Καιρός|25.04.2024 06:48

Η αφρικανική σκόνη ήρθε για να… μείνει: Οι λόγοι που εμφανίζεται συχνότερα – Τι εξηγεί καθηγητής του ΑΠΘ

Ρωμανός Κοντογιαννίδης

Μπορεί το φαινόμενο της συγκέντρωσης αφρικανικής σκόνης να μην είναι καινούργιο για τη χώρα μας αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη, ωστόσο τα τελευταία χρόνια υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι η παρουσία της είναι πιο συχνή και η πυκνότητά της μεγαλύτερη.

Αυτό ανέφερε στο ethnos.gr ο καθηγητής Πνευμονολογίας – Λοιμωξιολογίας και διευθυντής της Κλινικής Αναπνευστικής Ανεπάρκειας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιάννης Κιουμής, σημειώνοντας ότι αυτό σημαντική υπάρχει πιθανότητα να οφείλεται και στην κλιματική αλλαγή.

Κατά τον ίδιο, η αφρικανική σκόνη δε φτάνει σε μεγάλες πυκνότητες σε ολόκληρη την Ελλάδα. Κάποιες φορές το φαινόμενο είναι έντονο κυρίως στην Κρήτη αλλά και σε περιοχές της νότιας ηπειρωτικής χώρας, ωστόσο και σε αυτές τις περιπτώσεις δε φτάνει στην ολότητά του.

«Το φαινόμενο της αφρικανικής σκόνης υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. Πλέον φτάνει μέχρι την Σκανδιναβία, περνάει τον Ατλαντικό ωκεανό και προσεγγίζει ακόμα και τον Αμαζόνιο. Όσο μεγαλύτερη είναι από την πηγή της, που βρίσκεται νότια της Σαχάρας, η απόσταση που διανύει η αφρικανική σκόνη, τόσο μειώνεται η πυκνότητά της. Έχει σημασία το μέγεθος των κόκκων της σκόνης. Οι βαρύτεροι κόκκοι θα πέσουν στο έδαφος ή στη θάλασσα σε σχετική μικρή απόσταση από την πηγή του φαινόμενου. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, το πολύ να φτάσουν μέχρι την Κρήτη. Σε βορειότερες περιοχές θα φτάσουν οι πολύ μικροί κόκκοι, οι οποίοι, βέβαια, μπορούν ευκολότερα να αποθηκευτούν στις κυψελίδες των πνευμόνων μας», λέει στο ethnos.gr ο κ. Κιουμής.

Τα δύο «πρόσωπα» της αφρικανικής σκόνης

Κατά τον καθηγητή Πνευμονολογίας – Λοιμωξιολογίας του ΑΠΘ, η αφρικανική σκόνη παρουσιάζει δύο «πρόσωπα» για τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Το ένα έχει κάποιες αρνητικές συνέπειες στην υγεία ευάλωτων ομάδων, ενώ το δεύτερο συμβάλλει στη μείωση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα και άρα είναι ευεργετικό για το περιβάλλον και κατά συνέπεια για την υγεία μας.

Ειδικότερα, όπως λέει ο κ. Κιουμής, η αφρικανική σκόνη σε μεγάλη πυκνότητα και ποσότητα μπορεί να επηρεάσει την υγεία των βρεφών καθώς και των ατόμων που παρουσιάζουν αναπνευστικά και καρδιολογικά προβλήματα και να τους προκαλέσει δυσφορία. Επίσης, μπορεί να προκαλέσει και την εμφάνιση αλλεργιών. Στον αντίποδα, σε υγιείς οργανισμούς η αφρικανική σκόνη δεν προκαλεί κάποια αρνητική συνέπεια στην υγεία, εκτός κι αν το φαινόμενο έχει ακραίες διαστάσεις, κάτι που συμβαίνει πάρα πολύ σπάνια.

«Ωστόσο, υπάρχει και το δεύτερο “πρόσωπο” της αφρικανικής σκόνης, το οποίο έχει ευεργετικές συνέπειες για τη φύση, το περιβάλλον. Η αφρικανική σκόνη διαθέτει σίδηρο. Όταν, πέφτουν οι κόκκοι της μέσα στη θάλασσα, παίρνουν το σίδηρο οι μικροοργανισμοί, δηλαδή το πλαγκτόν. Όσο αναπτύσσονται αυτοί, απορροφούν το διοξείδιο του άνθρακα και άρα βοηθούν στην μείωσή του από την ατμόσφαιρα», τονίζει ο κ. Κιουμής.

Δεν προκαλεί θνητότητα

Ο καθηγητής Πνευμονολογίας – Λοιμωξιολογίας του ΑΠΘ, αναφέρει ακόμα ότι το γεγονός ότι η αφρικανική σκόνη δεν προκαλεί ιδιαίτερα προβλήματα στην υγεία, οφείλεται κυρίως στο ότι σε μεγάλο βαθμό περιέχει αδρανή υλικά. Βέβαια, κάποιες φορές περιέχει μύκητες και βακτήρια, τα οποία είναι περισσότερο βλαπτικά.

«Σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο η αφρικανική σκόνη να προκαλεί θνητότητα, δε φαίνεται ότι οδηγεί στο θάνατο. Σε περίπτωση συγκέντρωσής της σε πολύ υψηλά επίπεδα, κάποιες μελέτες κατέδειξαν ότι παρατηρείται μία αύξηση των εισαγωγών στα νοσοκομεία ατόμων που έχουν ήδη προβλήματα υγείας. Βέβαια, σε αυτό το συμπέρασμα δεν κατέληξαν όλες οι μελέτες για την αφρικανική σκόνη. Επίσης, από το σύνολο των μελετών δε διαπιστώθηκε ότι αυξάνει τη θνητότητα. Σε κάθε περίπτωση καλό είναι, άτομα με καρδιακά και αναπνευστικά προβλήματα να περιορίζουν τις μετακινήσεις τους στις απολύτως απαραίτητες και να μένουν στο σπίτι, όταν υπάρχει πολύ μεγάλη ποσότητα αφρικανικής σκόνης. Αλλά πάλι μιλάμε για ακραίες καταστάσεις», σημειώνει ο κ. Κιουμής.

υγείακλιματική αλλαγήΚρήτηαφρικανική σκόνηΑριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης