Οικονομία|02.06.2019 13:52

Ασφαλιστικό: Τι ισχύει στην Ελλάδα, πώς λειτουργούν οι άλλες χώρες

Γιάννης Φώσκολος

Στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης µπαίνει για άλλη µια φορά το ασφαλιστικό σύστηµα της χώρας. Ο πλέον ευαίσθητος και πολυπαραγοντικός µηχανισµός, που αγγίζει 2,6 εκατοµµύρια συνταξιούχους και 3,5 εκατοµµύρια εργαζόµενους, επιστρέφει στη δηµόσια σφαίρα τρία χρόνια µετά τη µεταρρύθµιση του 2016. Αυτήν τη φορά ο… πόλεµος επικεντρώνεται µεταξύ των αναδιανεµητικών και κεφαλαιοποιητικών µοντέλων, ενώ η µητέρα των µαχών αναµένεται να δοθεί για ένα µεικτό σύστηµα µε αναβαθµισµένο τον ρόλο του ιδιωτικού τοµέα στον δεύτερο πυλώνα.

Μπροστά σε αυτό το ενδεχόµενο, οι «σοφοί» του Ασφαλιστικού ακονίζουν τα επιχειρήµατά τους. Από τη µια πλευρά, οι υπέρµαχοι των αναδιανεµητικών συστηµάτων και της δηµόσιας υποχρεωτικής επικουρικής ασφάλισης κατακεραυνώνουν τη µετάβαση σε ένα κεφαλαιοποιητικό µοντέλο µε εµπλοκή του ιδιωτικού τοµέα, υποστηρίζοντας πως απαιτείται µεγάλο κόστος µετάβασης µε το οποίο κάποιος θα πρέπει στο τέλος να επιβαρυνθεί. Η ίδια πλευρά κάνει λόγο για «σύγχυση της κοινωνικής ασφάλισης µε την αποταµίευση» και υπενθυµίζει τα φαινόµενα κατάρρευσης της οικονοµικής κρίσης του 2008, επισηµαίνοντας πως τα κεφαλαιοποιητικά συστήµατα, ιδίως στο µεικτό µοντέλο εµπλοκής και του ιδιωτικού τοµέα, ενέχουν υψηλό επίπεδο ρίσκου για τους ασφαλισµένους που φέρουν τον κίνδυνο αξιοποίησης του κεφαλαίου των εισφορών τους, όπως επίσης και για τον κρατικό προϋπολογισµό.

Οι περισσότερες χώρες

Στην αντίπερα όχθη, οι υπέρµαχοι των κεφαλαιοποιητικών συστηµάτων δείχνουν την πλειονότητα, όπως λένε, των χωρών του ανεπτυγµένου κόσµου όπου λειτουργούν τέτοια συστήµατα συµπληρωµατικά στα διανεµητικά, µε κυρίαρχο στόχο να επιµερίζεται ο κίνδυνος µεταξύ του δηµόσιου και του ιδιωτικού τοµέα. Οι χώρες που έχουν κάνει τέτοιες µεταρρυθµίσεις, υποστηρίζει η ίδια πλευρά, κατοχύρωσαν τη βιωσιµότητα των εθνικών συστηµάτων συντάξεων και διασφάλισαν ότι το ασφαλιστικό δεν θα υπονοµεύει την απασχόληση, την ανταγωνιστικότητα και το δηµόσιο χρέος.

Αντίθετα στην Ελλάδα, συνεχίζει η ίδια «σχολή», οι κίνδυνοι επιβάρυναν τον κρατικό προϋπολογισµό, µε αποτέλεσµα την κατάρρευση του κρατικού συστήµατος, γεγονός που συνέβαλε στην πτώχευση της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, η εξίσωση δεν ήταν και δεν είναι εύκολη, καθώς ο γρίφος του ασφαλιστικού που ταλανίζει την Ευρώπη είναι πολυπαραγοντικός. Βασικά επίδικα είναι η επάρκεια των παροχών και η βιωσιµότητα των συστηµάτων, ενώ δεν είναι τυχαίο ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη βαίνει διαρκώς µειούµενη ως ποσοστό του ΑΕΠ σε όλη την Ευρώπη.

