Viral|18.11.2019 18:51

Μην δείτε το «Irishman», θα δολοφονήσετε τρεισήμισι ώρες από τη ζωή σας!

Νίκος Τζιανίδης

Πολύ (μα πάρα πολύ) κακό για το τίποτα! Με αυτές τις πέντε λέξεις θα μπορούσε να κρίνει ένας απλός θεατής τη νέα ταινία του 77χρονου Μάρτιν Σκορσέζε «Ο Ιρλανδός -The Irishman». Και είμαι ένας από τους απλούς θεατές που πλήρωσαν για δύο εισιτήρια 20 ευρώ και συνεπώς νομιμοποιούμαι να καταθέσω την (απλοϊκή) άποψή μου για ό,τι παρακολούθησα· έστω κι αν δεν είμαι ειδικός, κινηματογραφικός κριτικός και δεν έχω εντρυφήσει στα μυστικά της 7ης Τέχνης.

Η ιστορία άρχισε από τη συγκινημένη έκφραση αγαπημένης συναδέλφου, που ήρθε την περασμένη εβδομάδα σχεδόν εκστασιασμένη και μου ανακοίνωσε: «Είδα το "Irishman". Ήταν καταπληκτικό. Συγκινητικό το ότι, μάλλον, δεν θα ξαναδούμε να συμπρωταγωνιστούν Ντε Νίρο και Πατσίνο…»

Αναζήτησα preview προβολή σε λίγες και επιλεγμένες αίθουσες, και τη βραδιά που ο Τσιτσιπάς λύγιζε τον Τιμ εγώ παρακολουθούσα τον «Νονό Νο 1, 2 και 3» σε «ένα» - ή, καλύτερα, τον Σκορσέζε να πασχίζει να λυγίσει τον Κόπολα.

Στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση, υποστήριζε ο καλός συνάδελφος, ειδικός (και) επί των κινηματογραφικών, ο Δημήτρης Δανίκας, και έχει δίκιο, όμως… Όμως ο Δανίκας έχει καταθέσει και κάτι άλλο που υποστηρίζουν οι Αμερικάνοί: «No story, no movie». Και στο «Irishman» δεν είχαμε story, σενάριο με πλοκή και σασπένς δηλαδή, αλλά είχαμε movie που συναγωνιζόταν σε διάρκεια το «Όσα παίρνει ο Ανεμος» και το «Μπεν Χουρ» (3 ώρες και 58' το πρώτο, 3 ώρες και 44' το δεύτερο και ο «Irishman» 3 ώρες και 30')

Η πρώτη ώρα κύλησε αργά αργά με αστεϊσμούς και δολοφονίες (άλλωστε, τι άλλο εξαγώγιμο προϊόν έχουν οι Αμερικάνοι από πιστολάδες κάου μπόις, γκάνγκστερ, πολέμους, αίμα και θάνατο;). Στη δεύτερη ώρα κάποιοι θεατές άρχισαν να δυσφορούν. Ακούστηκαν οι πρώτοι ψίθυροι, κάποιος πλάι μου ρώτησε «τι να κάνει ο Τσιτσιπάς;», ενώ άλλοι, πιο τολμηροί, αποχώρησαν από την αίθουσα! Δίπλα μου η σύντροφός μου είχε αποκοιμηθεί…

Οργίστηκα! Είπα, δεν μπορεί, κάτι θα γίνει στη συνέχεια, θα ζωντανέψει η ταινία. Και τι έγινε; Τίποτα απολύτως!

Όταν έχεις παρακολουθήσει στον «Νονό» του Κόπολα τη δολοφονία του Λούκα Μπράτσι στο μπαρ ή τον στραγγαλισμό του Kάρλο μέσα στο αυτοκίνητο, όλες οι παρόμοιες σκηνές είναι απλά αντιγραφές. Στην περίπτωση του Σκορσέζε, αντιγραφές δίχως την ένταση και την αγωνία, για να λέμε την αλήθεια! Η όλη δομή της ταινίας θύμιζε «Ταξιτζή», ήταν θεμελιωμένη στην αφηγηματική του «Καζίνο» και ακουμπούσε ελαφρά μεν, εμφανώς δε στα «Καλά Παιδιά». Ένας Σκορσέζε λίγο απ’ όλα δηλαδή, ή μάλλον πολύ απ’ όλα. Τρεισήμισι ώρες δεν είναι «λίγο»!

