Οικονομία|22.04.2020 15:27

Απ΄το πλεόνασμα στο έλλειμμα ένας... Covid-19 δρόμος

Ελευθερία Αρλαπάνου

Την σταθερή παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων – μαμούθ μέχρι και πέρσι επιβεβαιώνουν τα στοιχεία που δημοσιοποίησε σήμερα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) που προσδιορίζουν στο 4,4% του ΑΕΠ ή 8,25 δισ. ευρώ το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019, σύμφωνα με τον τρόπο υπολογισμού της ΕΛΣΤΑΤ. Αν και ο τρόπος μέτρησης διαφέρει σε σχέση με τη μεθοδολογία, που χρησιμοποιείται για να γίνεται ο υπολογισμός του πρωτογενούς πλεονάσματος στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας, οι επιδόσεις που καταγράφει η ΕΛΣΤΑΤ επιβεβαιώνουν την επίτευξη του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα, σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις. Οπως αναφέρουν οι πληροφορίες, το πρωτογενές πλεόνασμα πέρυσι έκλεισε στο 3,5% του ΑΕΠ σε όρους μεταμνημονιακής εποπτείας.

Πρόκειται για μια ακόμη, απόδειξη, των δημοσιονομικών αντοχών της ελληνικής οικονομίας, που παράγει σταθερά τα τελευταία χρόνια υπερπλεονάσματα, στη βάση και της υπέρμετρης φορολόγησης που επιβλήθηκε στο πλαίσιο των 3 μνημονίων. Είναι ενδεικτικό, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που δημοσιοποίησε σήμερα η Ελληνική Στατιστική Αρχή ότι από το 2016 μέχρι και το 2019 παράγονται σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα άνω των στόχων που έχουν τεθεί (6,4 δισ. ευρώ το 2016, 6,85 δισ. ευρώ το 2017, 7,9 δισ. ευρώ το 2018 και 8,25 δισ. ευρώ το 2020) αφαιρώντας από την οικονομία πολύτιμη ρευστότητα πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ και δυναμική ανάπτυξης, κάθε χρονιά.

Αυτό ήταν – και παραμένει – ένα βασικό επιχείρημα στη  διαπραγμάτευση με τους θεσμούς για την αναθεώρηση του στόχου του 3,5% του ΑΕΠ επί του οποίου είχε δεσμευθεί η χώρα στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας.

Ο Covid 19 μολύνει τα πλεονάσματα

Σήμερα η έλευση της νέας κρίσης έχει αλλάξει τα δεδομένα, καθώς είναι βέβαιο ότι η ελληνική οικονομία, εξαιτίας της κρίσης του Covid 19  αναμένεται να παρουσιάσει φέτος δημοσιονομικό έλλειμμα, αγνώστου εύρους και χρέος άνω του 200% του ΑΕΠ. Η επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης της χώρας, όμως οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες καθώς και φέτος, προ κρίσης, η οικονομία βρισκόταν σε τροχιά επίτευξης του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.

Αξίζει να σημειωθεί πως το δημόσιο χρέος κινείται σταθερά άνω των 300 δισ. ευρώ τα τελευταία χρόνια και πέρσι διαμορφώθηκε στο 176,6% του ΑΕΠ ή 331 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ένα μέγεθος που αναμένεται να επιδεινωθεί αισθητά φέτος λόγω του κόστους αντιμετώπισης της νέας κρίσης και σύμφωνα με εκτιμήσεις μπορεί να υπερβεί οριακά το 200% του ΑΕΠ. Αν και η επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης της χώρας δεν οφείλεται σε δική της υπαιτιότητα, εντούτοις είναι μια δυσμενής εξέλιξη και συντηρεί την ανησυχία για τον κίνδυνο μετάλλαξης της τρέχουσας κρίσης και σε μια νέα δημοσιονομική κρίση, που είναι το απευκταίο σενάριο.

Πολλά εξαρτώνται από την δυναμική που θα αναπτύξει η ελληνική οικονομία στο δεύτερο εξάμηνο του έτους που είναι εξαιρετικά κρίσιμο για την πραγματική προοπτική ταχείας επανεκκίνησης της οικονομίας που είναι και το μεγάλο ζητούμενο στο βασικό σενάριο επί του οποίου πορεύεται το οικονομικό επιτελείο και η κυβέρνηση.

Τα στοιχεία ανακοινώθηκαν από την ΕΛΣΤΑΤ στο πλαίσιο της εξάμηνης κοινοποίησης των δημοσιονομικών στοιχείων και αναμένεται η επικύρωση τους από την Eurostat. Η μέτρηση του πρωτογενούς ισοζυγίου όπως υπολογίζεται στο πλαίσιο του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, δεν υπολογίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ. Στο πλαίσιο του Προγράμματος μια σειρά από δαπάνες και έσοδα αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο από ότι αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο της κατάρτισης των δημοσιονομικών στοιχείων για τους σκοπούς της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος. Ειδικότερα, τα στοιχεία που αντιμετωπίζονται διαφορετικά στο πλαίσιο του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής περιλαμβάνουν τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων, συναλλαγών για την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών και έσοδα από μεταφορά πόρων που συνδέονται με τα εισοδήματα των εθνικών κεντρικών τραπεζών της Ευρώπης τα οποία προέρχονται από την κατοχή ελληνικών κρατικών ομολόγων στα επενδυτικά τους χαρτοφυλάκια.

ΕΛΣΤΑΤ