Η συνταξιοδοτική δαπάνη βαίνει διαρκώς µειούµενη ως ποσοστό του ΑΕΠ σε όλη την Ευρώπη

Στο σύστηµα που εφαρµόζεται η κύρια παροχή χτίζεται από την εθνική σύνταξη των 384 ευρώ, αλλά και από το ανταποδοτικό τµήµα που εξαρτάται από τις εισφορές και τον ασφαλιστικό βίο του εργαζόµενου. Το σύστηµα αποδίδει 15,87% αναπλήρωση στην ανταποδοτική για 20 έτη ασφάλισης, 26,37% για 30 έτη, ενώ φτάνει στο 46,80% για 42 έτη ασφάλισης.

Ειδικοί έχουν κατά καιρούς επισηµάνει την υποανταποδοτικότητα των µεσαίων και ανώτερων συντάξεων, αλλά και τη σηµαντική ανταποδοτικότητα στις χαµηλές συντάξεις. Στην επικουρική εφαρµόζεται σύστηµα νοητής κεφαλαιοποίησης και η αναπλήρωση κυµαίνεται στο 0,45% ετησίως. Το ποσό διαµορφώνεται µε βάση τα δηµογραφικά δεδοµένα (πίνακες θνησιµότητας) και ένα «πλασµατικό ποσοστό επιστροφής» που εφαρµόζεται στις καταβληθείσες εισφορές. Η ασφάλιση στο ΕΤΕΑΕΠ είναι υποχρεωτική για τους µισθωτούς, αλλά και για όσους µη µισθωτούς είχαν υποχρέωση. Η µέση κύρια σύνταξη κυµαίνεται στα 724 ευρώ και η µέση επικουρική στα 172 ευρώ (συνολικά 896 ευρώ). Το 2070 υπολογίζεται πως τα αντίστοιχα ποσά διαµορφώνονται σε σταθερές τιµές (σε σηµερινές συγκρίσιµες τιµές): σε 895 ευρώ για την κύρια και 272 για την επικουρική (συνολικά 1.167 ευρώ).

Οσον αφορά στο ποσοστό αναπλήρωσης εισοδήµατος κατά τη συνταξιοδότηση, αυτό θα κυµαίνεται στο 66,5% το 2020 – αρκετά πάνω από τον ευρωπαϊκό µέσο όρο (46,3%) µε προοπτική να φτάσει το 2070 στο 53,7%, ποσοστό που εκτιµάται πως θα είναι τότε το τρίτο υψηλότερο στην ΕΕ µετά το Λουξεµβούργο και την Πολωνία (38,1% ο µ.ο. της ΕΕ το 2070). Ταυτόχρονα, η συνταξιοδοτική δαπάνη µειώνεται σταδιακά, ώστε να φτάσει στο 10,6% του ΑΕΠ το 2070, δηλαδή κάτω από τον µέσο όρο της ΕΕ.

«Αγκάθι» το δηµογραφικό

Βασικό πρόβληµα παραµένει το δηµογραφικό, καθώς, σύµφωνα µε τις αντίστοιχες προβολές (γήρανση και υπογεννητικότητα), διαφαίνεται µείωση του πληθυσµού κατά 3,09 εκατ. άτοµα έως το 2070 (από 10,75 εκατ. άτοµα το 2016 σε 7,66 εκατ. άτοµα το 2070). Η δηµογραφική γήρανση είναι, άλλωστε, βασικό επιχείρηµα για τους υπέρµαχους των κεφαλαιοποιητικών συστηµάτων. Οι σηµερινές ρήτρες ασφαλείας, πάντως, προβλέπουν ανά τριετία αναλογιστικές µελέτες που επικυρώνονται από την ΕΕ για «διόρθωση», εφόσον χρειάζεται, της συνταξιοδοτικής δαπάνης. Πρόσφατες εκθέσεις της ΕΕ, ωστόσο, αποφαίνονται ότι η Ελλάδα αντιµετωπίζει µε τη µεταρρύθµιση του 2016 τις επιπτώσεις της γήρανσης, εξασφαλίζει τη βιωσιµότητα του συστήµατος και την επάρκεια των συντάξεων.

