Οικονομία|07.08.2019 16:31

Εφικτός εν μέσω αυξημένων κινδύνων ο φετινός δημοσιονομικός στόχος

Ελευθερία Αρλαπάνου

Εφικτός παραμένει ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ φέτος, ωστόσο οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι έχουν αυξηθεί, εκτιμά το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή στην έκθεση που δημοσιοποίησε πριν λίγο για το δεύτερο τρίμηνο του 2019.

Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, στην έκθεση εκτιμάται πως το πρωτογενές αποτέλεσμα του πρώτου εξαμήνου έχει επιδεινωθεί κατά 2,1 δισ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2018 με μέρος της υστέρησης να οφείλεται σε συγκυριακούς παράγοντες όπως τα μειωμένα έσοδα και οι αυξημένες δαπάνες από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων με σημαντικό μέρος όμως να οφείλεται στα επεκτατικά μέτρα που νομοθέτησε η προηγούμενη κυβέρνηση και αναμένεται να διευρυνθεί από την επιπρόσθετη μείωση του ΕΝΦΙΑ που νομοθέτησε η σημερινή κυβέρνηση. 

«Λαμβάνοντας υπόψη το ιδιαίτερα υψηλό πρωτογενές αποτέλεσμα του 2018 και τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία εκτιμούμε ότι ο στόχος του 3,5% για το 2019 παραμένει εφικτός, ωστόσο έχουν αυξηθεί οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι» αναφέρεται στην έκθεση. Στα δημοσιονομικά άλλωστε εντοπίζεται κατά το Γραφείο Προϋπολογισμού και η βασική εστία ανησυχίας όσον αφορά στο εσωτερικό περιβάλλον για την ελληνική οικονομία η οποία ωστόσο με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα διατηρεί τη θετική δυναμική της και στο δεύτερο τρίμηνο του 2019.

Την ίδια, πάντως, ώρα -όπως επισημαίνεται στην έκθεση- το διεθνές περιβάλλον χαρακτηρίζεται από πολύ σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας που πηγάζει από την όξυνση της εμπορικής αντιπαράθεσης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και τις συνεπακόλουθες αναταράξεις στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα που έχουν ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση των ρυθμών μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας καθώς και από το ενδεχόμενο ενός άτακτου Brexit.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης η Ελλάδα εξήλθε από μια μακροχρόνια ύφεση που ξεκίνησε το 2017 και μπορεί να απειληθεί από την επιβράδυνση που υπάρχει στην υπόλοιπη ευρωζώνη, ενώ υπογραμμίζεται πως η χώρα μας, παρά το ότι η νομισματική πολιτική στην ευρωζώνη γίνεται πιο επεκτατική, δεν επωφελείται επαρκώς από τις ευνοϊκές επιδράσεις της νομισματικής χαλάρωσης. Ως εκ τούτου, στο επόμενο διάστημα θα πρέπει να προωθηθούν οι απαραίτητες ενέργειες που θα διασφαλίσουν την αναβάθμιση των ελληνικών κρατικών ομολόγων σε επενδυτική βαθμίδα κάτι που θα τα κάνει επιλέξιμα για ένα νέο γύρο  νομισματικής χαλάρωσης από την  ΕΚΤ ενώ θα οδηγήσει σε περαιτέρω αποκλιμάκωση κόστους δανεισμού για το σύνολο της οικονομίας με ευνοϊκές επιπτώσεις στον ελληνικό ρυθμό ανάπτυξης και στη βιωσιμότητα του χρέους.

Ταυτόχρονα φυσικά τονίζεται πως θα πρέπει και η δημοσιονομική πολιτική να συνηγορήσει προς την ίδια κατεύθυνση, ενώ τάσσεται για μια ακόμη φορά υπέρ της προσπάθειας για μείωση των δημοσιονομικών στόχων. Όπως όμως προειδοποιεί για μια επιπλέον φορά, «η δημοσιονομική πολιτική έχει αναδιανεμητικό χαρακτήρα και κάθε κυβέρνηση τη διαχειρίζεται ανάλογα με τις πολιτικές της προτεραιότητες, για αυτό και η κατανομή του δημοσιονομικού χώρου αποτελεί ζήτημα πολιτικής συζήτησης και αντιπαράθεσης, θέμα που χαρακτηρίζει ως  «απόλυτα φυσιολογικό στη δημοκρατία» που όμως « προϋποθέτει όμως σεβασμό στα δημοσιονομικά περιθώρια προκειμένου να μην τεθεί σε αμφισβήτηση η αξιοπιστία της χώρας».

πρωτογενές πλεόνασμαΓραφείο Προϋπολογισμού