Θέατρο|05.02.2022 16:37

Ο Κουρέας της Σεβίλλης: Μια έξοχη κωμωδία μετ’ ασμάτων

Κατερίνα Πεσταματζόγλου

Νομίζω ότι αν ο Μπωμαρσαί έβλεπε την παράσταση του Ακροπόλ δε θα έφευγε δυσαρεστημένος. Η σκηνοθέτις Σοφία Σπυράτου (με βοηθό την Αιμιλία Σιαφαρίκα) έμεινε πιστή στο σπινθηροβόλο πνεύμα του και το μετέφερε στη σκηνή ξεκινώντας θεαματικά την παράσταση με στοιχεία παράτας (χορούς, ακροβατικά κτλ).

Η σκηνοθεσία μπορεί να μην κομίζει κάτι συνταρακτικά καινούργιο όμως είναι ζωντανή, ανεπιτήδευτη και καλότεχνα ενορχηστρωμένη. Υπάρχουν στιγμές που η υπερβολική μετακίνηση των ηθοποιών μπορεί να κουράσει το θεατή, αλλά τουλάχιστον αποφεύγεται το ξεχείλωμα του ρυθμού.

Αντλώντας έμπνευση από το «Σχολείο των Γυναικών» του Μολιέρου κι από την «Ανώφελη Προφύλαξη» του Σκαρρόν, ο Μπωμαρσαί γράφει μια κωμωδία που επαναφέρει στη γαλλική δραματουργία του 18ου αιώνα το γέλιο χρησιμοποιώντας έναν λόγο κριτικό απέναντι στο πολιτικοκοινωνικό καθεστώς. Τη μετάφραση του έργου ανέλαβε η Λουίζα Μητσάκου παραδίδοντας ένα έμμετρο μεταφραστικό πόνημα που δεν δυσχεραίνει τη φυσική εκφορά του λόγου και προσδίδει στο κείμενο τον απαραίτητο παλμό.

Η υπόθεση είναι απλή και γνωστή αλλά το έργο δεν στερείται πρωτοτυπίας χάρη στη συγγραφική μαεστρία του Μπωμαρσαί. Ο Κόμης Αλμαβίβα ερωτεύεται τη Ροζίνα μα, όπως συμβαίνει σε πολλές αισθηματικές κωμωδίες της εποχής, το ερωτευμένο ζευγάρι εμποδίζεται από έναν εξωτερικό παράγοντα: τον στρυφνό κηδεμόνα της κοπέλας, τον Μπαρτόλο ο οποίος σχεδιάζει να την παντρευτεί. Έτσι ο Κόμης με τη βοήθεια του Φίγκαρο μεταμφιέζεται και προσπαθεί να τη διεκδικήσει.

Προφανώς ο θεματικός πυρήνας δεν αφορά τη δική μας εποχή αλλά οι αρχές και οι αξίες που διέπουν το έργο ασφαλώς σχετίζονται με το σήμερα. Για παράδειγμα, το κείμενο στηλιτεύει τους γιατρούς και τον τρόπο που ασκούν το επάγγελμά τους. Σε μια περίοδο υγειονομικής κρίσης όπως αυτή που διανύουμε, το θέατρο θα έπρεπε να τολμά να ασκεί κριτική ή έστω να προβληματίζει, ειδικά όταν το κείμενο το υποδεικνύει. Με δεδομένο ότι ο θίασος δε φάνηκε φειδωλός ως προς τους αυτοσχεδιασμούς και τις κειμενικές παρεκκλίσεις-ελευθερίες, οφείλω να σχολιάσω ότι στάθηκε άτολμος απέναντι στο θέμα της ουσιαστικής κριτικής προς το ιατρικό ζήτημα μένοντας σε ακροθιγείς αυτοσχεδιαστικές αναφορές και περνώντας αβρόχοις ποσί μέσα από το ομολογουμένως επικίνδυνο ρεύμα της ιατρικής επικαιρότητας. Κρίμα, γιατί όπως λέει ο Φίγκαρο «το θέατρο είναι πεδίο μάχης λαμπρόν».

Με πάθος και ακρίβεια στον ρόλο του ο Χαραλαμπόπουλος

Μέσω του πνευματώδους και εύθυμου Φίγκαρο, ο συγγραφέας εκφράζει τις απόψεις του για την εξουσία, το θέατρο, το χρήμα κ.ά. Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος υποδύθηκε με ακρίβεια και πάθος έναν Φίγκαρο αισιόδοξο και σπιρτόζο.

