Οικονομία|21.10.2019 09:08

?ρα µηδέν για την Ευρωζώνη - Η απειλή της ύφεσης

Ελευθερία Αρλαπάνου

Το εκρηκτικό κοκτέιλ που διαµορφώνουν στην παγκόσµια οικονοµία µια σειρά παραγόντων, όπως η κλιµάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων και συγκρούσεων και το Μεταναστευτικό, η πρόκληση της υλοποίησης του Brexit στη σκιά του λαϊκισµού, ο οποίος έχει έλθει για να µείνει στη Γηραιά Ηπειρο και οι εµπορικοί πόλεµοι του Ντόναλντ Τραµπ ρίχνουν βαριά σκιά στις προβλέψεις για την επόµενη µέρα στην Ευρωζώνη. Το τελευταίο διάστηµα πυκνώνουν οι ανησυχητικές ενδείξεις αλλά και οι προειδοποιήσεις κορυφαίων οίκων, οργανισµών διεθνούς εµβέλειας και ανώτατων αξιωµατούχων για τον κίνδυνο επικίνδυνης αποδυνάµωσης στην παγκόσµια οικονοµία τους επόµενους 12-18 µήνες εάν δεν ληφθούν τώρα από τις κυβερνήσεις καθαρές, πολιτικές και οικονοµικές αποφάσεις.

Το µήνυµα έχει -ή θα έπρεπε να έχει- ιδιαίτερη απήχηση στην οικονοµία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, µιας ατελούς Ενωσης που πέραν των έκτακτων εξελίξεων αντιµετωπίζει εδώ και πολλά χρόνια δοµικά ελλείµµατα σε όρους ανταγωνιστικότητας, δηµογραφικών δεδοµένων σε σχέση µε τους µεγάλους ανταγωνιστές της στις διεθνείς αγορές. Ποια εργαλεία πρέπει να επιστρατευθούν για να αποφευχθεί µια παρατεταµένη στασιµότητα ή/και ύφεση; Ποιες δυνατότητες έχει πραγµατικά η δηµοσιονοµική πολιτική στη σκιά του γερµανικού ορντολιµπεραλισµού όπως εύστοχα επισηµαίνει ο κ. Τσακλόγλου, σε µια περίοδο που παραδοσιακοί υπερασπιστές της δηµοσιονοµικής πειθαρχίας, όπως η ΕΚΤ και το ΔΝΤ, έχουν µετατραπεί σε υπερασπιστές της δηµοσιονοµικής επέκτασης όπως εκτιµά ο κ. Κουτεντάκης, σε µια Ευρώπη που όπως τονίζει ο κ. Λιαργκόβας, µε δεδοµένη τη σηµερινή δοµή των οικονοµικών σχέσεων, απαιτείται η απελευθέρωση περίπου του µισού δισεκατοµµυρίου Ευρωπαίων που πιστεύουν στις ίδιες αξίες και έχουν τα ίδια συµφέροντα; Αυτά και άλλα ερωτήµατα αναλύονται στα άρθρα των τριών οικονοµολόγων σε ένα καθοριστικό σταυροδρόµι για την ευρωπαϊκή και την παγκόσµια οικονοµία.

Με τη νοµισµατική πολιτική να έχει εξαντλήσει τα όριά της, καθώς τα επιτόκια βρίσκονται σε αρνητικό έδαφος, χωρίς να έχουν επιφέρει, ειδικά για την οικονοµία της Ευρωζώνης, την προσδοκώµενη ανάκαµψη στην οικονοµική δραστηριότητα και τις επενδύσεις, οι πιέσεις προς τις κυβερνήσεις των κρατών-µελών και ειδικά προς τη γερµανική κυβέρνηση εντείνονται για αλλαγές στη δηµοσιονοµική πολιτική. Δεν είναι τυχαίες οι εκκλήσεις του απερχόµενου προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις -και ειδικά προς τη γερµανική- να αναλάβουν δράση, καθώς τα περιθώρια των παρεµβάσεων µέσω της νοµισµατικής πολιτικής έχουν πλέον εξαντληθεί.