Συνεντεύξεις

Το µέλλον των συντάξεων µε βάση διαφορετικά µοντέλα επιχειρούν να σκιαγραφήσουν για το «Εθνος» τρεις σοφοί του ασφαλιστικού. Από τη µια πλευρά, ο οµότιµος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστηµίου, Σάββας Ροµπόλης, εξηγεί πώς το περίφηµο σουηδικό µοντέλο, που εφαρµόζεται από το 1999, τίθεται τα τελευταία χρόνια σε αµφισβήτηση, ενώ σε πολλές χώρες οι ατοµικοί λογαριασµοί εφαρµόζονται περιορισµένα. «Το ∆ιεθνές Γραφείο Εργασίας επισηµαίνει ότι οι ατοµικοί λογαριασµοί ασφάλισης ενέχουν σοβαρούς κινδύνους, όπως προκύπτει από τη διεθνή πείρα. Ως εκ τούτου, δεν µπορούν να εγγυηθούν τις θεµελιώδεις αρχές ενός συστήµατος κοινωνικής ασφάλισης» σηµειώνει ο κ. Ροµπόλης. Υπέρµαχος της συµπλήρωσης του διανεµητικού συστήµατος από ένα κεφαλαιοποιητικό σύστηµα µε µείωση των εισφορών είναι ο καθηγητής του Πανεπιστηµίου Πειραιά, Μιλτιάδης Νεκτάριος, ο οποίος κάνει λόγο για µια «διεθνή πρακτική ώστε ο κίνδυνος να επιµερίζεται και να µην επιβαρύνει ολοκληρωτικά τον κρατικό προϋπολογισµό». Τα µεικτά συστήµατα κερδίζουν έδαφος, καθώς το ένα εργαλείο βελτιώνει τις ατέλειες του άλλου, σχολιάζει ο καθηγητής του ΑΠΘ, Αγγελος Στεργίου, προσθέτοντας ότι «στην περίπτωση των κεφαλαιοποιητικών συστηµάτων ο ασφαλισµένος φέρει τον κίνδυνο της αξιοποίησης του κεφαλαίου των εισφορών του».

Σάββας Ρομπόλης: Επικίνδυνη η ιδιωτικοποίηση της Επικουρικής 

ο τελευταίο διάστηµα διεξάγεται ένας διάλογος για την κεφαλαιοποίηση του δεύτερου πυλώνα ασφάλισης µε σύµπραξη δηµόσιου και ιδιωτικού τοµέα. Τι σηµαίνει αυτό το µοντέλο; Στην καρδιά της πρότασης για την ultra-κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης βρίσκεται η πλήρης αναµόρφωσή της, προκειµένου να καταλήξει σταδιακά σε ένα πιο «ευέλικτο» σύστηµα, µε τη δυνατότητα επιλογής µίας α) επικουρικής ασφάλισης για όλους και µε κίνητρο συµµετοχής, β) κεφαλαιοποίησης των εισφορών των νέων ασφαλισµένων, ώστε οι εισφορές να αποκτήσουν χαρακτήρα αποταµίευσης και γ) ενοποίησης των εισφορών της επικουρικής και της εφάπαξ παροχής σε µια ενιαία εισφορά, µε καταγραφή στον ατοµικό λογαριασµό κάθε ασφαλισµένου.

