Θέατρο|06.12.2025 12:00

Φαίδρα Δρούκα στο ethnos.gr: «Ζούμε σε μια εποχή όπου δεν μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα»

Άγγελος Γεραιουδάκης

Το ελληνικό κοινό τη γνώρισε και την αγάπησε μέσα από τους τηλεοπτικούς της ρόλους, όμως η Φαίδρα Δρούκα δεν περιορίστηκε ποτέ εκεί. Με μια πορεία που ξεπερνά τις τρεις δεκαετίες στο θέατρο, έχει διαμορφώσει μια σταθερή παρουσία, χτισμένη με συνέπεια, προσεκτικές επιλογές και μια σπάνια εσωτερική πειθαρχία. Πίσω από την αστείρευτη ενέργεια που χαρακτηρίζει τον τρόπο που κινείται και εργάζεται, κρύβεται — όπως η ίδια λέει — μια πιο ντροπαλή πλευρά. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με την κεραμική, το κολύμπι και το περπάτημα, ενώ δηλώνει πως πορεύτηκε πάντα με τιμιότητα και πως η ίδια η δουλειά τής το ανταπέδωσε. Δεν ταυτίστηκε ποτέ με τον μποέμ τρόπο ζωής που συνδέεται συχνά με το επάγγελμα του ηθοποιού, δίνοντας σταθερά προτεραιότητα στην προσωπική της ζωή, η οποία — όπως εξηγεί — απέχει πολύ από αυτό που πιθανώς φαντάζεται κανείς.

Φέτος, υποδύεται τη Σάσα στο έργο «Κέικ», που παρουσιάζεται στο θέατρο Εμπορικόν από Τετάρτη έως Κυριακή. «Η ηρωίδα μου είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Πρόκειται για μια ιδιόρρυθμη, ψυχαναγκαστική γυναίκα, που δείχνει να έχει ζήσει για πολλά χρόνια μόνη. Θεωρεί πως είναι σπουδαία μυθιστοριογράφος, χωρίς όμως να είναι. Με λίγα λόγια, είναι μια κάπως αποτυχημένη, φαντασιόπληκτη και βαθιά φοβισμένη προσωπικότητα. Έχει τρομάξει τόσο πολύ από τους θορύβους, που έχει αναπτύξει εμμονές. Δεν είναι κακή ως άνθρωπος, όμως είναι εκείνη που προκαλεί την έκρηξη των γεγονότων και τον κακό χαμό που εκτυλίσσεται μέσα στα 75 λεπτά που "ψήνεται" το κέικ. Την ίδια, δηλαδή, διάρκεια της παράστασης. Εκείνη βάζει τη σπίθα, αυτές τις χριστουγεννιάτικες μέρες, αντί ν' αφοσιωθεί σε κάτι πιο δημιουργικό ή χαρούμενο. Ίσως επειδή δεν της "βγαίνει" το τέλος του μυθιστορήματός της ή ένας διάλογος, φορτώνεται και ψάχνει αφορμή για να ξεσπάσει», εξηγεί η Φαίδρα Δρούκα στο ethnos.gr.

Με αφορμή λοιπόν έναν ένοικο που — υποτίθεται — πετάει σκουπίδια από το μπαλκόνι, τα οποία σκάζουν στο πεζοδρόμιο προκαλώντας φασαρία, αποφασίζει να φερθεί σαν αυτόπτης μάρτυρας, παρότι δεν έχει δει ποτέ κανέναν να τα πετάει. «Θεωρεί — και είναι σχεδόν, αν όχι απόλυτα, σίγουρη — πως υπεύθυνος είναι ο ξένος της πολυκατοικίας. Γιατί; Επειδή είναι ξένος. Το στοιχείο του ρατσισμού είναι διάχυτο στο έργο. Φυσικά, κανένας ρατσιστής δεν παραδέχεται πως είναι ρατσιστής. Εκείνη διακηρύσσει με βεβαιότητα ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα, ενώ στην πραγματικότητα έχει μεγάλο. Έτσι πηγαίνει στον διαχειριστή, όπως φαίνεται δεν είναι και η πρώτη φορά, για να απαιτήσει να ληφθούν μέτρα» προσθέτει. 