Ούτε είναι ανέφελες οι προβλέψεις του ΔΝΤ για την πορεία της παγκόσµιας οικονοµίας, όπως επίσης και η επισήµανσή του µέσω της τελευταίας του έκθεσης για µια σοβαρότατη, δυνητική παρενέργεια της εξαιρετικά χαλαρής νοµισµατικής πολιτικής: Τα χαµηλά (ακόµη και αρνητικά) επιτόκια ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις ανά τον πλανήτη να δανείζονται ολοένα και περισσότερο, µε αποτέλεσµα να υπάρχει κίνδυνος το εταιρικό χρέος να εξελιχθεί σε «ωρολογιακή βόµβα» 19 τρισ. δολαρίων σε περίπτωση νέας παγκόσµιας ύφεσης.

Το εκρηκτικό κοκτέιλ που διαµορφώνουν στην παγκόσµια οικονοµία η κλιµάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων για το Μεταναστευτικό, η πρόκληση του Brexit και οι εµπορικοί πόλεµοι του Ντόναλντ Τραµπ ρίχνουν βαριά σκιά στις προβλέψεις για την επόµενη µέρα.

Το ΔΝΤ επισηµαίνει, δε, πως σχεδόν το 40% του εταιρικού χρέους σε οκτώ µεγάλες οικονοµίες (ΗΠΑ, Κίνα, Ιαπωνία, Γερµανία, Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία) θα ήταν αδύνατο να εξυπηρετηθεί σε περίπτωση µιας οικονοµικής κρίσης εξίσου σοβαρής µε εκείνη που βιώσαµε πριν από µία δεκαετία, ενώ προειδοποιεί τις κυβερνήσεις να µην αγνοήσουν τις... προειδοποιήσεις όπως είχαν αγνοήσει αλλεπάλληλες προειδοποιητικές ενδείξεις για πιθανή κατάρρευση των αγορών στο µακρινό παρελθόν των αρχών του 2000.

Τεχνική ύφεση στη Γερμανία το γ' τρίμηνο - Η «ατµοµηχανή» µένει από... καύσιµα

Το μήνυμα έχει ειδική βαρύτητα για τη γερµανική οικονοµία. Είναι ιδιαίτερα αξιοσηµείωτη η ανακοίνωση που έβγαλε προ ηµερών το γερµανικό υπουργείο Οικονοµικών, επιχειρώντας να καθησυχάσει τις αγορές πως δεν αναµένεται παρατεταµένη ύφεση στη Γερµανία, αλλά να τις προϊδεάσει για το ότι όπως διαφαίνεται θα έχουµε τεχνική ύφεση στη γερµανική οικονοµία στο τρίτο τρίµηνο του έτους. Τα επίσηµα στοιχεία αναµένονται κάποια στιγµή µέσα στον Νοέµβριο.

Η γερµανική οικονοµία αναµένεται να συρρικνωθεί ελαφρά στο τρίτο τρίµηνο, όπως και στο δεύτερο, καθώς οι εξαγωγές έχουν εξασθενίσει λόγω των αβεβαιοτήτων που συνδέονται µε την προγραµµατισµένη αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ και τις εµπορικές συγκρούσεις. Η τεχνική ύφεση που αναµένεται για το τρίτο τρίµηνο θα έρθει έπειτα από εννέα συνεχόµενα έτη ανάπτυξης, τροφοδοτηµένης κυρίως από την έκρηξη των εξαγωγών στην Κίνα και πιο πρόσφατα από την κατανάλωση που έχει υποστηριχθεί από τα χαµηλά επιτόκια στην Ευρωζώνη.