Στη νεοφιλελεύθερη αυτή πρόταση διακρίνει κανείς την ιδιαίτερη έµφαση στην ιδιωτικοποίηση και την εξατοµίκευση της επικουρικής ασφάλισης και της εφάπαξ παροχής. Η διανεµητικότητα (εθνική σύνταξη) της κοινωνικής ασφάλισης περιορίζεται στο 25%-30%, ενώ η υπερκεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης (µη προσδιορισµένες παροχές) διευρύνεται στο 70%-75%. Σε άλλες χώρες της Ε.Ε., όπως η Γερµανία, η Γαλλία, η Ελβετία, το Λουξεµβούργο, η Αυστρία, η Φινλανδία, η ∆ανία, το Βέλγιο και η Πορτογαλία, τα κεφαλαιοποιητικά στοιχεία των συστηµάτων κοινωνικής ασφάλισης αποτελούν κατά µέσο όρο το 30% και τα διανεµητικά-κοινωνικά στοιχεία το 70%. Το πείραµα της µετάβασης ενός τµήµατος της δηµόσιας ασφάλισης, της επικουρικής, σε ασφαλιστικές εταιρείες µε στοιχεία ultraκεφαλαιοποίησης εφαρµόστηκε σε διάφορες χώρες (π.χ. στην Ουγγαρία το 1998, την Πολωνία το 1999, τη Λετονία το 2001, τη Βουλγαρία το 2002). Ωστόσο, το 2008, µε τη χρηµατοπιστωτική κρίση, κατέρρευσαν αυτά τα συστήµατα και όλοι έτρεξαν στο καταφύγιο του αναδιανεµητικού συστήµατος, µε αποτέλεσµα οι κρατικοί προϋπολογισµοί να επωµιστούν ένα τεράστιο κόστος. Ζητούµενο είναι η επάρκεια των συντάξεων.

Τι δείχνουν τα στοιχεία για τα κεφαλαιοποιητικά και τα αναδιανεµητικά συστήµατα; Ερευνα του Pensions Institute του Ηνωµένου Βασιλείου (Μάρτιος 2012), το οποίο υπολόγιζε τέσσερις δείκτες επάρκειας των συντάξεων για 26 χώρες της Ε.Ε. κατέτασσε την Ελλάδα 10η µεταξύ των 26 χωρών σε επίπεδο επάρκειας (κατά πόσο οι συντάξεις εξασφαλίζουν ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης). Στις πρώτες θέσεις ήταν χώρες όπως η Γερµανία, η Γαλλία, το Λουξεµβούργο, η Αυστρία, το Βέλγιο και η Μάλτα, ήτοι κράτη στα οποία κυριαρχεί το δηµόσιο διανεµητικό σύστηµα κοινωνικής ασφάλισης (70%) και τα κεφαλαιοποιητικά συστήµατα διαδραµατίζουν συµπληρωµατικό ρόλο (30%). Στις τελευταίες θέσεις και χαµηλότερα από την Ελλάδα ήταν χώρες όπως το Ηνωµένο Βασίλειο (13η), η Σουηδία (19η), η Νορβηγία (22η), η Ιταλία (15η), η Λιθουανία (23η), η Σλοβενία (20ή), δηλαδή χώρες όπου τα κεφαλαιοποιητικά στοιχεία των συστηµάτων κοινωνικής ασφάλισης υπερβαίνουν το 80%. Σε αυτά τα επίπεδα του 80% και άνω θα φτάσει και η χώρα µας µε την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης και του ανταποδοτικού τµήµατος της κύριας σύνταξης. Εχετε υποστηρίξει πως η εµπλοκή του ιδιωτικού τοµέα στον δεύτερο πυλώνα έχει µεγάλο κόστος...

