Θέατρο|13.01.2020 16:21

Μπέτυ Λιβανού: Η «Αμαρτία», το ταξίδι στο φεστιβάλ και ο Ιψεν

Κώστας Μπλιάτκας

Παρακολουθώντας την πορεία της δεν µπορείς να µην παρατηρήσεις ότι επανέρχεται ως να µη συνέβη τίποτα. Οι αποχές της, που κρατούν κάποια χρόνια, δεν της «στοιχίζουν» καλλιτεχνικά. Κατά έναν περίεργο τρόπο ζει µια αέναη επάνοδο. Η παρουσία της, µάλιστα, δεν επηρεάζεται από τη µετάβαση από µια εποχή µε πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως αυτή του Φίνου στον κινηµατόγραφο, σε µια άλλη εντελώς διαφορετική, όπως η πρώτη µεταπολιτευτική περίοδος του νέου ελληνικού κινηµατογράφου. Το ίδιο συνέβη και µε το θέατρο από το 2007 µέχρι το 2016.

Νωρίτερα είχε γνωρίσει, σε πολύ µικρή ηλικία, τη δύναµη της τηλεόρασης και το τι σήµαινε να µπαίνεις στα σπίτια όλου του κόσµου. Ηταν αρχικά η εποχή του Φρέντυ Γερµανού αλλά και του Νίκου Μαστοράκη, αλλά πώς να ξεχάσουν οι παλιότεροι την παρουσία της αργότερα, δίπλα στον Αλέκο Αλεξανδράκη και σε πλειάδα άλλων σηµαντικών ηθοποιών στην ιστορική σειρά «Γιούγκερµαν» του Καραγάτση; Κοµψή, µε χαρακτηριστική αύρα αυτοπεποίθησης, η Μπέτυ Λιβανού άφησε το δικό της ίχνος στον ελληνικό κινηµατογράφο, έπαιξε σε καλές θεατρικές παραστάσεις, συµµετείχε σε σπουδαίες τηλεοπτικές σειρές και συνεχίζει σήµερα, µε τον δικό της ευαίσθητο και προσωπικό τρόπο, στο θέατρο. 

«Οπως ήρθε κάποτε η τηλεόραση και έφερε γερό πλήγµα στο σινεµά και αργότερα η βιντεοκασέτα που και αυτή πήρε πολύ κόσµο από τους κινηµατόγραφους, έτσι και τώρα το Διαδίκτυο λειτουργεί ανταγωνιστικά προς την τηλεόραση και της αφαιρεί το δυναµικό κοινό των νεότερων» µας λέει, όταν της θυµίζουµε ότι η ίδια, σε ηλικία ούτε καν 20 ετών, έκανε τηλεόραση η οποία ανταγωνιζόταν µε το σινεµά. «Αυτή είναι η εξέλιξη» προσθέτει. Η συζήτηση γίνεται σε έναν οικείο χώρο γι’ αυτήν, απέναντι από τον Λευκό Πύργο, στην πλατεία Τσιρογιάννη, γνωστή στους Αθηναίους ως «τα µέρη του Ντορέ». Λίγες δεκάδες µέτρα από το Αριστοτέλειο, όπου τη χειροκροτήσαµε στον ρόλο της Πηνελόπης Δέλτα στην παράσταση «Ιστορία χωρίς όνοµα», την ίδια που, σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη και µε τον Τάσο Νούσια ως «Ιωνα Δραγούµη», έρχεται από τις 17 του µηνός στην Αθήνα, στο Ιδρυµα «Μιχάλης Κακογιάννης».