Ο διαχειριστής συγκαλεί μια μικρή συνέλευση, στην οποία συμμετέχουν τόσο ο αλλοδαπός ένοικος όσο και ο Μπάμπης, ένοικος του δεύτερου ορόφου, που επίσης βρίσκεται υπό υποψία. Αναλαμβάνοντας τον ρόλο ενός άτυπου δικαστή, ο διαχειριστής ακούει όλες τις πλευρές προκειμένου ν' αποφασίσει ποιος είναι ο πραγματικός ένοχος. «Ο διαχειριστής περιμένει την κόρη του από την Αγγλία και δεν έχει καμία διάθεση να μπλέξει. Έχει να στολίσει, να ψήσει το κέικ, να καθαρίσει, γιατί ανυπομονεί να περάσουν μαζί τις γιορτές. Και μέσα σε όλα αυτά, προκειμένου να είναι τίμια η διαδικασία — γιατί ουσιαστικά αναλαμβάνει ρόλο άτυπου δικαστή — καλείται ν' αντιμετωπίσει τις παθογένειες και τις μικρότητες μιας ολόκληρης μικροκοινωνίας. Όλοι οι ήρωες της πολυκατοικίας αποτελούν μια μικρογραφία της κοινωνίας. Το έργο είναι βαθιά ανθρωποκεντρικό».

Πρόκειται για ανθρώπους που όλοι έχουμε συναντήσει. Είναι τύποι απόλυτα αναγνωρίσιμοι. Σχεδόν κάθε πολυκατοικία έχει έναν τέτοιο ένοικο. «Η Σάσα δεν είναι κακός άνθρωπος. Είναι μια ανακατωσούρα, ρατσίστρια, αφελής, μπλεγμένη μέσα στις ίδιες τις εμμονές της. Δεν έχει κακή πρόθεση, αλλά δεν αντιλαμβάνεται πως αυτό που ξεκινά θα έχει δύσκολη κατάληξη. Γι' αυτό και είναι σαφές στον θεατή, όσο και στο ίδιο το έργο, ότι όταν το συνειδητοποιήσει, νιώθει απαίσια και μετανιώνει βαθύτατα».

Το έργο, γραμμένο από τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη και σκηνοθετημένο από τον Θανάση Ζερίτη, είναι μια δραμεντί αφιερωμένη στους μοναχικούς, φοβισμένους, θυμωμένους και συχνά συμπλεγματικούς ανθρώπους. Εκείνους που άλλοτε προσπαθούν και άλλοτε αρνούνται να συνυπάρξουν στη σύγχρονη πραγματικότητα της διάλυσης. Όπως εξηγεί η ηθοποιός, τα ευαίσθητα και τα δυνατά σημεία του έργου — η ανθρωπιά του, οι ποιότητες των χαρακτήρων του — υπερισχύουν τελικά των αδυναμιών του. Η ίδια ήταν εκείνη που πρότεινε το έργο στον Θανάση Ζερίτη, επιθυμώντας να συνεργαστούν και στο θέατρο. Εξομολογείται πως είναι «φανατική θαυμάστρια» του σκηνοθέτη, πως έχει παρακολουθήσει όλες τις παραστάσεις του και ότι θεωρεί οτι διανύει μια εξαιρετική δημιουργική φάση.

Όταν του έδωσε το κείμενο, αρχικά σκεφτόταν να του προτείνει έναν συγκεκριμένο ρόλο, αλλά εκείνος επέλεξε ν' αναλάβει ολόκληρο το έργο. «Οι πρόβες ήταν εξαιρετικά δημιουργικές. Ήξερα από την αρχή τι ήθελε ο Θανάσης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ηθοποιοί χάνουν τη φαντασία, τη δημιουργικότητα ή την τρέλα τους. Έγινε ένα υπέροχο πάντρεμα και είμαστε όλοι πολύ περήφανοι γι’ αυτή τη δουλειά, γιατί είναι γεμάτη αγάπη, τιμιότητα, σύμπνοια και συνοδεύεται από πολύ όμορφες κριτικές και σχόλια του κοινού. Έχουμε συντονιστεί απόλυτα στο καλλιτεχνικό κομμάτι της αισθητικής, της υποκριτικής, της ομαδικότητας, τόσο κάτω στα καμαρίνια όσο και πάνω στη σκηνή. Είμαι πραγματικά ευτυχής για τη συνεργασία αυτή και εξαιρετικά περήφανη που συνυπάρχω πάνω στη σκηνή με αυτούς τους συναδέλφους (Έρρικος Λίτσης, Γιάννης Λεάκος, Προμηθέας Νεραττίνι Δοκιμάκης), με τους οποίους υπάρχει εκπληκτική χημεία, χωρίς ποτέ να μειώνεται το επίπεδο και το υψηλό στάνταρ της παράστασης, που έχει χτιστεί με τόση δουλειά και τόση αγάπη».