Ο Μπαρτόλο του Φάνη Μουρατίδη φαίνεται να κέρδισε τη συμπάθεια του κοινού με χιουμοριστικές ατάκες που κάποιες εξ αυτών ολίσθαιναν προς το εύκολο διαδικτυακό αστείο. Ο δύστροπος ηλικιωμένος που ενσαρκώνει, πού και πού ξεχνά τα σωματικά προβλήματα της ηλικίας και επιδίδεται σε μικρά χορευτικά ή απαιτητικές σωματικές δράσεις, χωρίς όμως να ξενίζουν το θεατή.

Ο Ρένος Ρώτας είναι ικανοποιητικός ως συμπαθής νέος που ερωτεύεται τη Ροζίνα, η οποία ενσαρκωμένη από τη Νίκη Βακάλη δε δίνει την αίσθηση της αθώας, κατατρεγμένης ηρωίδας που σκιαγραφεί ο Μπωμαρσαί, αλλά βγάζει έναν δυναμισμό που θυμίζει περισσότερο γυναίκες του Μαριβώ ή του Γκολντόνι όπως η Μιραντολίνα.

Εξαίρετη η παρουσία του Γιώργου Συμεωνίδη στο ρόλο του Δον Μπαζίλιο. Η ερμηνεία του εύστοχη, δυναμική και απολαυστική.

Οι Γιάννης Ζαράγκαλης και Μάριος Πετκίδης ως υπηρέτες του Μπαρτόλο έδωσαν ευχάριστες στιγμές στην παράσταση και συμμετείχαν ενεργά στη χαριτωμένη σκηνή του «θεάτρου εν θεάτρω».

Ο χορός απαρτίζεται από τους: Adolfo Vega, Σοφία Μαρτίου, Γκάμπριελ Μιρτσέα, Φαίδρα Νταϊόγλου, Κώστα Παπαματθαιάκη, Γιάννη Σμέρο, Κωστή Τσιαμάγκα, Τατιανή Χατζημπίνου. Ωραίες χορογραφίες (Σ. Σπυράτου με βοηθό τον Αλέξανδρο Κεϊβανάη) εκτελεσμένες από ικανούς χορευτές.

Οι Μιλτιάδης Παπαστάμου, Μαρίνος Γαλατσινός, Φοίβος Ζήτης και Αλέξανδρος Κασάρτζης παίζουν ζωντανή μουσική και ενίοτε αλληλεπιδρούν με τους ηθοποιούς. Τα μουσικά κομμάτια που εκτελούν ανήκουν στον Μιλτιάδη Παπαστάμου ο οποίος έκανε και τη μουσική επεξεργασία της παράστασης. Τη μουσική διδασκαλία την έκανε η Δέσποινα Στεφανίδου και όλος ο θίασος τραγούδησε με τονική συνέπεια μα με αμφίβολη καθαρότητα λόγου σε ορισμένα σημεία (όπως στο γνωστό Largo al factotum του Ροσσίνι που δεν κατάφερε να απογειωθεί).

Ο Μανόλης Παντελιδάκης κατείχε διπλό ρόλο στην παράσταση αναλαμβάνοντας τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία (με βοηθούς την Ελίνα Δράκου και τη Χαρά Τσουβαλά αντίστοιχα). Τα σκηνικά εναλλάσσονταν. Άλλοτε λιτά, άλλοτε πιο πλούσια, πότε ρεαλιστικά και πότε αφαιρετικά, διατηρούσαν μια σεμνή αισθητική συνοχή χωρίς υπερβολές, αλλά διεγείροντας το ενδιαφέρον του θεατή. Τα κοστούμια ήταν καλαίσθητα, κοντά στην παράδοση της σκηνικής ερμηνείας του έργου, αλλά με τροποποιήσεις που τους χάριζαν οπτικό ενδιαφέρον.

Ο Λευτέρης Παυλόπουλος έκανε με επιτυχία τον σχεδιασμό των φωτισμών οι οποίοι ήταν φυσικοί, δίχως υπερβολές και άλλαζαν για να εξυπηρετήσουν την πλοκή ή για να υπογραμμίσουν τις σκηνοθετικές οδηγίες.

Συμπερασματικά θα πω ότι πρόκειται για μια έξοχη κωμωδία μετ’ ασμάτων, με ρυθμική σκηνοθεσία και αξιόλογες ερμηνείες. Ο θεατής βγαίνει από την αίθουσα χορτασμένος από θέαμα με ουσία και εύθυμη διάθεση.

Βασίλης Χαραλαμπόπουλος