Αυτό τον χειµώνα συνεργάζεστε µε τον Κώστα Γάκη στη θεατρική διασκευή του βραβευµένου βιβλίου του Στέφανου Δάνδολου «Ιστορία χωρίς όνοµα», που «ανεβάζει» στη σκηνή τον θυελλώδη έρωτα του Ιωνα Δραγούµη και της Πηνελόπης Δέλτα…

Είναι µια ιστορία που προσωπικά µε συναρπάζει. Εχω διαβάσει τα βιβλία της Πηνελόπης ∆έλτα, όλα τα ηµερολόγια και ήξερα πολλά γι’ αυτήν τη σχέση πριν τη «ζήσω» στο θέατρο. Το έργο για την εποχή του είναι πολύ προχωρηµένο. Η Πηνελόπη ∆έλτα τότε δεν αντιλαµβανόταν ίσως ότι µε το θάρρος της ουσιαστικά προχωρούσε τη γυναικεία απελευθέρωση. Σε τέτοιες εποχές και σε τέτοιο αστικό περιβάλλον, που είναι ακόµα πιο δύσκολο, διεκδίκησε το δικαίωµά της στον έρωτα. Στην παράσταση κάποια στιγµή ο κολλητός του γιατρού που την αµφισβητεί της λέει χαρακτηριστικά: «Τα ’χεις όλα. Τι θέλεις;». Ο εµβληµατικός στοχαστής, λόγιος και διπλωµάτης αλλά και τραγική φιγούρα του διχασµού, Ιων ∆ραγούµης, µε τη σπουδαία συγγραφέα συναντώνται στο έργο σε δύο µοιραίες για τη ζωή τους περιόδους. Για την πρώτη περίοδο, του 1908, στη Βιέννη, τον ρόλο της Πηνελόπης ∆έλτα παίζει η εξαίρετη συνάδελφος Μαρία Παπαφωτίου, που είναι πραγµατικά αποκαλυπτική. Τον ρόλο της ∆έλτα σε άλλη ηλικία, την εποχή του Απριλίου 1941 στην Κηφισιά, όταν ο Ιων ∆ραγούµης ήταν πια απών από τη ζωή της, αλλά πιο παρών από ποτέ, παίζω εγώ.

Σκεφτήκατε ποτέ πόσες φορές και µε πόσους διαφορετικούς τρόπους συγκινήσατε το κοινό;

∆εν το έχω ποτέ σκεφτεί έτσι. Οριακό πάντως σηµείο ήταν η ταινία «Η αµαρτία της οµορφιάς», στην οποία συµµετείχα σε πρωταγωνιστικό ρόλο σε πολύ µικρή ηλικία, µε την Τασσώ Καββαδία και τον Νίκο Γαλανό. Αυτή ναι, έχει συγκινήσει πολύ τον κόσµο. Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια πολλοί µιλούν ακόµα γι’ αυτή την ταινία. Την προβάλλει άλλωστε συνεχώς η τηλεόραση. Είναι βέβαια ο κλασικός µύθος της κακιάς πεθεράς και της καλής νύφης που συναντάµε συχνά στο ελληνικό σενάριο, αλλά έχει και κάτι πέρα από αυτό. Εχει γράψει περίεργα στη συνείδηση του κοινού. Είναι θα έλεγα «καλτ», για να µην πω µε στοιχεία σουρεαλισµού. Την εποχή του Φίνου, βέβαια, είχαµε και άλλες επιτυχηµένες ταινίες, µε συµπρωταγωνιστές σπουδαίους ηθοποιούς. Ταινίες όπως οι «Ποπολάρος», «Είκοσι γυναίκες κι εγώ». Εκεί γνώρισα προσωπικότητες όπως ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Γιάννης ∆αλιανίδης...

Πώς ξεκίνησαν όλα αυτά;

Δέχτηκα µια πρόταση από τον Φίνο το 1970 για πρωταγωνιστικό ρόλο σε ταινία, ενώ ήδη δούλευα για έναν χρόνο ως µοντέλο. Με είχε δει σε µια διαφήµιση στην τηλεόραση.