Καθησυχαστικοί

«Μια ισχυρότερη επιβράδυνση ή µια σηµαντική ύφεση δεν αναµένονται σήµερα» ανέφερε το υπουργείο, σηµειώνοντας: «Η εξωστρεφής γερµανική βιοµηχανία αντιµετωπίζει ένα αδύναµο παγκόσµιο εµπόριο, µια στασιµότητα του µεταποιητικού τοµέα παγκοσµίως και µια πτώση της ζήτησης για αυτοκίνητα». «Η γερµανική οικονοµία παραµένει σε στασιµότητα. Η οικονοµική δραστηριότητα είναι τελµατωµένη στο τρέχον επίπεδο» προσέθεσε. Είχαν προηγηθεί µέσα στο καλοκαίρι δηλώσεις του Γερµανού υπουργού Οικονοµικών που είχε διαµηνύσει πως το Βερολίνο θα µπορούσε να ρίξει πολλά δισεκατοµµύρια ευρώ στη γερµανική οικονοµία εάν κάτι τέτοιο απαιτούνταν, σεβόµενο όµως την αρχή του ισοσκελισµένου προϋπολογισµού. Είχαν ακολουθήσει ρεπορτάζ που έκαναν λόγο για σύσταση ανεξάρτητων δηµόσιων οργανισµών π ου θα εκδώσουν αυτοί αντί της γενικής κυβέρνησης χρέος ώστε να επενδύσουν στην οικονοµία, χωρίς όµως να διαταραχθεί η «ιερή» γερµανική δηµοσιονοµική πειθαρχία, η οποία µάλιστα είναι θωρακισµένη και νοµοθετικά.

Το στοίχηµα είναι µια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική

Γράφει ο Παναγιώτης Λιαργκόβας, Καθηγητής στο Πανεπιστήµιο Πελοποννήσου, πρόεδρος του ∆Σ & επιστηµονικός διευθυντής του ΚΕΠΕ

Δεν υπάρχει αµφιβολία ότι σήµερα η Ευρωπαϊκή Ενωση αντιµετωπίζει πολλές προκλήσεις. Για παράδειγµα, δεν έχει ακόµη διαµορφώσει έναν νέο τρόπο αντιµετώπισης των ανισοτήτων µεταξύ του ανεπτυγµένου κεντρικού πυρήνα και της λιγότερο ανεπτυγµένης περιφέρειάς της. ∆εν υπάρχουν διαδικασίες για τη συστηµατική προώθηση οικονοµικής ανάπτυξης, που θα κατανέµουν (κατά το δυνατόν) ισόρροπα τις ωφέλειές της σε όλα τα µέλη. Και, το σηµαντικότερο, δεν έχει διαµορφώσει µια συνολική πολιτική οικονοµικής διακυβέρνησης. Η τρέχουσα πολιτική επιτείνει αντί να αµβλύνει τον οικονοµικό κύκλο, ακριβώς γιατί η Ευρωζώνη είναι ένα «υβριδικό µοντέλο» στο οποίο η δηµοσιονοµική πολιτική είναι κατά κύριο λόγο εθνική υπόθεση, αλλά οι αποφάσεις για το είδος της δηµοσιονοµικής πολιτικής λαµβάνονται από κοινού στα θεσµικά όργανα, όπως το Eurogroup και τα Ευρωπαϊκά Συµβούλια. Σε αυτά όµως τα όργανα η κάθε χώρα υποστηρίζει τα δικά της συµφέροντα και όχι αναγκαστικά τα κοινά συµφέροντα της Ευρωζώνης. Ετσι, οι χώρες της περιφέρειας που βρίσκονται σε ύφεση ή αναιµική ανάκαµψη, όπως η Ελλάδα, πιέζονται να εφαρµόζουν λιτότητα και να επιβραδύνουν έτσι την ανάκαµψη, ενώ οι χώρες του Βορρά, π.χ. η Γερµανία, δεν φροντίζουν ώστε να υιοθετήσουν επεκτατικές πολιτικές για να ενισχύσουν τη ζήτηση από τις χώρες της περιφέρειας. Το αποτέλεσµα; Οι χώρες του Βορρά δηµιουργούν αυξανόµενα πλεονάσµατα σε βάρος των χωρών του Νότου, που αντίστοιχα δηµιουργούν ελλείµµατα. Ο συντονισµός της δηµοσιονοµικής πολιτικής δεν γίνεται συµµετρικά, αλλά σε βάρος των ασθενέστερων. Υπάρχει όµως και συνέχεια. ∆ηλαδή, στο σύµπλεγµα που συνιστά σήµερα η Ενωση, το πρόβληµα δεν είναι η επανάκτηση από κάθε χώρα της χαµένης αυτονοµίας της, αλλά η διαµόρφωση µιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής – που να ταιριάζει στις σύγχρονες συνθήκες υπέρβασης των συνόρων και να ανταποκρίνεται ταυτόχρονα στις ανάγκες και στις ιδιαιτερότητες των πληθυσµών της Ενωσης. Εχουν γίνει πολλές προτάσεις, αλλά απουσιάζει η επιλογή µιας συγκεκριµένης στρατηγικής.