Εκτιµούµε πως το κόστος µετάβασης στο καθεστώς της υπερκεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης µε ιδιωτική κερδοσκοπική διαχείριση (ασφαλιστικές εταιρείες) θα ανέλθει στο επίπεδο των 55 δισ. ευρώ τα επόµενα 25 χρόνια, δηλαδή επιπλέον ετήσια δαπάνη 1% του ΑΕΠ, που θα απειλήσει σοβαρά τους δηµοσιονοµικούς στόχους και το επίπεδο των συνταξιοδοτικών παροχών. Συνεπώς το ερώτηµα είναι το εξής: Τι επίπεδο υπερκεφαλαιοποίησης µπορεί να αντέξει από κοινωνικοοικονοµική άποψη η ελληνική οικονοµία και κοινωνία; Ο ισχυρισµός ότι τα αποθεµατικά του κεφαλαιοποιητικού συστήµατος που θα συσσωρεύονται από τις εισφορές θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη µέσω επενδύσεων εγείρει σοβαρά ερωτήµατα και αµφιβολίες κατά πόσο µπορεί να το επιτύχει αυτό είτε η δηµόσια είτε η ιδιωτική διαχείριση. Για παράδειγµα, στην περίπτωση της δηµόσιας διαχείρισης, τι συνέβη µε τα αποθεµατικά της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα;

Αλλά και στην περίπτωση της ιδιωτικής διαχείρισης µέσω ασφαλιστικών εταιρειών, ποιος εγγυάται ότι δεν θα έχουµε µια νέα µορφή συστηµικών αυτήν τη φορά ασφαλιστικών εταιρειών τις οποίες θα πρέπει να διασώζουν οι φορολογούµενοι στην περίπτωση οικονοµικών κρίσεων όπως ήταν αυτή του 2008, καθώς και στην περίπτωση της AIG, την οποία η κυβέρνηση των ΗΠΑ διέσωσε µε 85 δισ. δολάρια των φορολογούµενων; Ο αντίλογος υποστηρίζει πως υπάρχει αυστηρό εποπτικό πλαίσιο µε την κοινοτική Οδηγία «Φερεγγυότητα 2». Και το 2008 στις τράπεζες υπήρχε το ανάλογο εποπτικό πλαίσιο της «Βασιλείας 2», το οποίο αποδείχτηκε ανεπαρκές και δεν µπόρεσε να αποτρέψει τη χρηµατοπιστωτική κρίση του 2009, αν και οι εµπνευστές της «Βασιλείας 2» υποστήριζαν ότι το τραπεζικό σύστηµα ήταν πια θωρακισµένο. Τελικά, αποδείχτηκε ότι απαιτούνταν πιο αυστηρά µέτρα και υιοθετήθηκε η «Βασιλεία 3»... Η «Φερεγγυότητα 2» δεν αποτρέπει τις ασφαλιστικές από τις επικίνδυνες επενδυτικές τοποθετήσεις, απλώς σηµειώνει ότι µπορεί µια εταιρεία να επενδύσει όπου θέλει, αρκεί να διαθέτει τα απαιτούµενα επιπρόσθετα κεφάλαια φερεγγυότητας για τους κινδύνους που αναλαµβάνει.

Οµως τα απαιτούµενα κεφάλαια υπολογίζονται µε µαθηµατικά µοντέλα και υποθέσεις εργασίας αντίστοιχα µε τα µοντέλα της «Βασιλείας 2», που ξεπεράστηκαν στην πράξη από την κρίση του 2008, µε αποτέλεσµα την κατάρρευση της Lehman Brothers και πολλών άλλων τραπεζών σε όλο τον κόσµο... Το βασικό επιχείρηµα για την ultra-κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης είναι ότι η αύξηση του προσδόκιµου ζωής αντιµετωπίζεται ως «κίνδυνος», και όχι ως πρόκληση, µε προοπτική τον περιορισµό του δηµοσιονοµικού κόστους των κρατικών προϋπολογισµών, µεταφέροντας τον κίνδυνο από την κρατική διαχείριση στον ασφαλισµένο, µε τελικό αποτέλεσµα τον δραστικό περιορισµό του ύψους των συντάξεων. Η ουσιαστική µεταρρύθµιση είναι αυτή που θα αντιµετωπίζει ως πρόκληση την αύξηση του προσδόκιµου ζωής σε βαθµό που οι δηµόσιες πολιτικές θα επιτυγχάνουν βιωσιµότητα και κοινωνική αποτελεσµατικότητα του συστήµατος κοινωνικής ασφάλισης

