Οικονομία|19.10.2018 18:44

Η απόφαση του δικαστηρίου για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο

Έφη Καραγεώργου

Δάνεια σε ελβετικό φράγκο «στην ουσία είναι ένα πολυσύνθετο χρηματοοικονομικό προϊόν», για το οποίο οι καταναλωτές, ανεξαρτήτως του μορφωτικού τους επιπέδου, δεν μπορούσαν να κατανοήσουν και να αξιολογήσουν τις οικονομικές του συνέπειες, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σκεπτικό των αποφάσεων 799 και 800 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας.

Η «Ημερησία» παρουσιάζει τα κομβικά σημεία των αποφάσεων, που δημοσιεύθηκαν στις 2 Νοεμβρίου, και καταρρίπτουν έναν προς έναν τους ισχυρισμούς των τραπεζών ειδικά σε ό,τι αφορά τον υπολογισμό των δόσεων, τη διαμόρφωση της ισοτιμίας, την ενημέρωση των δανειοληπτών, την κατανόηση των κινδύνων τους οποίους συνεπάγονταν τα συγκεκριμένα δάνεια. Οι δόσεις πρέπει να υπολογίζονται με βάση την ισοτιμία εκταμίευσης, καθώς είναι δάνεια με ρήτρα ελβετικού και όχι δάνεια σε ξένο νόμισμα. 70.000

Δανειολήπτες

Νομικοί κύκλοι χαρακτηρίζουν τις αποφάσεις «σταθμό» καθώς έρχονται να δώσουν λύση στο πρόβλημα 70.000 Ελλήνων δανειοληπτών, που οφείλουν σήμερα για τα στεγαστικά τους ποσό ύψους άνω των 7 δισ. ευρώ.

Οι αποφάσεις εκδόθηκαν ύστερα από συλλογικές αγωγές 1.200 δανειοληπτών, που είχαν συνάψει στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο και στρέφονταν κατά δύο τραπεζών, με έκθεση 1 δισ. ευρώ σε στεγαστικά με ρήτρα chf.

Ειδικότερα οι δικαστές έκριναν ότι: Οι εναγόμενες τράπεζες «απέβλεπαν στην προώθηση του εν λόγω προϊόντος σε καταναλωτές οι οποίοι -ακόμα και στην περίπτωση που είναι ευλόγως επιμελείς και ενημερωμένοι, θα δυσκολεύονταν να αντιληφθούν τον κίνδυνο και να αξιολογήσουν τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες στις υποχρεώσεις τους.

Δεν είχε γίνει αντιληπτό από τους δανειολήπτες ότι, ακόμα και αν πλήρωναν τις δόσεις τους ανελλιπώς, το ποσό της οφειλής τους, αντί να μειώνεται, θα αυξανόταν λόγω της συναλλαγματικής ισοτιμίας.

Οι τράπεζες «είχαν πληροφορηθεί από το 2007 σχετικά με τον συναλλαγματικό κίνδυνο υποτίμησης του ευρώ σε ποσοστό έως και 30%, σύμφωνα με την έκθεση και υποδείξεις του ΔΝΤ, το ίδιο έτος», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην απόφαση.

Στην απόφαση σημειώνεται ότι «ο προσδιορισμός της συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν προέρχεται από αυστηρά θεσπισμένους και "εκ των προτέρων διαμορφωμένους διεθνείς μηχανισμούς", όπως ισχυρίστηκαν οι τράπεζες, αλλά, αντιθέτως, εξαρτάται από αναρίθμητους και απροσδιόριστους παράγοντες που είναι αδύνατο να προβλεφθούν από τον μέσο καταναλωτή-δανειολήπτη».
Το δικαστήριο έκρινε ότι τα συγκεκριμένα δάνεια «δεν αποτελούν απλή σύμβαση στεγαστικού δανείου, αλλά στην ουσία είναι ένα πολυσύνθετο χρηματοοικονομικό προϊόν (καθόσον ο δανειολήπτης φέρεται να «λαμβάνει» το δάνειο σε ευρώ με «μετατροπή» του ελβετικού φράγκου σε ευρώ με την ισοτιμία που θα ίσχυε κατά τον χρόνο της εκταμίευσης, ενώ οι δόσεις του δανείου θα υπολογίζονται σε ελβετικά φράγκα με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο). Συνεπώς οι δανειολήπτες έπρεπε να λάβουν σαφή και λεπτομερή ενημέρωση από εξειδικευμένους υπαλλήλους πιστοποιημένους από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ανεπαρκή και βλαπτικό για τον καταναλωτή χαρακτηρίζει το δικαστήριο και τον όρο των συμβάσεων για «προστασία του δανειολήπτη», ως προς την πιθανή μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε βάρος του δανειολήπτη (π.χ. ανατίμηση του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ).