Η πρόταση του Φίνου είναι από τις στιγµές που χαράζουν πορεία…

Και όµως, δεν µπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα. ∆εν το είδα όπως λένε «να η ευκαιρία της ζωής σου». Πιο πολύ το είδα σαν ακόµα µία δουλειά. Σκέφτοµαι πάντως ότι τελικά το επάγγελµα της ηθοποιού δεν το επέλεξα εγώ. Ισως µε «επέλεξε» εκείνο. ∆ιαπραγµατεύτηκα αποφασιστικά τα λεφτά, µάλιστα, στην πρώτη µου συζήτηση για την πρόταση του Φίνου…

Τόσο νέα, µε έναν πρωταγωνιστικό ρόλο µπροστά σας, είχατε τέτοιο θάρρος;

Ναι, ναι... Το θυµάµαι πολύ καλά. Ο Μάρκος Ζέρβας, που ήταν ο οικονοµικός διευθυντής του Φίνου, µου είπε: «Μα, οι άλλοι συνάδελφοί σας παίζουν τσάµπα». Του απάντησα πως εγώ δεν παίζω τσάµπα. Επειτα από αυτή την ταινία µού έκαναν τριετές συµβόλαιο και ήρθαν όλες οι ταινίες που προανέφερα. Ηµουν η τελευταία ηθοποιός που έβγαλε ο Φίνος. Αυτή η εποχή της Finos Film έκλεισε γύρω στο 1973. Μετά τον Φίνο το ελληνικό σινεµά για ένα διάστηµα σταµάτησε να υπάρχει. Είχε έλθει και η τηλεόραση που πήρε ένα σηµαντικό κοµµάτι στη ζωή των Ελλήνων ως «καινούργιο κοσκινάκι» και µοιραία περιορίστηκε η παραγωγή. Με τον Γιώργο τον Πανουσόπουλο, τον άντρα µου, το 1979, χωρίς να το αντιληφθούµε τότε, βάλαµε το πρώτο λιθαράκι για το οικοδόµηµα του νέου ελληνικού σινεµά. Αποφασίσαµε να κάνουµε µια ταινία ουσια - στικά χωρίς διανοµή και χωρίς παραγωγό!

Μα, πώς γίνεται αυτό;

Ε, να που γίνεται. Πρέπει να είσαι κάτι σαν τον καουµπόι του µεσονυχτίου. Ηταν σαν να πετάς τα λεφτά σου στο νερό, µόνο που τότε δεν το ξέραµε. Ηταν η πρώτη ταινία του Γιώργου, το «Ταξίδι του µέλιτος», όπου έκανε και το σενάριο εκτός από τη σκηνοθεσία. Εκείνη την εποχή του νέου ελληνικού σινεµά είδαµε να γεννιούνται ξεχωριστές δουλειές. Συχνά έβλεπες ότι εκτός από τον ρόλο σου ως ηθοποιού σού έδιναν την ευκαιρία να συµµετάσχεις στον διάλογο για την παραγωγή, το σενάριο κ.ά.

Η ταινία απέσπασε τέσσερα βραβεία στο 20ό Φεστιβάλ Κινηµατογράφου Θεσσαλονίκης, µεταξύ των οποίων του α’ γυναικείου ρόλου που πήρατε εσείς.

Το φεστιβάλ είναι µία από τις ωραιότερες εποχές της ζωής µου. Το παρακολουθούσα ανελλιπώς. Μια γιορτή του σινεµά ήταν πάντα. Κάθε χρόνο ήµασταν στη Θεσσαλονίκη είτε συµµετείχαµε µε ταινία είτε όχι (άλλες φορές ήµουν σε επιτροπή, άλλες φορές έδωσα βραβείο).

Συνοψίζει τις εξελίξεις κάθε χρόνο στο σινεµά ή έστω είναι κάτι σαν βαρόµετρο;

Νοµίζω πως ναι. Τότε όµως γεννήθηκαν και άλλα εκπληκτικά πράγµατα. Υπήρχε ο «Εξώστης»! Εξέφραζε την άποψη του κοινού και µάλιστα αυτή ήταν πάντα εύστοχη. Ακούστηκαν φοβερές «ατάκες» από τον εξώστη εκείνα τα χρόνια. Ηταν από τα πιο έξυπνα πράγµατα που µπορούσαν να συµβούν στο φεστιβάλ και ευτυχώς συνέβη.