* Ο Σάββας Ρομπόλης είναι ομότιμος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Μιλτιάδης Νεκτάριος: Κεφαλαιοποιητικό και διανεμητικό σύστημα μαζί

Τρία χρόνια μετά την ψήφιση του νόμου 4387/2016, η συζήτηση για το Ασφαλιστικό ανοίγει πάλι… Το σύστημα συντάξεων ούτε ήταν ούτε είναι βιώσιμο, διότι απορροφά το 17% του ΑΕΠ, που είναι το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη. Το χειρότερο είναι ότι το 60% των δαπανών χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Επιπλέον έχουμε τις υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές (27%). Το γεγονός αυτό δημιουργεί εξαιρετικά αρνητικά αποτελέσματα στην απασχόληση, την αποταμίευση και την οικονομική ανάπτυξη. Το σύστημα βασίζεται μόνο στον διανεμητικό τρόπο χρηματοδότησης, κάτι που σημαίνει ότι δεν μπορεί να αντισταθμίσει τις αρνητικές δημογραφικές εξελίξεις στις οποίες έχει εισέλθει η χώρα από το 2010. Εάν σε όλα αυτά προστεθεί το θέμα των αναδρομικών, με βάση τις αποφάσεις του ΣτΕ, τότε προκύπτει ότι η χώρα χρειάζεται επειγόντως μια συνολική ασφαλιστική μεταρρύθμιση η οποία θα επιλύσει το ασφαλιστικό πρόβλημα, που ταλανίζει τη χώρα όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης και ήταν ο κύριος λόγος της χρεοκοπίας.

Στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς έχουμε επεξεργαστεί ένα σχέδιο πλήρους αναδόμησης του συστήματος συντάξεων. Προτείνονται, μεταξύ άλλων, η συμπλήρωση του διανεμητικού συστήματος από ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Τι μας δείχνει η διεθνής και ευρωπαϊκή πείρα αναφορικά με τα ασφαλιστικά συστήματα στην Ευρώπη; Η πλειονότητα των χωρών του ανεπτυγμένου κόσμου θέσπισαν κεφαλαιοποιητικά συστήματα για να συμπληρώσουν τη λειτουργία του διανεμητικού συστήματος. Αυτή είναι διεθνής πρακτική ώστε ο κίνδυνος να επιμερίζεται μεταξύ (α) του υποχρεωτικού κρατικού πυλώνα, (β) του προαιρετικού επαγγελματικού πυλώνα και (γ) της ατομικής ασφαλιστικής κάλυψης για όσους επιθυμούν να συμπληρώσουν τις παροχές των δύο προηγούμενων πυλώνων. Με τον τρόπο αυτό επιμερίζονται οι σχετικοί κίνδυνοι και δεν επιβαρύνουν ολοκληρωτικά τον κρατικό προϋπολογισμό, όπως συνέβη στην Ελλάδα τα τελευταία 40 χρόνια, με αποτέλεσμα την πλήρη κατάρρευση του κρατικού συστήματος συντάξεων.

Πρέπει να τονιστεί ότι ο επιμερισμός των κινδύνων μεταξύ των τριών πυλώνων συμβάλλει στη διατήρηση των οικονομικών κινήτρων, γεγονός που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία της ελεύθερης οικονομίας. Οι σχετικές ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις επιτεύχθηκαν με βάση ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις, που ολοκληρώθηκαν μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’90. Η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα που δεν κατάφερε να επιτύχει μια διακομματική συναίνεση με τα γνωστά αποτελέσματα. Πώς επηρεάζουν το δημογραφικό η ανεργία και τα δημοσιονομικά μεγέθη;