Αραγε αυτό σηµαίνει ότι η ΕΕ κινδυνεύει να καταρρεύσει; Η απάντηση δίνεται από την Ιστορία. Ανατρέχοντας σε αυτήν, διαπιστώνουµε ότι δυσκολίες υπήρξαν πολλές, οι οποίες κάποτε φάνηκαν ανυπέρβλητες. Ωστόσο, η πορεία µέχρι σήµερα έχει δείξει ότι όποια προβλήµατα προκύπτουν µπορούν να επιλυθούν. Η συνεχιζόµενη αύξηση του αριθµού των κρατών που συµµετέχουν στη διαδικασία της ενοποίησης, η ανάπτυξη όλο και περισσότερων κοινών πολιτικών, η υιοθέτηση κοινών κανόνων και η καθιέρωση ενιαίου νοµίσµατος αποδεικνύουν την επιτυχία του εγχειρήµατος, το οποίο είχε τόσο ιστορική χρησιµότητα όσο και ιστορική αντοχή, ενώ αναδεικνύουν και την ύπαρξη σταθερής βούλησης για περαιτέρω εµβάθυνση αυτής της ενοποίησης. Είναι προφανές ότι η διαδικασία αυτή συνέβαλε αποφασιστικά στην εδραίωση της σταθερότητας, της δηµοκρατίας και της ευηµερίας στην Ευρώπη, ενώ δηµιούργησε έναν ευρύ χώρο οικονοµικής και πολιτικής ελευθερίας, µέσα στον οποίο τηρούνται µε σεβασµό οι αξίες των θεµελιωδών ατοµικών δικαιωµάτων, της αλληλεγγύης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της προόδου.

Ωστόσο, µε δεδοµένη τη σηµερινή δοµή των οικονοµικών σχέσεων, απαιτείται η απελευθέρωση της δυναµικότητας του µισού περίπου δισεκατοµµυρίου Ευρωπαίων, που πιστεύουν στις ίδιες αξίες και έχουν τα ίδια συµφέροντα, µε σκοπό την επιτάχυνση της διαδικασίας της ενοποίησης, παρακάµπτοντας δυσκολίες και εµπόδια που προκύπτουν κατά καιρούς. Προφητικά ο Jean Monnet, αρχιτέκτονας της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ολοκληρώνοντας τα αποµνηµονεύµατά του, το 1976, έκανε την ακόλουθη διαπίστωση: «Τα κυρίαρχα έθνη του παρελθόντος δεν µπορούν πλέον να επιλύουν τα προβλήµατα του παρόντος: δεν µπορούν να διασφαλίσουν τη δική τους πρόοδο, ούτε να ελέγξουν το µέλλον τους. Και η ίδια η Κοινότητα είναι µόνο ένα στάδιο στην πορεία προς τον οργανωµένο κόσµο του αύριο».

Το φάσµα µιας νέας ύφεσης και ο µονόδροµος των µεταρρυθµίσεων

Γράφει ο Πάνος Τσακλόγλου, Καθηγητής στο Οικονοµικό Πανεπιστήµιο Αθηνών

Η εισαγωγή του ευρώ πριν από περίπου δύο δεκαετίες συνοδεύτηκε µε ελπίδες για χαµηλούς ρυθµούς πληθωρισµού και σταθερούς ρυθµούς οικονοµικής ανάπτυξης. Ως προς τον πληθωρισµό, αναµφίβολα οι προσδοκίες επιβεβαιώθηκαν. Ως προς την ανάπτυξη, όµως, η εικόνα δεν είναι εξίσου καλή. Τα πρώτα χρόνια του ευρώ και µέχρι την κρίση που ακολούθησε την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008, οι ρυθµοί µεγέθυνσης ήταν ικανοποιητικοί, ιδίως για τις νότιες χώρες της ζώνης του ευρώ. Το 2008 ήταν για την Ευρωζώνη, όπως και για όλες σχεδόν τις ανεπτυγµένες χώρες, µια χρονιά µε έντονη ύφεση. Οµως, αντίθετα µε τις άλλες µεγάλες οικονοµίες που, χρησιµοποιώντας επεκτατική νοµισµατική πολιτική, επέστρεψαν και παρέµειναν έκτοτε σε θετικούς ρυθµούς µεγέθυνσης, η Ευρωζώνη γνώρισε και δεύτερη ύφεση, αν και όχι τόσο έντονη όσο αυτή του 2008, στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας.

