Οικονομία|28.06.2019 16:32

ΣΕΒ: Πώς υπερφορολογήθηκε τα χρόνια της κρίσης η μεσαία τάξη

Newsroom

Ακόμη και πάνω από το 50% του συνολικού κόστους ενός μισθωτού καταλήγει μέσω φόρων, εισφορών και άλλων επιβαρύνσεων στα κρατικά ταμεία, διαπιστώνει με έκθεσή του ο ΣΕΒ. Ειδικότερα, ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων καταγράφει δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα υπερφορολόγησης:

· Για καθαρές ετήσιες αποδοχές €20.000 (Δ1), το ελληνικό κράτος "αφαιρεί" από τους μισθωτούς, μέσω φόρων και εισφορών, κατά μέσο όρο το 44% από το ποσό που πληρώνει ο εργοδότης. Δηλαδή για να προσφέρει στον εργαζόμενό του καθαρή ετήσια αμοιβή 20.000 ευρώ ο εργοδότης επιβαρύνεται συνολικά με 35.714 ευρώ. Μόνο 6 ευρωπαϊκές χώρες αφαιρούν περισσότερο. Η πρόσφατη εξαγγελία μείωσης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης μετατοπίζει την επιβάρυνση από φόρους και εισφορές στην περίπτωση αυτή στην 11η υψηλότερη θέση της ανάμεσα σε 26 κράτη μέλη, πάντα άνω του μέσου όρου. Για να είναι ανταγωνιστικό το ποσοστό επιβάρυνσης με φόρους και εισφορές επί του κόστους του εργοδότη θα έπρεπε να είναι γύρω στο 35%.

· Για καθαρές αποδοχές €40.000 (Δ2) το χρόνο, "αφαιρείται" μέσω φόρων και εισφορών το 60% του ποσού που πληρώνει ο εργοδότης δηλαδή κοστίζει συνολικά στον εργοδότη 100.000 ευρώ. Καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν αφαιρεί περισσότερο. Η πρόσφατη εξαγγελία μείωσης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης μειώνει αυτή την επιβάρυνση, αλλά δεν αλλάζει τη σχετική θέση της Ελλάδας. Ένα ανταγωνιστικό ποσοστό επιβάρυνσης θα ήταν γύρω στο 40%.

Ο ΣΕΒ τονίζει ότι η υπερφορολόγηση μειώνει και τα εισοδήματα και τον αριθμό των φορολογούμενων καθώς:

· Το 2009 527.000 φυσικά πρόσωπα είχαν ετήσιο εισόδημα άνω των €30.000. Το 2014 ήταν 275.000, παρά τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Το 2017 ήταν 239.000.

· Το 2009 τα φυσικά πρόσωπα είχαν ετήσιο εισόδημα άνω των €30.000 πλήρωσαν φόρο εισοδήματος €5,4 δισ. Το 2014 ήταν €4 δισ., παρά τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, την αύξηση των συντελεστών και την εισαγωγή της "έκτακτης" εισφοράς. Το 2017 ήταν €3,9 δισ., παρά την παραπέρα αύξηση της προοδευτικότητας των φόρων και της "ειδικής" πλέον εισφοράς και την αύξηση της κατά κεφαλήν επιβάρυνσης (€45,1 χιλιάδες αντί €36,3 χιλιάδες για όσους έχουν ετήσιο εισόδημα άνω των€ 60.000 και €9,8 χιλιάδες αντί €9 χιλιάδες για όσους έχουν ετήσιο εισόδημα €30-60.000).

· Αυξάνοντας υπέρμετρα τους φόρους, το κράτος οδηγεί στην εξάλειψη αυτής της εισοδηματικής ομάδας που αποτελεί κάτω από το 3% των φορολογούμενων αλλά συνεισφέρει το 42% των συνολικών εσόδων του κράτους από το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και την ειδική εισφορά. Έτσι το κράτος μακροπρόθεσμα κινδυνεύει να χάσει αυτά τα έσοδα ή να αναγκαστεί να τα αναπληρώσει από τις χαμηλότερες εισοδηματικές ομάδες στις οποίες πλέον εγκλωβίζεται ο πληθυσμός.

· Με μια σοβαρή εκλογίκευση των φόρων και εισφορών στη μισθωτή εργασία του ιδιωτικού τομέα το κράτους θα μπορούσε να εισπράττει 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ επιπλέον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων.

Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει το δελτίο του ΣΕΒ, η εργασιακή υπερφορολόγηση μεγιστοποιείται στη μεσαία τάξη και ιδιαίτερα στα εισοδήματα των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα που κατά τεκμήριο έχουν υψηλές δεξιότητες. Όπως τονίζεται, «ως αποτέλεσμα οι πλέον παραγωγικοί συμπολίτες μας περιορίζονται συχνά σε επαγγελματικές σταδιοδρομίες με χαμηλότερα εισοδήματα ή μεταναστεύουν μαζικά. Έτσι όμως η οικονομία και οι επιχειρήσεις χάνουν τα πλέον παραγωγικά και διεθνώς περιζήτητα στελέχη τους. Τα στελέχη αυτά έχουν κρίσιμο ρόλο στη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και είναι αυτά που εξασφαλίζουν την ικανότητα της οικονομίας και κοινωνίας να αξιοποιήσει, τελικά προς όφελος όλων, τις ευκαιρίες που δίνει η 4η βιομηχανική επανάσταση.

Οι ποιοτικές αδυναμίες της χώρας και το στρεβλό παραγωγικό μοντέλο που ακολουθεί εδώ και δεκαετίες είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των κινήτρων που δίνει η δομή του φορολογικού συστήματος και η οποία δεν έχει αλλάξει στα χρόνια της κρίσης. Έτσι, πολλές επιχειρήσεις συνεχίζουν να επιλέγουν τη, μερική έστω, δραστηριοποίηση στην παραοικονομία και σε κλάδους που διευκολύνουν την επιλογή αυτή για να αποφύγουν το πλήρες κόστος της υπερφορολόγησης. Η επιλογή αυτή όμως έχει μεγάλο κόστος. Οι επιχειρήσεις εγκλωβίζονται σε ανοργάνωτα και μικρά σχήματα χαμηλής ανταγωνιστικότητας που δεν έχουν ελπίδα επιβίωσης στην εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται από τις επιχειρήσεις αυτές είναι σχετικά λίγες, συχνά ημιδηλωμένες, χαμηλών προοπτικών και χαμηλών αμοιβών. Το δημόσιο ταμείο χάνει σημαντικά έσοδα. Η οικονομία ως σύνολο παραμένει μη ανταγωνιστική με μια σχετικά αδύναμη παραγωγική βάση και, τέλος, η κοινωνία βιώνει τις συνέπειες όλων των προαναφερόμενων».

αγορά εργασίαςΣΕΒ