Πιστεύετε ότι η κωμωδία – ή το κωμικό στοιχείο – είναι πιο αποτελεσματικό από το καθαρά δραματικό όταν θέλουμε ν' αναδείξουμε κοινωνικές παθογένειες;

Νομίζω πως ναι. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή. Χρησιμοποιούμε το χιούμορ για να πούμε πράγματα που ίσως είναι λίγο «τσουχτερά». Λες κάτι που θες πραγματικά να εκφράσεις, βλέπεις ότι ο άλλος ενοχλείται και αμέσως απαντάς: «Καλέ, πλάκα κάνω». Αλλά δεν κάνεις και τόσο πλάκα. Απλώς επιστρατεύεις τη λέξη «πλάκα» για να μαλακώσεις αυτό που θες να πεις. Μια αλήθεια που, έστω και εμμέσως, υπάρχει εκεί. Το κάνουμε συχνά στη ζωή μας. Ενα σχόλιο μπορεί να μην το εννοούμε απόλυτα, αλλά πάντα κρύβει έναν πυρήνα αλήθειας. Και όταν ο άλλος δείχνει ότι ενοχλείται, το καλύπτουμε με χιούμορ. Νομίζω, λοιπόν, πως το χιούμορ λέει τις περισσότερες αλήθειες, από τις πιο απλές μέχρι και τις πιο «χοντροκομμένες».

Πώς αντιμετωπίζετε εσείς, ως άνθρωπος, την «καθημερινή τοξικότητα» που πραγματεύεται το έργο;

Εξαρτάται από τη δική μου ψυχολογία. Από το πόσο δυνατή νιώθω στη συγκεκριμένη φάση ή πόσο ευάλωτη ώστε να με επηρεάσει έντονα. Υπάρχουν φορές που δεν με ακουμπάει καθόλου και άλλες που μπορεί να με διαλύσει. Αυτό σχετίζεται με τον προσωπικό μου πυρήνα, τη φάση που διανύω, τις αντοχές μου. Γιατί η τοξικότητα σήμερα είναι τεράστια και καλούμαστε να τη συνηθίσουμε. 

Πιστεύετε ότι, ως δημόσια πρόσωπα, έχετε πλέον μια διαφορετική ευθύνη στον τρόπο που διαχειρίζεστε τις δηλώσεις σας;

Ναι, πιστεύω πως έχουμε. Είναι υποχρέωσή μας. Ζούμε σε μια εποχή όπου φοβάσαι να μιλήσεις, όπου πρέπει να τα κάνεις «νιανιά», να δείχνεις την αληθινή σου πρόθεση ξανά και ξανά, σχεδόν ν' απολογείσαι για ό,τι λες, γνωρίζοντας τι μπορεί ενδεχομένως να προκύψει. Κι αυτό το κάνεις για να προστατεύσεις τον εαυτό σου. Όσο δε για ακραίες, φανατισμένες δηλώσεις — δηλώσεις αποκαθήλωσης, ανθρωποφαγίας, καταστροφής, σχεδόν μεσαιωνικές — θεωρώ πως ένας καλλιτέχνης οφείλει να είναι ακόμη πιο προσεκτικός στα σχόλια του.

Εσείς εχετε αισθανθεί ότι σας ακυρώνουν ως καλλιτέχνης;

Όχι ποτέ, αλλά όλα μπορεί να συμβούν. Είναι τόσο εύκολα κάποιος να σταυρώνεται επειδή κάποιος άλλος διαφωνεί μαζί του. Υπάρχει μια επιθετικότητα που συχνά συνοδεύεται από βαθιά υποκρισία, αυτό το «είσαι ελεύθερος να έχεις άποψη», και ταυτόχρονα, μόλις πεις κάτι που δεν αρέσει σε πέντε άλλους, η αντίδραση είναι «να εξαφανιστείς», «να καταστραφείς». Εγώ κάνω αυτό που μου υπαγορεύει η συνείδησή μου. Όμως, εκεί που χρειάζεται πραγματικό θάρρος είναι να εκφράσεις την άποψή σου ολοκληρωτικά, όχι γύρω-γύρω. Θέλω να πω ότι πολύς θόρυβος γίνεται — πολλοί φωνασκούν — αλλά στην πράξη δεν δείχνουν ακεραιότητα ή θάρρος. Μπορεί κάποιος να μιλήσει με θάρρος, να δείξει ποιος είναι και τι ψυχή έχει, αλλά πρέπει να το κάνει στη σωστή στιγμή και στο σωστό πλαίσιο. Όχι να το διαφημίζει ασταμάτητα σαν να προβάλλει πόσο καλός ή πόσο «ελεύθερος» είναι. Συχνά προτιμάται το ασφαλές.

Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε ένα κύμα επιστροφών αγαπημένων σειρών. Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτή η ανάγκη να ξαναγυρίσουμε σε ιστορίες του παρελθόντος;

Δεν παρακολουθώ πολύ τηλεόραση, αλλά ακούω ότι γίνονται ωραίες δουλειές. Δυστυχώς, όμως, με όλο αυτό που έχει γίνει με την πολιτική ορθότητα, πολλοί δημιουργοί φοβούνται να γράψουν κωμωδία, γιατί πρέπει να προσέξεις τι λες — να μην πεις «κοντός», «χοντρός», «με ίσια μαλλιά»… Υπάρχει μια απίστευτη υποκρισία που καταπιέζει όσους θέλουν να γράψουν ή να κάνουν κωμωδία. Πολλές σειρές, που αγαπήθηκαν βαθιά από το κοινό, ίσως σήμερα δεν θα μπορούσαν να σταθούν χωρίς να προκληθεί πανικός. Πια κάθε λεπτομέρεια αποτελεί αφορμή για παρεξήγηση, σχόλια ή δυσαρέσκεια. Γενικά, τα επίθετα έχουν περιοριστεί. Μιλάμε με μια σχεδόν παντομίμα, απολογητικά. Όταν αλλάζουν ακόμα και τους στίχους των τραγουδιών ή όταν κοιτάς μια παλιά ελληνική ταινία και σκέφτεσαι «πω πω, αυτό πλέον δεν θα μπορούσε να υπάρξει», καταλαβαίνεις τη σύγχυση.

Για εσάς η πρόθεση είναι αυτή που μετράει; 

Η πρόθεση παίζει πάντα μεγάλο ρόλο. Η πρόθεση των δημιουργών είναι συνήθως ξεκάθαρη. Όταν κάτι είναι γνήσιο και δεν επιδιώκει να προσβάλλει, κανείς δεν χρειάζεται να θιχτεί. Αν όμως ψάχνεις φαντάσματα και αφορμές για να θιχτείς, θα βρεις. Ακόμα κι αν δεν υπάρχει πρόθεση. Το ζήτημα της ευγένειας, της αγωγής και του φιλτραρίσματος είναι πολύ σχετικό. Μπορείς να είσαι ευγενικός και να έχεις χιούμορ. Δεν χρειάζεται να είσαι αγενής ούτε ν' απολογείσαι για κάθε σου λέξη. Όλα αυτά έχουν να κάνουν με τις ποιότητες του καθενός, αλλά και μ' ένα όριο. Αν η πρόθεση είναι καλή, τότε δεν πρέπει να καταργείται η ελευθερία της έκφρασης. Για παράδειγμα, σε μια συζήτηση μπορεί να πεις «θα σου συστήσω τη γυναίκα μου» και να γίνει ολόκληρο θέμα, γιατί κάποιοι θα θεωρήσουν ότι «η γυναίκα σου είναι κτήμα σου». Τότε πρέπει να εξηγήσεις, ν' αναλύσεις, σχεδόν ν' απολογηθείς. «Να σας συστήσω, λοιπόν, την κυρία αυτή που παντρευτήκαμε με πολιτικό γάμο ή με θρησκευτικό γάμο». Και αυτό το βρίσκω υπερβολικό. Ζούμε μια εποχή που δεν μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα. 

Πώς νιώσατε όταν ακούσατε ότι τα «Υπέροχα Πλάσματα» επιστρέφουν; Χαρά, άγχος, περιέργεια; Όλα μαζί;

Χάρηκα πάρα πολύ. Η ανυπομονησία παραμένει μεγάλη. Δεν έχω διαβάσει τίποτα ακόμα, δεν ξέρω τίποτα για το νέο σενάριο και αυτό μ’ αρέσει. Μου αρέσει η ιδέα ότι θα βουτήξω μονομιάς μέσα στον κόσμο αυτόν, με πολλή αγάπη. Και τώρα είμαστε όλοι αλλιώς. Είναι άλλη Αθήνα, άλλες γενιές. Τότε οι ήρωες ήταν τριαντακάτι, τώρα είναι πενηντάρηδες. Έχουν αλλάξει πολλά και για εκείνους, και για μένα. Θυμάμαι εκείνη την περίοδο πολύ έντονα. Ήταν η καλύτερη φάση της ζωής μου πριν γίνω μαμά. Τότε δεν καταλαβαίναμε ούτε πόσο μεγάλη επιτυχία είχε ούτε πόσο βαθιά είχε δεθεί ο κόσμος μαζί της. Δουλεύαμε ασταμάτητα, δεν είχαμε εικόνα. Στον χρόνο φαίνονται όλα, οι ποιότητες των ανθρώπων, η πρόθεσή τους, η καρδιά, η ψυχή τους. 

