή σχέση υποκριτή-θεατή δεν γίνεται ούτε νοείται. Επίσης ο Ριχάρδος ο Β’ ξεκινάει περιοδεία από 22 Ιουλίου μέχρι 13 Αυγούστου σε πόλεις και νησιά (Αλεξανδρούπολη, Καβάλα, Κέρκυρα, Ρόδο, Χίο, Ναύπακτο κ.α.) με την στήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού «Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός» καθώς και του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης. Καλώς εχόντων των πραγμάτων τον Οκτώβρη θα ανεβάσουμε την παράσταση «Ιστορία χωρίς όνομα» ξανά στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.

«Έχασα το βασίλειό μου, όλα είναι τώρα του Μπόλιμπροκ και τίποτα πια δεν μπορώ να πω δικό μου, εκτός από τον θάνατο» Ριχάρδος Β’

Επιθυμείτε να…

… να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Ο άνθρωπος είναι επιβιωτικός και όχι συμβιωτικός. Άρα στο μικρό χρόνο της ζωής του κοιτάει να επιβιώσει πέφτοντας συνεχώς σε ατοπήματα επειδή αυτή είναι η φύση του. Κατοικεί στη Γη καταλαμβάνοντας χώρο, καταστρέφει και αυτοκαταστρέφεται. Δεν το κατακρίνω αυτό γιατί είναι θέμα φυσιολογίας το πώς είναι κατασκευασμένο αυτό το ον το οποίο λέγεται άνθρωπος. Μπορεί όμως δυνητικά να φτάσει και στη θέωση εάν καταφέρει να γίνει λιγότερο τοξικός. Ξέρεις έχω περισσότερα ερωτηματικά από απαντήσεις. Επιθυμώ όμως αυτό που είπα αρχικά. Να υπάρχει ένας αξιακός κώδικας, ισονομία, ισοπολιτεία, σεβασμός, συμπράξεις, λιγότερη τοξικότητα και περισσότερη ομορφιά και ευγένεια στους ανθρώπους.

Τάσος ΝούσιαςΓιάννεναΚΘΒΕ