Η κρίση ξεπεράστηκε οριστικά µόνο όταν η ΕΚΤ άρχισε να εφαρµόζει και αυτή, όπως και όλες οι άλλες σηµαντικές κεντρικές τράπεζες, εντόνως επεκτατική νοµισµατική πολιτική. Η πολιτική αυτή είναι κυριολεκτικά πρωτόγνωρη. Τα επιτόκια, ακόµα και τα µακροχρόνια, παραµένουν σε αρνητικά επίπεδα για µεγάλο χρονικό διάστηµα, ενώ ο ισολογισµός της ΕΚΤ έχει διογκωθεί µέσω της αγοράς χρεογράφων. Παρ’ όλα αυτά, η οικονοµία της Ευρωζώνης δεν έχει επιστρέψει σε υψηλούς ρυθµούς ανάπτυξης και το επίπεδο των επενδύσεων δεν επανήλθε στα προ κρίσης επίπεδα. Οπως επισηµαίνουν πολλοί αναλυτές αλλά και η ηγεσία της ΕΚΤ, η πολιτική αυτή έχει φτάσει στα όριά της και έχει αρχίσει να δηµιουργεί παρενέργειες σε συγκεκριµένους κλάδους οικονοµικής δραστηριότητας, όπως οι ασφάλειες.

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, το διεθνές οικονομικό περιβάλλον ήταν ευνοϊκό. Η άφθονη διαθέσιμη ρευστότητα ωθούσε τη ζήτηση, οι τιμές των πρώτων υλών και, ιδίως, του πετρελαίου βρίσκονταν σε χαμηλά επίπεδα, το διεθνές εμπόριο αυξανόταν με ταχείς ρυθμούς και οι περισσότερες μεγάλες αναπτυσσόμενες οικονομίες εμφάνιζαν ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η τάση αυτή έχει ανατραπεί τα τελευταία χρόνια. Η σταδιακή στροφή της πολιτικής των ΗΠΑ προς τον προστατευτισμό, με τους διαρκείς «εμπορικούς πολέμους» του προέδρου Τραμπ, έχει αποδυναμώσει τους ρυθμούς επέκτασης του διεθνούς εμπορίου, ενώ μια σειρά παραγόντων όπως το Brexit αλλά και η αύξηση της έντασης πολλών περιφερειακών συγκρούσεων έχουν αυξήσει την ένταση της αβεβαιότητας και συνέβαλαν στην κάμψη του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης παγκοσμίως. Τους τελευταίους μήνες, οι διεθνείς οργανισμοί και οι διεθνείς οίκοι διαρκώς αναθεωρούν τις προβλέψεις τους προς τα κάτω, αν και οι περισσότεροι δεν προβλέπουν επιστροφή σε παγκόσμια ύφεση. Προφανώς, οι χώρες που θίγονται περισσότερο από αυτές τις εξελίξεις είναι αυτές οι οποίες βασίζονται περισσότερο για την ανάπτυξή τους στο διεθνές εμπόριο.

Προεξάρχουσα μεταξύ αυτών είναι η Γερμανία, με προφανείς συνέπειες για τις προοπτικές της Ευρωζώνης. Πολλοί αναλυτές προεξοφλούν ότι ήδη η γερμανική οικονομία έχει μπει σε φάση ύφεσης. Υπό αυτές τις συνθήκες και δεδομένου ότι η Γερμανία -αλλά και άλλες χώρες της Ευρωζώνης με σχετικά χαμηλό δημόσιο χρέος- φαίνεται να βρίσκεται σε «παγίδα ρευστότητας» αλλά έχει χώρο για την άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, θα ανέμενε κάποιος ότι η γερμανική κυβέρνηση θα είχε ήδη προχωρήσει σε αναγγελία συνδυασμού αύξησης των δημοσίων επενδύσεων και μείωσης της φορολογίας, όπως την ενθαρρύνει να κάνει το σύνολο σχεδόν των αναλυτών των διεθνών οργανισμών.