Στη συνέχεια σας είδαµε στους «Απέναντι», στη νέα ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου, του 1981, πολύ σηµαντική, όπου το θέµα µας θυµίζει πως τα ανοιχτά παράθυρα του καλοκαιριού στην πόλη φέρνουν αδιακρισία και απρόοπτα...

Ναι, µια ταινία που ήρθε και εγκαθίδρυσε θα έλεγα το ύφος και την ατµόσφαιρα του νέου ελληνικού σινεµά. Ξεχωρίζει ο Αρης Ρέτσος στον πρωταγωνιστικό ανδρικό ρόλο. Ενας σπουδαίος ηθοποιός, πάρα πολύ ταλαντούχος, αντισυµβατικός, µε τόσο προσωπικές απόψεις πάνω στα πράγµατα, όπως αποδείχθηκε τα επόµενα χρόνια.

Σε λίγα χρόνια ξαφνιάζετε µε τον «Ξαφνικό έρωτα» του Γιώργου Τσεµπερόπουλου, βασισµένο στο µυθιστόρηµα «Talgo» του Βασίλη Αλεξάκη…

Ξεχώρισε πράγµατι αυτή η ταινία. Ηταν µία από τις πιο «ευρωπαϊκές», ας το πω έτσι, για την εποχή της, το 1984, παρότι ήταν άκρως ελληνική. Εβλεπες για πρώτη φορά την Αθήνα και την Αθηναία (όχι την Ελληνίδα γενικώς) µε έναν ιδιαίτερο τρόπο. Χωρίς άλλο ήταν µια τοµή στην καριέρα µου και µια ταινία από τις αγαπηµένες µου.

Η «Αµαρτία της οµορφιάς» έχει γράψει περίεργα στη συνείδηση του κοινού

Σινεµά, τηλεόραση ή θέατρο θα διαλέγατε αν είχατε µόνο µία επιλογή;

Είναι πολύ συναφή πράγµατα µεταξύ τους αλλά και τόσο διαφορετικά. Η τηλεόραση λένε πως είναι η πιο «εύκολη» δουλειά σε σχέση µε τα άλλα δύο. Επεται ο κινηµατογράφος που έχει τις δυσκολίες του και τις σύνθετες απαιτήσεις του, αλλά το θέατρο είναι αυτό που θεωρώ ότι είναι πολύ πολύ δύσκολο και «απαιτητικό». Αν δεν το πάρεις στα σοβαρά, καλύτερα να µην ασχοληθείς… Και εγώ πασχίζω στον χώρο αυτό, δουλεύω σκληρά µε τους ρόλους µου.

Ποια είναι η πρώτη σας σηµαντική παράσταση;

«Ο πρωτοµάστορας Σόλνες» του Ιψεν, που ανέβηκε τη θεατρική σεζόν 2000-2001. Με τον Νικήτα Τσακίρογλου. Ο Γιάννης Ιορδανίδης ήταν ο σκηνοθέτης. Μπήκα στο θέατρο όταν αισθάνθηκα ότι είµαι έτοιµη πια γι’ αυτό, για να δουλέψω, να είµαι σε αυτό τον χώρο.

Σταµατήσατε το θέατρο το 2007 και επανήλθατε σχεδόν έπειτα από µία δεκαετία. Και όµως το κοινό και οι συνεργάτες σας ένιωσαν σαν να µην πέρασε µια µέρα. Πώς γίνεται αυτό;

Συνήθως όταν εγκαταλείπεις µια δουλειά λένε πως σε εγκαταλείπει και εκείνη. Νιώθω ευγνωµοσύνη που ο κόσµος αλλά και οι άνθρωποι της δουλειάς µε καλωσόριζαν πάντα πίσω όταν αποφάσιζα να γυρίσω. ∆εν είµαι από τους ανθρώπους που πάντα κάνουν κάτι.

Μπέτυ Λιβανού