Travel|16.08.2020 16:33

Χιλιαδού: Πώς ένας παράδεισος στην Εύβοια γίνεται... κόλαση τον Δεκαπενταύγουστο

Νίκος Τζιανίδης

Τη Χιλιαδού την άκουσα πρώτη φορά πριν από 30 χρόνια από τον καλό συνάδελφο και βετεράνο ρεπόρτερ, Κώστα Παπαπέτρου. Ιστορούσε με δέος τις εξορμήσεις του στην ακτή της κεντρικής Εύβοιας που βρέχεται από τη θάλασσα του Αιγαίου, τα ψαρέματά του, τα δεκάδες κιλά θράψαλα που φόρτωνε στο βαρκάκι του και τα μοίραζε σε φίλους. Μιλούσε ο Κώστας και στα μάτια του έβλεπες το μπλε και την αρμύρα να πάλλονται και στη φωνή του αφουγκραζόσουν το κύμα να σβήνει στα βότσαλα. «Κι έχει και κάτι παραλίες ο τόπος…» έλεγε και σε ταξίδευε μοναχά με τις κουβέντες.

Και σαν μπήκε ο Ιούνης του '89 δεν το σκεφτήκαμε, φορτώσαμε ομπρέλες, καρεκλάκια και πετσέτες και ξεκινήσαμε: Χιλιαδού, τρεις ώρες δρόμος – τότε – με 20 χιλιόμετρα χωματόδορομο, τότε…

Από το 1989 μέχρι... το Δεκαπενταύγουστο του 2020 κάθε χρόνο, τουλάχιστον μια φορά, θα απολαμβάναμε διαδρομή ντυμένη στις καστανιές, στα έλατα, στις καρυδιές, το μάτι θα σκαρφάλωνε σε αλπική ζώνη, η θερμοκρασία θα έπεφτε από τους 38+ στους 20 βαθμούς, όταν διέσχιζες τον αυχένα της Δίρφυς και σαν αναφωνούσες «θάλαττα θάλαττα» η ψυχή και το κορμί σου θα αναβαπτίζονταν στα νερά του Αιγαίου αφήνοντας το βλέμμα να ταξιδέψει στη γραμμή του ορίζοντα που σκιαγραφεί στο βάθος τη Σκιάθο, τη Σκόπελο, την Αλόννησο.

Μια, δυο άντε τρεις ταβερνούλες με ψάρι και θράψαλο φρέσκο και καλό κρασί και καλή παρέα για μετά την απόλαυση στη θάλασσα. Η βόρεια παραλία, των γυμνιστών, εξωτική με «πόρτα» της βράχο κομμένο σαν από μαχαίρι και με ησυχία και γαλήνη εκκλησιάς χωρίς αγίους όμως…

Δεν το καταλάβαινες πώς έφευγε η μέρα και πότε ο ήλιος χανόταν πίσω από τα γκρέμνα…

Κι εκεί στη θάλασσα μπροστά όλοι γίνονταν μια παρέα, όλοι ξεντύνονταν από τα προβλήματα και τη στενή καθημερινότητα κι άλλαζαν τις εικόνες της πολύβουης πολιτείας με τη ζωγραφιά μιας απέραντης, βαθιάς, γαλάζιας θάλασσας. Όταν έγερνε ο ήλιος, άλλοι φεύγαμε για τα ταβερνάκια της Στενής, πάνω στην πλατεία με τα πλατάνια και το νερό το πεντακάθαρο, η Ζωή με τον Νίκο συνέχιζαν στη σκηνή τους τις σκέψεις για το μέλλον και σαν βασίλευε ένα καλοκαίρι ολόκληρο, έλεγες: «Το Μάη ξανά εδώ…» Και κάθε Μάη μόνο του το αυτοκίνητο, για τη Χιλιαδού κινούσε.  

Όμως από το 1989 και κάθε χρόνο κάτι άλλαζε στη Χιλιαδού. Στην αρχή τα 20 τόσα χιλιόμετρα χωματόδρομου ασφαλτοστρώθηκαν. Επειτα άρχισαν οι δυο τρεις ταβέρνες της παραλίας να πολλαπλασιάζονται. Δημιουργήθηκαν ξενοδοχειακές μονάδες… Βγήκαν οι πρώτες ξαπλώστρες και ομπρέλες στην ακτή… Φάρδυνε ο δρόμος της παραλίας, δημιουργήθηκε ιδιωτικός χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων, χτίστηκαν σπίτια προς ενοικίαση, οι ταβέρνες πια σαν τα Βλάχικα της Βάρης, τα αυτοκίνητα πια σαν στην Κηφισού μεσημέρι. Ο κόσμος ο πολύς έμαθε τον τόπο από τα αφιερώματα των εφημερίδων πρώτα και των σάιτ μετά: «Χιλιαδού, ο παράδεισος τρεις ώρες από την Αθήνα»…  

Κι ο «παράδεισος» έγινε κόλαση! Κώστα Παπαπέτρου και αγαπημένε Ηλία Μάτσικα συγγνώμη αλλά ένας προορισμός που σας χαλάρωνε και σας μάγευε τώρα σου προκαλεί απέχθεια.