Η ιστορία

Η ζωή ενός επαγγελματία δολοφόνου, του Irishman, που διασχίζει την Ιστορία των ΗΠΑ μετά τον πόλεμο και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, αυτό είναι το σενάριο που υποστηρίζει άριστα ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο. (Εκείνα τα απαράδεκτα γαλάζια μάτια τι τα ήθελαν; Για να μοιάζει με συμπατριώτη του Τζέιμς Τζόις; Λάθος!). Πιο πάνω από το «άριστα» ο Αλ Πατσίνο στον ρόλο του Τζίμι Χόφα, του συνδικαλιστή που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς το 1975. Πλάι τους ο εμφανώς καταβεβλημένος από το γήρας Τζο Πέσι (στα 76 πια κι αυτός), που προσπαθεί και τα καταφέρνει. Να σημειώσουμε πως ο Αλ Πατσίνο, μεγαλύτερος από τους συμπρωταγωνιστές του (79 χρονών), έδειχνε έφηβος· το Όσκαρ Β’ αντρικού ρόλου το δικαιούται και αν προταθεί θα το πάρει!  

Το Όσκαρ... υπομονής το δικαιούνται οι θεατές, αλλά δεν θα το πάρουν. Αν εξαιρέσεις το τελευταίο προβλέψιμο 40λεπτο, όλη η ταινία είναι φορτωμένη με αδιάφορους διαλόγους, με αυθαίρετη αναψηλάφηση της Ιστορίας, δίχως τεκμήρια και βαρετές μέχρι ροχαλητού σκηνές. Αν έπαιρνες έναν υπνάκο στη μέση της προβολής και ξυπνούσες εκεί προς το τέλος, δεν θα είχες χάσει απολύτως τίποτα! Η αγωνία που θα είχε ο θεατής για το τέλος του πρωταγωνιστή δεν υφίσταται, αφού ο ίδιος εξιστορεί τα γεγονότα εξαρχής, υπέργηρος πλέον. Το τέλος του Χόφα ήταν γνωστό, αν και ο Σκορσέζε μάς δίνει τη δική του εκδοχή, που δεν πείθει.

Γενικά, για να μη μακρηγορούμε σαν τον Σκορσέζε, σε δυο ώρες ό,τι είχε να πει η ταινία θα το έλεγε, και μάλιστα καλύτερα. Αν δεν υπήρχαν Ντε Νίρο και Πατσίνο, δεν θα μιλούσαμε καν για δήθεν έπος, αλλά για μια παταγώδη αποτυχία, σαν εκείνη του Σπίλμπεργκ με τον «Λίνκολν», που και τότε είχε σωθεί από την ερμηνεία του Ντάνιελ Ντέι Λιούις. Και τέλος, σκληρό αλλά πραγματικότητα: Ο χρόνος είναι αμείλικτος, και τα 77 χρόνια πολλά για να σηκώσουν στην πλάτη μια ταινία που φιλοδοξεί (προσωπική μας άποψη) να ξαναγράψει την Ιστορία του Βίτο και του Μάικλ Κορλεόνε. Οι εξαιρέσεις υπέργηρων σκηνοθετών που εξακολουθούν να γοητεύουν, όπως ο Κλιντ Ίστγουντ, είναι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν πικρά τον κανόνα. 

Και για φινάλε: Ναι, αξίζει η ταινία μοναχά για τη συνύπαρξη δύο αξεπέραστων ηθοποιών που ίσως εργάστηκαν για τελευταία φορά μαζί. Δεν τους άξιζε όμως τέτοια ταινία!

Αλ ΠατσίνοΜάρτιν ΣκορσέζεΡόμπερτ Ντε Νίρο