Τηλεόραση|22.06.2019 18:40

Στην υγειά μας, ρε παιδιά: Μια βραδιά αφιερωμένη στον Γιώργο Ζαμπέτα

Newsroom

Την έναρξη και τον τόνο της βραδιάς δίνουν με τις πενιές τους πέντε σολίστες του μπουζουκιού. Αγαπημένοι ηθοποιοί τραγουδούν, χορεύουν, διασκεδάζουν με διαχρονικά τραγούδια του μοναδικού Γιώργου Ζαμπέτα

Μαζί τους στην παρέα ερμηνεύουν με τις υπέροχες φωνές τους οι τραγουδιστές: Λένα Αλκαίου, Άκης Δείξιμος, Δήμητρα Σταθοπούλου, Άγγελος Ανδριανός, Πάνος Παπαϊωάννου και Μυρτώ Καμβυσίδη. Όλοι μαζί, μία ευχάριστη παρέα: Πέτρος Ζούλιας, Kώστας Χαρδαβέλλας, η Βίκυ Σταυροπούλου, Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, Τάσος Χαλκιάς, Ελένη Καρακάση, Λευτέρης Ελευθερίου, Μάνος Καρατζογιάννης, Χριστίνα Τσάφου, Δημήτρης Μαυρόπουλος, Αργύρης Αγγέλου, Δανάη Μπάρκα, Σοφία Βογιατζάκη, Μάκης Πατέλης, Νίκη Λάμη, Κωνσταντίνος Κακούρης και ο Γιώργος Δεπάστας, απολαμβάνουν χιλιοτραγουδισμένες επιτυχίες του αξέχαστου δημιουργού σε μια εκπομπή γεμάτη ζωντάνια και αστείρευτο κέφι.

Η ζωή του ανθρώπου που άλλαξε για πάντα τον τρόπο που παίζεται το μπουζούκι

Ο Γιώργος Ζαμπέτας γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1925 στην Ακαδημία Πλάτωνος, ενώ η οικογένειά του καταγόταν από την Κύθνο. Γονείς του ήταν ο Μιχάλης Ζαμπέτας, που ήταν κουρέας και η Μαρίκα Μωραΐτη, ανηψιά γνωστού βαρύτονου της εποχής. Από πολύ μικρή ηλικία ο Γιώργος Ζαμπέτας έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μουσική, αφού παράλληλα με την απασχόλησή του στο κουρείο του πατέρα του ως βοηθός, «σκάρωνε» κρυφά στο μπουζούκι τις πρώτες του μελωδίες. Οτιδήποτε στη φύση παρήγε ήχο, τον συνάρπαζε και τον βοηθούσε στις συνθέσεις του, σύμφωνα με όσα ο ίδιος εκμυστηρεύτηκε στη βιογραφία του, λίγο πριν το θάνατό του.

Το 1932, σε ηλικία μόλις επτά ετών, κέρδισε το πρώτο του βραβείο, ως μαθητής της α’ δημοτικού, παίζοντας το πρώτο του τραγούδι σε σχολικό διαγωνισμό. Παρά τις αντιδράσεις ο μικρός Γιώργος συνέχισε με απόλυτη προσήλωση να υπηρετεί τη μεγάλη του αγάπη, ενώ η γνωριμία του το 1938 με το Βασίλη Τσιτσάνη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας.

Το 1940, η οικογένεια Ζαμπέτα μετακόμισε στο Αιγάλεω (Ιερά Οδό 309 και Σαλαμίνος 1) και από τη στιγμή εκείνη ο Ζαμπέτας απέκτησε έναν άρρηκτο δεσμό με την πόλη, της οποίας εμπνεύστηκε και χάρισε το προσωνύμιο «Σίτι», κατά τη διάρκεια μια περιοδείας του στη Βρετανία. Στα 1942 και κάτω από συνθήκες ανέχειας λόγω της Κατοχής, ο Ζαμπέτας δημιούργησε το πρώτο του συγκρότημα, με το οποίο τραγουδούσαν καντάδες στα κορίτσια.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, ο Ζαμπέτας γράφει τα πρώτα του γνήσια ρεμπέτικα τραγούδια με γνωστούς ερμηνευτές, όπως οι Πρόδρομος Τσαουσάκης («Σαν σήμερα, σαν σήμερα...»), Στέλιος Καζαντζίδης («Βαθειά στη θάλασσα θα πέσω»), Μανώλης Καναρίδης («Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα»), Πόλυ Πάνου («Να πας να πεις στη μάνα μου») κ.ά.