Ομως, μέχρι στιγμής, ακολουθώντας πιστά τις αρχές του «ορντολιμπεραλισμού», η γερμανική κυβέρνηση αρνείται πεισματικά να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Η στάση αυτή μπορεί να επιδεινώσει τις προοπτικές τόσο της Γερμανίας όσο και της Ευρωζώνης συνολικά. Πρέπει, βεβαίως, να επισημανθεί ότι η χρήση τόσο της νομισματικής όσο και της δημοσιονομικής πολιτικής αποσκοπεί κυρίως στη μείωση των διακυμάνσεων του οικονομικού κύκλου. Η επίδρασή τους στις μακροχρόνιες αναπτυξιακές προοπτικές είναι περιορισμένη. Αυτές καθορίζονται κυρίως από τις μεταβολές της παραγωγικότητας που είναι συνδεδεμένες με την τεχνολογική πρόοδο, τις διαρθρωτικές αλλαγές αλλά και τις δημογραφικές εξελίξεις. Και σε αυτούς τους τομείς οι προοπτικές δεν είναι ακριβώς ρόδινες, τουλάχιστον για κάποιες από τις χώρες της Ευρωζώνης. Με τις αλλοπρόσαλλες πολιτικές της προηγούμενης κυβέρνησης, η χώρα μας έχασε την ευνοϊκή διεθνή οικονομική συγκυρία που εκμεταλλεύτηκαν όλες οι άλλες χώρες που μπήκαν σε μνημόνια κατά την έξοδό τους από αυτά. Αναμφίβολα, η διαφαινόμενη πτώση του ρυθμού μεγέθυνσης της Ευρωζώνης κάθε άλλο παρά βοηθά την προσπάθεια της χώρας να επιστρέψει σε ικανοποιητικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Υπό αυτές τις συνθήκες, η προσήλωση της χώρας στην υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που αυξάνουν την παραγωγικότητα και βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας θα πρέπει να θεωρείται, κυριολεκτικά, μονόδρομος.

Ψάχνοντας λύση στον «γρίφο» της επιβράδυνσης

Γράφει ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης, Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή

Η ευρωπαϊκή οικονομία κινείται σε τροχιά επιβράδυνσης, όπως άλλωστε και οι περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες. Οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών για τον ρυθμό ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας και ιδιαίτερα των ανεπτυγμένων χωρών αναθεωρούνται συνεχώς προς τα κάτω και τα πιο έντονα προβλήματα καταγράφονται στο διεθνές εμπόριο, στη βιομηχανική παραγωγή και στις επενδύσεις. Τόσο η κυκλική συμπεριφορά της οικονομίας όσο και οι συγκυριακοί παράγοντες που ενισχύουν την αβεβαιότητα αποτελούν μόνο ένα μέρος της εξήγησης. Το άλλο μέρος είναι η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και ιδιαίτερα οι οικονομικές πολιτικές που την ακολούθησαν. Ειδικότερα, η νομισματική επέκταση που ξεκίνησαν οι ΗΠΑ και ακολούθησε με σημαντική καθυστέρηση η Ευρωζώνη διόγκωσε τους ισολογισμούς των κεντρικών τραπεζών σε πρωτόγνωρα ύψη. Αυτό, σε συνδυασμό με την υπερπροσφορά αποταμιεύσεων και την ελλιπή επενδυτική ζήτηση, μείωσε τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά και ενίοτε αρνητικά επίπεδα, πράγμα που με τη σειρά του αύξησε τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων σε αδικαιολόγητα επίπεδα με χαρακτηριστικά «φούσκας». Και μόλις δυο χρόνια πριν, όταν η παγκόσμια οικονομία φαινόταν σχετικά υγιής και η νομισματική πολιτική ξεκίνησε δειλά να επιστρέφει στην κανονικότητα, ήρθε η πρόσφατη επιβράδυνση για να την επαναφέρει στο προηγούμενο καθεστώς.