Η Έλη ανήκει σε μια εντελώς διαφορετική εποχή τηλεόρασης. Πώς πιστεύετε ότι θα σταθεί σήμερα;

Δεν ξέρω καθόλου και δεν θέλω να το σκέφτομαι εκ των προτέρων. Θέλω ό,τι μου έρθει από το κείμενο, από το σενάριο, να το δεχτώ με αγάπη. Να μην την μπλέκω με τη δική μου σημερινή εκδοχή. Ό,τι έχει γράψει η Μυρτώ, θέλω απλώς να το βάλω μέσα μου και να το φορέσω.

Έχετε συναντηθεί με τους άλλους δύο πρωταγωνιστές της σειράς (Μυρτώ Αλικάκη, Γιώργος Πυρπασόπουλος);

Μόνο μία φορά, πέρυσι. Δεν συναντηθήκαμε ξανά. Όλοι δουλεύουν πολύ. Ξέρω ότι η Μυρτώ γράφει. Δεν υπήρξε κάποιο νεότερο για να κάνουμε ένα πιο ουσιαστικό ραντεβού. Κι αυτό όμως μ’ αρέσει. Με κάνει να το περιμένω περισσότερο.

Τα γυρίσματα πότε ξεκινούν;

Νομίζω Φεβρουάριο, ώστε η σειρά να προβληθεί την επόμενη σεζόν, τον Οκτώβριο του 2026.

Χαίρεστε που θα ξαναβρεθείτε όλη η ομάδα;

Πάρα πολύ. Είναι δυνατόν; Φυσικά! Με αυτά τα παιδιά για χρόνια βγαίναμε σαν να ήταν κάτι σταθερό, σχεδόν μηνιαίο ραντεβού. Έχουμε περάσει απίστευτα πολύ ωραίες, πολύ έντονες στιγμές. Και ο καθένας τότε βίωνε μια δική του έντονη προσωπική φάση. Έχουν αλλάξει πολλά από τότε, κι αυτό είναι όμορφο. Ήμασταν αμέτρητες ώρες μαζί, δουλεύαμε σκληρά, γελούσαμε, κάναμε πολλή παρέα. Ήμασταν δεμένοι, χωρίς τίποτα περίεργο ανάμεσά μας. Και εκείνη η εποχή της ζωής του καθενός μας έμπαινε μ' έναν μαγικό τρόπο μέσα στους ρόλους. Ήμασταν ανοιχτοί, μιλούσαμε ανοιχτά. Ήταν υπέροχα, σε μια Αθήνα πολύ διαφορετική, πριν από την κρίση.

Πώς βιώνετε σήμερα την Αθήνα;

Δεν μ’ αρέσει πολύ. Προχτές όμως, μετά το θέατρο, πήγα στο Σύνταγμα και ήταν πανέμορφο. Στολισμένα δέντρα, όλο το κέντρο φωτισμένο, και στη Βασιλίσσης Σοφίας όλα εκείνα τα χριστουγεννιάτικα στολίδια, πραγματικά ωραίο. Αλλά όσο μεγαλώνω, η Αθήνα μου αρέσει λιγότερο. Βγαίνω λιγότερο, διασκεδάζω λιγότερο, μένω λιγότερο έξω. Έχει σημεία όμορφα, φυσικά και αν είσαι στην κατάλληλη διάθεση, μπορείς να την απολαύσεις. Αλλά γενικά… δεν είναι και η πιο όμορφη πόλη.

Σκέφτεστε ότι μεγαλώνοντας ίσως φύγετε από την Αθήνα;

Τελευταία αρχίζω και το σκέφτομαι. Δεν ξέρω, όμως, αν θα μπορούσα. Είναι σαν κάτι χαραγμένο στο DNA μου. Μπορεί… δεν ξέρω.

Τι εύχεστε για το νέο έτος;

Υγεία και εσωτερική γαλήνη. Να είμαι ήσυχη, να είμαι χαρούμενη. Να μπορώ ν' απολαμβάνω τη ζωή και αυτά που μου έρχονται.

πολυκατοικίακωμωδίαAlphaκέικΦαίδρα Δρούκαηθοποιός