Το σημερινό σύστημα συντάξεων στηρίζεται στον διανεμητικό πυλώνα, ο οποίος επηρεάζεται άμεσα και καθοριστικά από τις μεταβολές στις παραμέτρους αυτές. Οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες έχουν συμπληρώσει τη λειτουργία των διανεμητικών προγραμμάτων με τα κεφαλαιοποιητικά. Με τον τρόπο αυτό αφενός επιμέρισαν τους κινδύνους μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, και αφετέρου ελαχιστοποίησαν το μακροχρόνιο κόστος του συστήματος συντάξεων. Ετσι, κατοχύρωσαν τη συνολική βιωσιμότητα των εθνικών συστημάτων συντάξεων και, επιπλέον, διασφάλισαν ότι η λειτουργία του συστήματος συντάξεων δεν θα υπονομεύει τις βασικές παραμέτρους της οικονομίας, δηλαδή την απασχόληση, την ανταγωνιστικότητα και το δημόσιο χρέος. Στην Ελλάδα δεν κάναμε τίποτα από τα παραπάνω, με αποτέλεσμα να απαιτείται η έντονη κρατική χρηματοδότηση του συστήματος, η οποία έφθασε στην περίοδο 2000-2018 στα 250 δισ. ευρώ. Το γεγονός συνέβαλε καθοριστικά στην ουσιαστική πτώχευση της χώρας.

* Ο Μιλτιάδης Νεκτάριος είναι καθηγητής ασφαλιστικής επιστήμης στο ΠΑΠΕΙ

Άγγελος Στεργίου: Η αντίληψη των πολλαπλών πυλώνων δεν είναι ιδεολογικά αθώα

Πρέπει να εμβαθύνουμε στην ορθή λειτουργία του ΕΦΚΑ. Ο πρώτος πυλώνας αποτελείται από έναν δημόσιο φορέα που αντιπροσωπεύει την ενότητα, την καθολικότητα και την ισότητα απέναντι στις κακοτυχίες της ζωής. Η συγκατοίκηση μισθωτών και ελεύθερων επαγγελματιών κάτω από την κοινή στέγη του ΕΦΚΑ δεν προκαλεί προβλήματα. Το ενιαίο πλαίσιο δεν σημαίνει ισοπέδωση. Η αρχή της ισότητας, ως γνωστόν, επιτρέπει διαφοροποιήσεις, εφόσον δικαιολογούνται. Αν επιτρέψουμε σε επαγγελματικές ομάδες να εξέλθουν από τον ΕΦΚΑ, είναι σαν να επιστρέφουμε στο παλιό, «καλό» πελατειακό σύστημα. H πρόταση για τους πυλώνες δεν είναι καινοφανής. Από τη γνωστή έκθεση («Averting the Old Age Crisis», 1994) της Παγκόσμιας Τράπεζας και εφεξής έχει διαμορφωθεί μια νέα ορθοδοξία ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να αντιμετωπιστούν τα συνταξιοδοτικά συστήματα. Την προσέγγιση της Παγκόσμιας Τράπεζας ακολούθησαν με παραλλαγές και άλλοι διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, ΔΟΕ, ΕΕ).