Έκδηλο ήταν από τότε το ταλέντο και το εκπληκτικό του παίξιμο, ωστόσο, ακόμη δεν είχε κατασταλάξει στο πασίγνωστο ιδιαίτερο στυλ, που τον καθιέρωσε σαν έναν μοναδικό «σόουμαν» στο χώρο. Την επόμενη δεκαετία, τα τραγούδια του γνωρίζουν τεράστια επιτυχία, καθώς πραγματοποιεί εμφανίσεις στα σπουδαιότερα λαϊκά κέντρα διασκέδασης, ενώ ταξιδεύει στο εξωτερικό (Ευρώπη και Αμερική) και παράλληλα συμμετέχει σε περισσότερες από 160 ταινίες του ακμάζοντα εκείνο τον καιρό ελληνικού κινηματογράφου.

Δημιουργίες του όπως «Τα δειλινά», «Τα ξημερώματα», «Δεν έχει δρόμο να διαβώ» και πολλά ακόμα, παρέμειναν αξεπέραστες και τον κατατάσσουν στις υψηλότερες βαθμίδες του μουσικού στερεώματος, σύμφωνα και με δήλωση του Λευτέρη Παπαδόπουλου: «Ο Ζαμπέτας ως συνθέτης χωράει μέσα στην πρώτη δεκάδα των μεγάλων μορφών του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού. Ως μπουζουκτσής ήταν ο καλύτερος, από την άποψη του προσωπικού ήχου, αλλά σαν σόουμαν ήταν μοναδικός. Ένας καλλιτέχνης που αν είχε γεννηθεί στην Αμερική θα πρωταγωνιστούσε, πιθανότατα, στην παγκόσμια σκηνή!».

Χαρακτηριστική του ήθους του μεγάλου δημιουργού ήταν και η δήλωση του Δημήτρη Μητροπάνου, ο οποίος τον θεωρούσε δεύτερο πατέρα του: «Ο Ζαμπέτας είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι, ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι. Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα». Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, όταν τα ήθη αρχίζουν να αλλάζουν, ο Ζαμπέτας κάνει στροφή στη σάτιρα υπό μορφή σόου, με τις γνωστές του επιτυχίες «Ο Θανάσης», «Ο πενηντάρης» και «Μάλιστα κύριε»  να δημιουργούν και πάλι αίσθηση στο κοινό.

Τα χρόνια του ’80 αρχίζει η παρακμή του είδους αυτού, με τον Ζαμπέτα να αντιμετωπίζει προβλήματα στις συνεργασίες του, αφού η εποχή δεν αναγνωρίζει πια τις αξίες του παρελθόντος. Ωστόσο, από το 1990 και μετά οι δισκογραφικές εταιρείες και τα Μ.Μ.Ε. «ανακαλύπτουν» ξανά τα τραγούδια του, τα οποία γνωρίζουν νέα άνθηση και επανακάμπτουν στις προτιμήσεις των ακροατών.

Δυστυχώς, ο ίδιος πλέον δεν βρίσκεται μόνο στη δύση της καριέρας, αλλά και της ζωής του. Στις αρχές του 1992, δεν ένοιωθε καλά και πονούσαν τα κόκκαλά του. Όταν η κατάσταση επιδεινώθηκε μπήκε στο νοσοκομείο με τη διάγνωση του καρκίνου στα οστά σε προχωρημένη κατάσταση. Άφησε την τελευταία του πνοή από καρκίνο στο νοσοκομείο «Σωτηρία» στις 10 Μαρτίου του 1992. Ήταν μόλις 67 ετών.

(Πληροφορίες από το Wikipedia)

ΣΚΑΪΣτην υγειά μας ρε παιδιάΓιώργος Ζαμπέτας