Αυτό που αποτελεί πλέον κοινή διαπίστωση είναι ότι η νομισματική πολιτική έχει φτάσει τα όριά της σαν εργαλείο στήριξης της οικονομίας. Σε έναν κόσμο μηδενικών ή αρνητικών επιτοκίων, η περαιτέρω μείωσή τους έχει αμφίβολη αποτελεσματικότητα. Τίθεται λοιπόν εκ των πραγμάτων το ερώτημα ποια εργαλεία οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να επιστρατευτούν προκειμένου να αντιμετωπιστεί η πρόσφατη επιβράδυνση και να αποτραπεί μια μελλοντική ύφεση. Η προφανής υποψήφια για τον ρόλο είναι, βέβαια, η δημοσιονομική πολιτική. Αλλωστε, η ίδια ακριβώς συνθήκη που καθιστά αναποτελεσματική τη νομισματική πολιτική, δηλαδή τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια, διευκολύνει τη δημοσιονομική πολιτική, καθώς περιορίζει σημαντικά το κόστος της, δηλαδή τους τόκους δημοσίου χρέους. Διεθνείς οργανισμοί που υποστήριζαν παραδοσιακά τη δημοσιονομική πειθαρχία, όπως το ΔΝΤ και η ΕΚΤ, έχουν μετατραπεί σε υπερασπιστές της δημοσιονομικής επέκτασης.

Στην πρώτη ομιλία της, η νέα επικεφαλής του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα τόνισε ότι «αν η παγκόσμια οικονομία επιβραδύνει περισσότερο από το αναμενόμενο, πιθανώς να χρειαστεί μια συντονισμένη δημοσιονομική παρέμβαση». Ανάλογη θέση διατύπωσε πρόσφατα και ο απερχόμενος πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, λέγοντας ότι «μια πιο ενεργή δημοσιονομική πολιτική στη ζώνη του ευρώ θα έκανε δυνατή την ταχύτερη προσαρμογή της πολιτικής μας», απαντώντας στους επικριτές των αρνητικών επιτοκίων. Δεν είναι δύσκολο να συμπεράνει κανείς ότι ο βασικός αποδέκτης αυτών των μηνυμάτων δεν είναι άλλος από την Ευρωζώνη και ειδικότερα οι χώρες με τα υψηλά εμπορικά πλεονάσματα και αποταμιεύσεις, όπως η Γερμανία. Οι άλλες μεγάλες οικονομίες, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα, συνόδευσαν εξαρχής τη νομισματική με τη δημοσιονομική επέκταση με σαφώς καλύτερα αποτελέσματα.

Η Ευρωζώνη, αντίθετα, όχι μόνο άργησε να ξεκινήσει τη νομισματική επέκταση (ποιος δεν θυμάται στα πρώτα χρόνια της κρίσης την επίμονη άρνηση του Ζαν-Κλοντ Τρισέ να μειώσει τα επιτόκια της Ευρωζώνης επικαλούμενος τον κίνδυνο πληθωρισμού…) αλλά τη συνόδευσε και με αυστηροποίηση του δημοσιονομικού πλαισίου. Αυτό ήταν ίσως αναπόφευκτο λόγω του τρόπου λειτουργίας της νομισματικής ένωσης και των πολιτικών συσχετισμών, αλλά το αποτέλεσμα ήταν η Ευρωζώνη να καταγράψει χειρότερη απόδοση από τις άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες σε όρους μεγέθυνσης και ανεργίας. Σε κάθε περίπτωση, οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης έχουν αναθεωρήσει τις μέχρι πρότινος οικονομικές βεβαιότητες και έχουν βάλει νέα δεδομένα στο τραπέζι της διεθνούς συζήτησης. Στη χώρα μας, τα ακραία χαρακτηριστικά της οικονομικής κρίσης έθεσαν άλλες προτεραιότητες στον δημόσιο διάλογο, με συνέπεια αυτή η συζήτηση να φτάσει με αρκετή καθυστέρηση. Ας ελπίσουμε να εξελιχθεί και να προσφέρει καλύτερη κατανόηση του διεθνούς περιβάλλοντος.

Brexitύφεσημεταναστευτικό