Δεκαπενταύγουστος 2020: «Πάμε Χιλιαδού;» είπαμε και δεν το σκεφτήκαμε καν. «Και να ‘χει κόσμο, κάπου θα βρούμε να βάλουμε την πετσέτα μας» είπαμε, οι φουκαράδες, Πού να ξέραμε…

Από τη Στενή φάνηκε το «κακό». Τα αυτοκίνητα χιλιάδες. Οι μικροπωλητές κάπαρης, μελιού, μαρμελάδας… σπιτικής και κομποσκοινιών διαβασμένων 40 φορές στο Άγιο Όρος, δεκάδες! Οι ταβέρνες στη Στενή ξέχειλες μασκοφόρων επισκεπτών (η μάσκα στο αυτί) που θυσίαζαν την ασφάλειά τους για μια πετσούλα αρνίσια ξεροψημένη.

«Στη Χιλιαδού θα είναι αλλιώς», σκεφτήκαμε και συνεχίσαμε. Κι όταν φθάσαμε στην παραλία μείναμε στήλες αλατιού σαν τη γυναίκα του Λωτ… Χιλιάδες είχαν την ίδια σκέψη μ’ εμάς! Τα αυτοκίνητα παρκαρισμένα και πάνω στα βότσαλα! Ο δρόμος; Απροσπέλαστος. Οι ταβέρνες; Ασφυκτικά γεμάτες με πεινασμένες πεθερές, εκνευρισμένες νύφες και απελπισμένους γιους… Η περιφορά στην Τήνο μπορεί να ματαιώθηκε, όμως, ο κόσμος που σερνόταν με τα γόνατα ίσαμε τη Χάρη Της, είχε έρθει και σερνόταν στη Χιλιαδού!

Στάθμευσα το αυτοκίνητο και περπατήσαμε απόσταση δυο χιλιομέτρων για να πατήσουμε θαλασσινό νερό!

Στην παραλία των γυμνιστών, εκεί που κάποτε κατοικούσε η γαλήνη και η ηρεμία; Σκυλιά δαιμονισμένα από την κάψα, παπαγάλοι (ναι παπαγάλοι) που μιλούσαν και έκραζαν συνεχώς, γάτες και καναρίνια! Και οι άνθρωποι; Ο ένας πάνω στον άλλον! Δεν υπήρχε βότσαλο ελεύθερο. Παρέες δέκα δεκαπέντε λουομένων με ξεχωριστά ενδιαφέροντα, ανέλυαν την κατάσταση με σοβαρότητα: «Ρε ποιος κορονοϊός, ο Λάκης να είναι καλά που το βράδυ μας έχει κοντοσούβλι»… Ή «δεν κάνουν να έρθουν οι Τούρκοι κατά δω με το φλαμίνγκο μου θα του κυνηγήσω»...

Παιδάκια να τραγουδάνε «Ριγκολέτο», μανούλες να χειροκροτούν, όλες οι φυλές του Ισραήλ να περιφέρονται με τα κορμιά γυαλισμένα από το αντηλιακό σαν σε πασαρέλα του Next Top Model. Φωνές, τσιρίδες, φιλοσοφία βαριά και ο ήλιος να καίει και να σε αποβλακώνει. Κάποιοι πιο πίσω έψηναν κρέατα, άλλοι πιο μπροστά είχαν στήσει πανηγύρι κανονικό με συρτούς και μπάλους αντικρυστούς! Η θάλασσα βρώμικη και σάπια… Κι όπως άρχισε το ψημένο παϊδάκι να ανακατεύει την οσμή του με την μυρουδιά του Coppertone, και το παρελθόν να νιώθει τη θηλιά του παρόντος στο λαιμό: «τι θέλουμε εμείς εδώ τέτοια μέρα;» μου είπε η συμβία μου και φύγαμε κι οι δυο μετανιωμένοι. Δεν γυρίσαμε να κοιτάξουμε πίσω μας ούτε το χρόνο που πνιγόταν στα κύματα του Αιγαίου, ούτε τον «παράδεισο» που φλεγόταν από φωνές της κόλασης, ούτε τη χαμένη νιότη που βούλιαζε στα καυτά βότσαλα. Απλά φύγαμε με την απόφαση, στα μάτια, να μην ξαναγυρίσουμε.

Γιατί, κομμένα πια τα γεφύρια πίσω μας με μια εποχή που συνεχώς χάνεται στην αχλή της πολυκοσμίας και της αμετροέπειας, γιατί η απόσταση που μας χωρίζει από την παραδεισένια Χιλιαδού του 1989 συνεχώς αυξάνει… κολασμένα! Κώστα και Ηλία καλό υπόλοιπο καλοκαιριού!

καλοκαίριδιακοπέςπαραλίαΧιλιαδούΕύβοια