Σε εμάς η δημόσια συζήτηση περί πυλώνων έλαβε τη μορφή μάχης ιδεολογικών άκρων. Ο προβληματισμός παγιδεύτηκε στην αντιπαλότητα των κομμάτων. Χρειάζεται νηφαλιότητα και συγκεκριμένες προτάσεις. Η αντίληψη των πυλώνων δεν έχει χαράξει ποτέ τα σαφή όρια ανάμεσα στους πυλώνες. Η ασάφεια αυτή αποβαίνει σε βάρος του πρώτου πυλώνα. Αντί να συνδυαστούν οι αρετές του Δημοσίου με εκείνες του ιδιωτικού, το ιδιωτικό προσπαθεί να κερδίσει χώρο από το Δημόσιο. Οι περισσότεροι πυλώνες οδηγούν στην εμβάθυνση της φτώχειας και των ανισοτήτων. Η αντίληψη των πολλαπλών πυλώνων εκφράζει ένα είδος σύμπραξης δημοσίου και ιδιωτικού (όχι πάντα κερδοσκοπικού) τομέα. Η προστασία δεν προκύπτει από μια πηγή, αλλά από πολλαπλά στρώματα (τμήματα). Η αντίληψη των πολλαπλών πυλώνων δεν είναι ιδεολογικά αθώα, αλλά εκφράζει μια τάση για μερική απόσυρση του κράτους) από τη χρηματοδότηση των συντάξεων. Η εκκίνηση του μοντέλου είναι η αποδοχή ότι τα δημόσια συστήματα, όπως τα γνωρίσαμε, αποτελούν «δαπανηρή πλάνη». Η πολυεπίπεδη αντίληψη συνδυάστηκε με μια τάση ιδιωτικοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης. Η Παγκόσμια Τράπεζα, με το προτεινόμενο από αυτή μοντέλο, επεδίωκε να συνδυάσει την οικονομική ανάπτυξη με την ασφάλεια των συνταξιοδοτούμενων προσώπων.

Για όσο διάστημα το κράτος χορηγεί υψηλές συντάξεις, δεν προκύπτει ανάγκη για πρόσθετη ιδιωτική ασφάλιση. Αντίθετα, όταν η κρατική παρέμβαση περιορίζεται στις βασικές παροχές, η μέριμνα για τη διασφάλιση ενός ικανοποιητικού εισοδήματος των ηλικιωμένων μετατοπίζεται στον ιδιωτικό τομέα. Να θυμίσουμε ότι η κρίση 2008 έδωσε έναν δυνατό κόλαφο στις επαγγελματικές (ιδιωτικές) συντάξεις. Οπως αναφέρει ο ΟΟΣΑ, η χρηματοπιστωτική κρίση αποτέλεσε βαρύ πλήγμα γι’ αυτές, ενώ τα δυσμενή αποτελέσματα δεν μπορούν να εκτιμηθούν μακροπρόθεσμα. Αντίθετα, για όσους βρίσκονται στα πρόθυρα της εξόδου από την αγορά εργασίας (και μετατρέπουν το κεφάλαιο των εισφορών τους σε σύνταξη) έγιναν ορατά. Πίσω από την πρόταση των πυλώνων βρίσκεται η επιλογή για είσοδο κεφαλαιοποιητικών στοιχείων στο συνταξιοδοτικό μας σύστημα.

Αυτό σημαίνει τη μετατροπή της σύνταξης σε αποταμίευση. Συνήθως αποσιωπάται το γεγονός ότι στην περίπτωση των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων ο ασφαλισμένος φέρει τον κίνδυνο της αξιοποίησης του κεφαλαίου των εισφορών του. Είναι νωρίς να αποφανθούμε αν τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης -κύρια οδός για την ανάπτυξη του δεύτερου πυλώνα- ανθούν στην Ελλάδα. Κάποιοι επιθυμούν εντονότερη δραστηριοποίηση των ασφαλιστικών εταιρειών στον επαγγελματικό/ συμπληρωματικό πυλώνα, γεγονός που θα αλλοίωνε τον ρόλο τους. Ενα άλλο σημείο αβεβαιότητας είναι η θέση της επικουρικής ασφάλισης στο όλο οικοδόμημα. Να μη λησμονούμε ότι, κατά το ΣτΕ, ανήκει στο δημόσιο υποχρεωτικό σύστημα. Τέλος, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Δηλαδή αν το σύστημα των πυλώνων μπορεί να εγγυηθεί την οικονομική ασφάλεια των συνταξιούχων. Η επίτευξη του στόχου είναι ο τελικός κριτής

* Ο Άγγελος Στεργίου είναι Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ

ασφαλισμένοιΑσφαλιστικόασφαλιστικά ταμεία