Η διάρκεια προστασίας

Και αυτό επειδή η διάρκεια της προστασίας εξαντλούνταν στα 5 με 6 έτη, για δάνεια 30 ή και 40 ετών. Περιοριζόταν μόνο στην περίπτωση δυσμενούς μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας πάνω από 5%.

Αφορούσε μόνο τη δόση και όχι το οφειλόμενο κεφάλαιο, το οποίο αυξανόταν λόγω της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, και υποχρέωνε σε παράταση του χρόνου συνολικής αποπληρωμής του δανείου. Τέλος το κόστος του προγράμματος αυτού επιβάρυνε τη μηνιαία τοκοχρεολυτική δόση του δανειολήπτη (ανεξαρτήτως της ανατίμησης ή της υποτίμησης του ελβετικού φράγκου προς το ευρώ).
«Ελλιπής η ενημέρωση για τον κίνδυνο».

Το δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό ότι η τράπεζα έδωσε παράδειγμα με «μαθηματικό σχεδιάγραμμα μεταβολής της ισοτιμίας», που καθιστούσε αμέσως αντιληπτό από τον δανειολήπτη ποιες θα είναι «οι συγκεκριμένες συνέπειες» στη διαμόρφωση των δόσεων αν μεταβαλλόταν η ισοτιμία. Τα παραδείγματα χαρακτηρίζονται ως «πρόχειρα και απλοϊκά, σε σχέση με την πολυπλοκότητα των επίδικων δανείων», αφού δεν αναφέρονται, με απτά παραδείγματα, οι συναλλαγματικοί κίνδυνοι που κρύβονται στα επίδικα δάνεια, όπως είναι η πιθανή μεγάλη περιουσιακή βλάβη που μπορεί να υποστεί ο καταναλωτής από τη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας και τη συνακόλουθη διαμόρφωση της δόσης σε υψηλά επίπεδα για πάρα πολλά έτη, χωρίς να μειώνεται το κεφάλαιο του δανείου…

Σύμφωνα με την απόφαση «ο τρόπος, με τον οποίο προβαλλόταν από τους υπαλλήλους της εναγόμενης το συγκεκριμένο καταναλωτικό προϊόν, η ελλιπής ενημέρωση του καταναλωτή ως προς τους προσδιοριστικούς παράγοντες της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου με το ευρώ και τις συνέπειες του συσχετισμού του συναλλαγματικού κινδύνου, με μία ενδεχόμενη αύξηση του επιτοκίου, καθώς και τα παραδείγματα, όπου αποτυπώνονταν κυρίως τα θετικά στοιχεία της ως άνω συναλλαγματικής ισοτιμίας (χαμηλό επιτόκιο, χαμηλή μηνιαία δόση), δημιουργούσε στον μέσο καταναλωτή την εσφαλμένη εντύπωση ότι οι υποχρεώσεις του θα παρέμεναν, αν όχι αμετάβλητες, πάντως σταθερές με μικρές αποκλίσεις στο μέλλον...

Το ξένο νόμισμα ως λογιστική μονάδα

Το δικαστήριο στην απόφασή του αναφέρει: «Διαφορετική έννοια έχει η συμβατική ρήτρα αξίας ξένου νομίσματος, σύμφωνα με την οποία η εκπλήρωση της χρηματικής παροχής συμφωνείται να γίνει μεν στο εκάστοτε ισχύον εθνικό νόμισμα, αλλά με υπολογισμό της, κατά πρώτον σε συγκεκριμένο ξένο νόμισμα και μετατροπή στη συνέχεια στο εθνικό νόμισμα με βάση την ισοτιμία τους, τον τρόπο καθορισμού της οποίας δύνανται να συμφωνήσουν τα μέρη. Το ξένο νόμισμα δηλαδή χρησιμοποιείται ως απλή λογιστική μονάδα και οι πληρωμές γίνονται στο εθνικό νόμισμα».

δάνειαδανειολήπτεςελβετικό φράγκοτράπεζες